Κίνδυνος για πείνα: Αυτό που έγινε δεν το περίμενε κανείς

Πείνα: Κίνδυνος για την επισιτιστική ασφάλεια. Στον «αέρα» ο θαλάσσιος διάδρομος για τα ουκρανικά σιτηρά. Όλες οι εξελίξεις στο xristika.gr.

Οι μέρες περνούν και ακόμη δεν υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ για τον θαλάσσιο διάδρομο του ΟΗΕ για τα ουκρανικά σιτηρά. Οι ρωσικές αρχές έχουν εκφράσει την άρνησή τους να ανανεώσουν τη συμφωνία για τα σιτηρά με την Ουκρανία στις 17 Ιουλίου, κάτι που θα δημιουργήσει πρόσθετο πονοκέφαλο στα Ηνωμένα Έθνη, καθώς προσπαθούν να διατηρήσουν την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια.

Οι εξαγωγές σιτηρών μέσω της Πρωτοβουλίας Σιτηρών Μαύρης Θάλασσας επιβραδύνθηκαν σε 1,3 εκατ. τόνους τον Μάιο, που είναι ο χαμηλότερος όγκος από τότε που ο ΟΗΕ, η Ουκρανία και η Ρωσία κατέληξαν σε συμφωνία το καλοκαίρι του 2022.

Ο διάδρομος σιτηρών χρησιμοποιείται από διάφορα μεγέθη πλοίων, από Handysizes έως Panamaxes, και η διαφαινόμενη μη ανανέωση της συμφωνίας θα έχει αντίκτυπο στα κέρδη των φορτηγών πλοίων-Dry Bulk.

Εάν συμβεί αυτό, η Ουκρανία θα στραφεί στον ποταμό Δούναβη για εναλλακτική διαδρομή.

Ο Δούναβης θα γίνει η βασική διέξοδος για τις ουκρανικές εξαγωγές, καθώς η νέα εποχή της συγκομιδής είναι κοντά και το Κίεβο προσπαθεί να βελτιώσει τις ουκρανικές υποδομές δίπλα στον ποταμό, ώστε να επιτρέψει τη διέλευση μεγαλύτερων πλοίων.

“Το μπλοκάρισμα του ουκρανικού εμπορίου σιτηρών δημιουργεί παγκόσμια επισιτιστική ανασφάλεια, ενώ άλλες χώρες σχεδιάζουν στρατηγικές προκειμένου να καλύψουν το κενό” επισημαίνουν οι αναλυτές του ναυλομεσιτικού οίκου Xclusiv Shipbrokers:

“Η κυβέρνηση της Βραζιλίας πρόκειται να διαθέσει περισσότερα από 90 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για τη στήριξη και χρηματοδότηση εγχώριων γεωργικών επενδύσεων και επιχειρήσεων, προκειμένου να ενισχύσουν τον ήδη σημαντικό γεωργικό τομέα της χώρας.

Ενισχυμένες γεωργικές υποδομές, νέες εγκαταστάσεις αποθήκευσης που διευκολύνουν τις παγκόσμιες ανησυχίες για την ασφάλεια των τροφίμων.

Καθώς η Βραζιλία έχει αναδειχθεί σε αγροτική δύναμη τα τελευταία χρόνια και σε κορυφαίο προμηθευτή σημαντικών γεωργικών προϊόντων, μια περαιτέρω ενίσχυση της παραγωγής θα αυξήσει την ανάγκη για εξαγωγές, αυξάνοντας τόσο τη ζήτηση πλοίων όσο και τα τονομίλια στην αγορά”.

Πείνα: Χαλυβουργία

Ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρέασε επίσης το εμπόριο σιδήρου.

Η ουκρανική χαλυβουργία παραδοσιακά εξήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων της μέσω των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας και αυτό το μοτίβο έχει σταματήσει από την έναρξη του πολέμου – καθώς δεν έχει επιτευχθεί καμία συμφωνία για την εξασφάλιση ασφαλούς διέλευσης για τη μεταλλουργική βιομηχανία.

Για να διασφαλιστεί ότι οι εξαγωγές δεν θα επηρεαστούν, οι ουκρανικοί χαλυβουργοί έπρεπε να δημιουργήσουν και να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικές διαδρομές, οι οποίες περιλαμβάνουν σιδηροδρομικές μεταφορές προς τα λιμάνια της Βαλτικής ή της Ρουμανίας, μέσω του Δούναβη ή των λιμανιών της Αδριατικής.

“Πρόκειται για εναλλακτικές λύσεις που είναι τόσο δαπανηρές όσο και χρονοβόρες, με αποτέλεσμα να έχουν μειώσει τις θαλάσσιες εξαγωγές στο μισό περίπου από τα επίπεδα που ήταν πριν από τον πόλεμο” επισημαίνουν οι αναλυτές:

“Από ρωσικής πλευράς, οι εξαγωγές σιδήρου έχουν επίσης μειωθεί, αλλά μόνο κατά 20% περίπου σε σύγκριση με τη μείωση άνω του 50% που παρατηρήθηκε στις ουκρανικές εξαγωγές σιδήρου.

Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν προκαλέσει πλήγμα στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα της, αλλά η Ρωσία κατάφερε ακόμη να βρει νέες αγορές.

Πριν από τον πόλεμο, το 50% των εξαγωγών σιδήρου της Ρωσίας πήγαινε στις ΗΠΑ, αλλά τώρα άλλοι προμηθευτές όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Τουρκία τρέχουν να καλύψουν το κενό που άφησαν οι κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις ρωσικές εισαγωγές”.

Πείνα: Ξηρό φορτίο

Οι σημαντικές εμπορικές μεταβολές που δημιούργησε ο ουκρανικός πόλεμος επηρέασαν το θαλάσσιο εμπόριο χύδην ξηρού φορτίου, καθώς ήταν ο κύριος τρόπος εξαγωγής σιδήρου και χάλυβα.

Ακόμη και αν ο πόλεμος τελειώσει αύριο, το παγκόσμιο εμπόριο και ιδιαίτερα το θαλάσσιο εμπόριο θα χρειαστεί αρκετό χρόνο για να επιστρέψει στα προπολεμικά επίπεδα και δραστηριότητες στην περιοχή.

Στην ανάλυση του Xclusiv Shipbrokers επισημαίνονται τα εξής:

“Στην άλλη πλευρά του κόσμου, οι εισαγωγές άνθρακα της Κίνας αυξήθηκαν παραδόξως, παρά τη σημαντική αύξηση της εγχώριας παραγωγής άνθρακα.

Η κινεζική παραγωγή άνθρακα έχει αυξηθεί σχεδόν 6% σε ετήσια βάση, αλλά παραδόξως οι εισαγωγές θαλάσσιου άνθρακα έχουν επίσης αυξηθεί κατά 70% σε ετήσια βάση.

Οι κινεζικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είδαν τα αποθέματά τους να φτάνουν σε επίπεδο ρεκόρ σχεδόν 190 εκατομμυρίων τόνων στις αρχές Ιουνίου, προσπαθώντας να επωφεληθούν από τη χαμηλή τιμή και την υψηλή ποιότητα των εισαγωγών άνθρακα.

Η Ινδονησία, η Ρωσία και η Αυστραλία είναι υπεύθυνες για σχεδόν το 95% των εισαγωγών άνθρακα στην Κίνα, αλλά ειδικά η Ρωσία και η Αυστραλία έχουν διπλασιάσει τις ποσότητες τους από το 2022.

Καθώς η οικονομία της Κίνας αντιμετωπίζει προκλήσεις και δεν έχει ανακάμψει όπως πίστευαν οι αναλυτές μετά την πανδημία, οι αυξημένες θαλάσσιες εισαγωγές άνθρακα είναι ο βασικός παράγοντας που στηρίζει τα πλοία Capesize και οι αναλυτές της αγοράς ελπίζουν ότι η Κίνα θα συνεχίσει να δημιουργεί αποθέματα άνθρακα – παρά τη χαμηλότερη εγχώρια ζήτηση – και θα δώσει προτεραιότητα στις εισαγωγές”.

Πείνα: Είναι προ των πυλών και μας αφορά όλους – Το «σημάδι» που κανείς δεν ομολογεί

Μείωση της τάξης του 50% των εξαγώγιμων γεωργικών προϊόντων από την Ουκρανία προβλέπουν για φέτος οι αναλυτές. Η τιμή του λιπάσματος και της ενέργειας «αγκάθι» για τους αγρότες.  Ολική αναδιάρθρωση της παγκόσμιος εφοδιαστικής αλυσίδας των τροφίμων προβλέπουν οι ειδικοί. Όλες οι εξελίξεις στο xristika.gr.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί μία παγκόσμια ανακατάταξη της αγοράς σιτηρών στην οποία βασίζονται δισεκατομμύρια άτομα ανά τον κόσμο.

Η φετινή σοδειά της Ουκρανίας, ενδέχεται, πια, να μειωθεί κατά 50% σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα.

Τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία αποτελούσαν δύο από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες παραγωγούς εμπορευμάτων όπως σιτάρι και κριθάρι πριν το ξέσπασμα του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022.

Η βίαια σύγκρουση αυτή, όμως, οδήγησε τα αμερικανικά futures σίτου και καλαμποκιού σε υψηλό δεκαετίας και δημιούργησε μεταβλητότητα στις αγορές. Οι τιμές σταθεροποιήθηκαν το 2023, καταγράφοντας μείωσης της τάξης του 13% σε ετήσιο επίπεδο.

Σύμφωνα με τον συνιδρυτή και επικεφαλής της εταιρείας αναλύσεων Episode 3, Άντριου Γουάιτλο, «οι εμπορικές ροές πάντα αλλάζουν και μεταβάλλονται.

Πριν από 20 χρόνια η Ρωσία δεν ήταν σημαντική εξαγωγέας σιτηρών. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία έχουν μεταβληθεί σε σημαντικούς παίκτες της παγκόσμιας αγοράς γεωργικών προϊόντων».

Πείνα: Σοδειά και εξαγωγές

Αν και οι περσινές ουκρανικές εξαγωγές ανέκαμψαν μετά από την επίτευξη της Συμφωνίας της Μαύρης Θάλασσας, οι φετινές αντίστοιχες ποσότητες εξαγώγιμων σιτηρών ενδέχεται να μειωθούν σημαντικά.

Σύμφωνα με το CNBC, το Σύμφωνο μεταξύ των δύο εμπόλεμων χωρών για το οποίο διαμεσολάβησε τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Τουρκία για την αποφυγή πρόκλησης διεθνούς επισιτιστικής κρίσης, επεκτάθηκε για περίοδο 60 ημερών τον περασμένο Μάρτιο και ενδέχεται να λήξει αμετάκλητα στα μέσα Μαΐου, με το Κρεμλίνο να τονίζει πως ενδέχεται να μην υποστηρίξει περαιτέρω επέκτασή του.

Μόλις σήμερα ο αντιπρόεδρος του πανίσχυρου Συμβουλίου Ασφαλείας και εκ των στενότερων συνεργατών του Βλαντιμίρ Πούτιν, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, απείλησε και πάλι με κατάρρευση της συμφωνίας για τις εξαγωγές των ουκρανικών σιτηρών, αυτή τη φορά σε απάντηση της πρότασης που φημολογείται ότι θα συζητήσει το G7, κατά την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του, περί σχεδόν καθολικής απαγόρευσης των δυτικών εξαγωγών προς τη Ρωσία.

Ο Γουάιτλο χαρακτήρισε την περσινή ουκρανική σοδειά ως «ικανοποιητική», ενώ η αντίστοιχη στη Ρωσία ήταν «φανταστική». Παρ’ όλα αυτά, τόνισε πως η φετινή σοδειά στην εμπόλεμη ζώνη ενδέχεται να μειωθεί κατά 20% δεδομένης της μειωμένης σποράς.

«Η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, χρηματοδότησης, λιπασμάτων και η μειωμένη τιμή των σιτηρών έχουν περιορίσει τα κίνητρα για τους Ουκρανούς αγρότες.

Παρατηρούμε περιορισμένο αριθμό εκταρίων τα οποία συμπεριλαμβάνουν σιτηρά, κάτι το οποίο πρόκειται σύντομα να επηρεάσει τις βασικές αρχές της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά», επεσήμανε.

Τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ υποδεικνύουν πως το 20%-30% των σπαρτών δεν πρόκειται να θεριστούν φέτος λόγω έλλειψης καυσίμων.

Ο αναλυτής της Citi Research, Άκας Ντόσι, από την πλευρά του, τόνισε πως η φετινή σοδειά ουκρανικών σιτηρών ενδέχεται να μειωθεί στο 50% των προπολεμικών επιπέδων στους 21-22 εκατομμύρια τόνους.

Παρόμοια μειωμένες θα αποδειχθούν και οι εξαγωγές καλαμποκιού και σίτου στους 27-30 εκατομμύρια τόνους, καταγράφοντας πτώση της τάξης των 15-18 εκατομμυρίων τόνων από την περίοδο 2021-2022.

Αυτή τη στιγμή, υπάρχει υπερπλεόνασμα ουκρανικών σιτηρών στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, κάτι το οποίο έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις χωρών όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η Σλοβακία.

Οι μειωμένες τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν οδηγήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις και πορείες Πολωνών αγροτών αλλά και στην παραίτηση του Υπουργού Γεωργίας της χώρας, Χένρικ Κόβαλτσικ.

Ο διάδοχός του, Ρόμπερτ Τέλους, ανακοίνωσε πρόσφατα την εφαρμογή εμπάργκο στην εισαγωγή ουκρανικών σιτηρών προς τη χώρα. Σε παρόμοιες κινήσεις έχουν προχωρήσει τόσο η Ουγγαρία όσο και η Σλοβακία.

Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο ο Ντόσι υποστηρίζει πως οι ελλείψεις ουκρανικών σιτηρών θα μπορούν να αντισταθμιστούν από τρίτες χώρες.

Τα κράτη της Βόρειας και Νότιας Αμερικής θα μπορέσουν να εξάγουν μεγαλύτερο όγκο σιτηρών προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Βόρειας Αφρικής, ενώ η Αυστραλία θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές της προς τις χώρες της ανατολικής Ασίας.

Όσο για τον Γουάιτλο, υπογράμμισε πως η αγορά ενδέχεται να απομακρυνθεί και από τη Ρωσία: «Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μία εξαιρετική ευκαιρία να εξάγουν τα σιτηρά τους και να υπερκαλύψουν την απώλεια της προσφοράς της Ουκρανίας και της Ρωσίας».

Πείνα: Τιμές και κλιματική αλλαγή

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει αυξητικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων. Ο πληθωρισμός στο 80% των αναπτυσσόμενων οικονομιών, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, κυμαίνεται άνω του 5%.

Σύμφωνα, όμως, με έρευνα της ομάδας αναλυτών του Πίτερ Αλεξάντερ του Edinburgh University, ο σημαντικότερος παράγοντας της αύξησης των τιμών αυτών δεν είναι οι ελλείψεις των ουκρανικών εξαγωγών, αλλά το αυξημένο κόστος της ενέργειας και των λιπασμάτων.

Η έρευνα υποδεικνύει πως εάν οι υψηλές τιμές των λιπασμάτων συνεχιστούν και φέτος, περίπου ένα εκατομμύριο επιπλέον άτομα ενδέχεται να χάσουν τη ζωή τους σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής λόγω της επισιτιστικής κρίσης η οποία θα δημιουργηθεί.

Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η εικόνα είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Η κλιματική αλλαγή και οι ακραίες καιρικές συνθήκες ήδη πλήττουν την παγκόσμια τροφική αλυσίδα.

Ο Αλεξάντερ τονίζει πως «οι τελικές επιπτώσεις του προβλήματος αυτού δεν είναι ακόμα ξεκάθαρες.

Η ξηρασία, η ζέστη, οι πλημμύρες και όλα τα παρεμφερή καιρικά φαινόμενα τα οποία επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητα παραγωγής γεωργικών προϊόντων, όμως, θα έχουν σημαντικές και μόνιμες συνέπειες».

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μία «τέλεια καταιγίδα» κρίσεων σε πολλά σημεία του πλανήτη η οποία θα προκαλέσει γενικευμένη έλλειψη βασικών αγαθών και θα οδηγήσει σε σωρεία επισιτιστικών, οικονομικών, κοινωνικών και υγειονομικών κρίσεων.

Ο τρόπος αποφυγής ή αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών παραμένει άγνωστος.

Παρ’ όλα αυτά, ο Αλεξάντερ τονίζει πως η άνοδος των τιμών των τροφίμων μπορεί να μην αποτελεί τόσο αρνητικό φαινόμενο: «Αντί να χρειάζεται να στηρίζουμε τις τεχνητά χαμηλές τιμές των τροφίμων οι οποίες δεν εκπροσωπούν το πραγματικό κόστος παραγωγής τους, θα μπορούσαμε να προωθήσουμε τα υγιέστερα και κλιματικά βιώσιμα προϊόντα.

Χρειαζόμαστε ένα πιο δίκαιο τρόπο διαμοίρασης των τροφίμων, κάτι το οποίο ενδέχεται να αλλάξει ριζικά τις διατροφικές συνήθειες των Δυτικών οι οποίοι καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες κρέατος σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες».

Ένας άλλος τρόπος αντιστάθμισης του προβλήματος θα ήταν και η επαναπροσέγγιση του ζητήματος της χρήσης σιτηρών για βιοκαύσιμα. Σύμφωνα με το World Resources Institute, η μείωση της χρήσης σίτου για την παραγωγή αιθανόλης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη κατά 50% θα αντισταθμίσει τις απώλειες ουκρανικών σιτηρών.

«Έχουμε ακόμα υπερβολικά υψηλές ποσότητες σιτηρών οι οποίες χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καυσίμων και όχι για βρώση ανά τον πλανήτη», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά ο Γουάιτλο.