Τρόφιμα: Ο παγκόσμιος χάρτης της παραγωγής. Από πού έρχονται τα τρόφιμα στο ψυγείο μας; Όσα πρέπει να ξέρετε για αυτά που βάζουμε στο πιάτο μας. Οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.
Ο αγροτικός τομέας, ένας από του πιο θεμελιώδεις οικονομικούς κλάδους – για την ανάπτυξη και διεθνές εμπόριο – απειλείται συνεχώς, είτε πρόκειται για τα χτυπήματα της κλιματικής αλλαγής, είτε για τους τριγμούς που προκάλεσε η πανδημική κρίση και βέβαια τους τελευταίους μήνες βρίσκεται αντιμέτωπος με τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Εξετάζοντας κανείς τον δαίδαλο της προέλευσης, της παραγωγής και του δικτύου εξαγωγής τροφίμων, μπορεί να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα για το αποτύπωμα που αφήνει η κάθε κρίση στον αγροτικό τομέα.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα από το University of the Potomac της πόλης της Ουάσιγκτον, τα αγροτικά προϊόντα που παράγονται περισσότερο παγκοσμίως είναι το αγελαδινό γάλα (κορυφαίο προϊόν σε 37 χώρες), το ζαχαροκάλαμο, το καλαμπόκι, το σιτάρι (κορυφαίο προϊόν σε 14 χώρες) και το ρύζι.
Οι κορυφαίοι παραγωγοί τροφίμων στον κόσμο είναι η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βραζιλία και η Ινδία, οι οποίες συγκαταλέγονται παράλληλα και στις 10 κορυφαίες χώρες όσον αφορά τις εξαγωγές.
Όπως διαφαίνεται και από τον παρακάτω χάρτη, διαφορετικές περιοχές του κόσμου παράγουν βέβαια και διαφορετικά τρόφιμα. Λόγω της παγκοσμιοποίησης και του δικτύου εξαγωγών, περίπου τα δύο τρίτα των προϊόντων που θεωρούνται θεμελιώδη στις εθνικές κουζίνες διεθνώς έχουν αρχική προέλευση από κάποια απομακρυσμένη περιοχή.
Ενδεικτικά, οι ντομάτες έχουν αρχική προέλευση από τις Άνδεις, ωστόσο οι μεγαλύτεροι παραγωγοί ντομάτας σήμερα είναι η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία και ο μεγαλύτερος εξαγωγός είναι η Ολλανδία, ενώ αποτελεί βασικό συστατικό της εθνικής κουζίνας σε χώρες κατά μήκος του πλανήτη.
Τρόφιμα: Εξαγωγές
Ο αγροτικός κλάδος αποτελεί το 4,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με την αξία του να ανέρχεται στα 3,6 τρισ. δολάρια το 2020, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2,54 τρισ. δολάρια μέσα σε μία εικοσαετία.
Οι τρεις περιοχές που ανέπτυξαν περισσότερο την παραγωγή τους σε αυτό το διάστημα είναι η Νότιος Αμερική, η Αφρική και η Ασία. Ενδεικτικά, η παραγωγική δυνατότητα της Ασίας σχεδόν διπλασιάστηκε από 3,3 δισ. τόνους σε 5,1 δισ. τόνους το 2020, ενώ της Νοτίου Αμερικής αναρριχήθηκε από 748 εκατ. τόνους σε 1,4 δισ. τόνους.
Κατά την έρευνα από το University of the Potomac, τα αγροτικά προϊόντα που εξάγονται περισσότερο στον κόσμο είναι το σιτάρι, το ρύζι, η σόγια, το καλαμπόκι, το κριθάρι, το κραμβέλαιο, το φοινικέλαιο, ο ηλιόσπορος και οι μπανάνες.
Επίσης, μεταξύ των 20 προϊόντων που εξάγονται περισσότερο συγκαταλέγεται και βαμβάκι, με την Ελλάδα να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, με 274.000 τόνους ετησίως.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ευρωπαϊκές χώρες συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων εξαγωγικών δυνάμεων στο χοιρινό κρέας (Ισπανία, Γερμανία), στους ηλιόσπορους (Ρουμανία, Ρωσία, Βουλγαρία), στο αγελαδινό γάλα (Γερμανία, Τσεχία Βρετανία) στις ντομάτες (Ολλανδία, Ισπανία), στα μήλα (Ιταλία), στο κριθάρι (Γαλλία, Ουκρανία, Ρωσία).
Τρόφιμα: Πώς θα αποτραπεί μια επισιτιστική κρίση;
Mπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται η Ρωσία για την παγκόσμια επισιτιστική κρίση, ρίχνοντας το φταίξιμο στη Δύση και την πολιτική επιβολής κυρώσεων σε βάρος στη Μόσχα, όμως η εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία έχει καταστροφικές συνέπειες πέραν του πεδίου της μάχης: Ο πόλεμος καταστρέφει το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων, το οποίο ήταν ήδη αποδυναμωμένο εξαιτίας της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής και του ενεργειακού σοκ.
Οι έως τώρα ενδείξεις είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικές: Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 28% της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού, 19% της παραγωγής κριθαριού, 15% καλαμποκιού και 75% ηλιελαίου.
Σχεδόν το ήμισυ των δημητριακών που εισάγει ο Λίβανος και η Τυνησία προέρχονται από Ρωσία και Ουκρανία. Για τη Λιβύη και την Αίγυπτο, το ποσοστό ανέρχεται στα δύο-τρίτα.
Οι εξαγωγές τροφίμων της Ουκρανίας παρέχουν τις θερμίδες για τη σίτιση 400 εκατ. ανθρώπων.
Εξαιτίας του πολέμου, οι τιμές σιταριού έχουν αυξηθεί 53% από τις αρχές του έτους, ενώ στις 16 Μαΐου έκαναν άλμα 6% μέσα σε μία ημέρα, μετά την ανακοίνωση της Ινδίας ότι αναστέλλει τις εξαγωγές, λόγω του κύματος καύσωνα.
Ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, έκρουσε προ ημερών τον κώδωνα κινδύνου για «παγκόσμια έλλειψη σε τρόφιμα», η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει χρόνια.
Το υψηλό κόστος νωπών τροφίμων έχει ήδη ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τα βασικά είδη διατροφής κατά 440 εκατομμύρια παγκοσμίως, στο 1,6 δισεκατομμύρια.
Σχεδόν 250 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στα όρια της πείνας και εάν ο πόλεμος συνεχισθεί, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την προσφορά από Ρωσία και Ουκρανία -ένα σενάριο που φαίνεται πολύ πιθανό- τότε εκατομμύρια άνθρωποι θα βρεθούν στα όρια της φτώχειας, αναφέρει σε ανάλυσή του ο «Economist».
Μια τέτοια εξέλιξη προκαλεί ανησυχίες για ξέσπασμα πολιτικών αναταραχών, όπως είχε συμβεί με την Αραβική Άνοιξη, με το κύμα διαδηλώσεων και διαμαρτυριών που άρχισε τον Δεκέμβριο του 2010 και εξαπλώθηκε σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Στις αναδυόμενες οικονομίες, το 25% του εισοδήματος των νοικοκυριών πηγαίνει σε αγορές βασικών ειδών διατροφής, ενώ στις χώρες της υποσαχάριου Αφρικής, το ποσοστό ανέρχεται έως και το 40%.
Στην Αίγυπτο, το ψωμί αποτελεί βασικό είδος διατροφής, γι’ αυτό και η κυβέρνηση ανακοίνωσε προσφάτως περιορισμό στις εξαγωγές αλεύρων και σιτηρών ώστε να συγκρατήσει τις ανατιμήσεις και να αποφύγει το ενδεχόμενο αναταραχών.
Ανάλογα μέτρα παρατηρούνται και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, για παράδειγμα η Τυνησία είχε ανακοινώσει περιορισμό στις εξαγωγές τομάτας.
Ο πρόεδρος Πούτιν δεν πρέπει να χρησιμοποιεί τα τρόφιμα ως όπλο. Οι ελλείψεις δεν αποτελούν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Και οι παγκόσμιοι ηγέτες θα πρέπει να εκλάβουν την πείνα ως παγκόσμιο πρόβλημα, που χρειάζεται παγκόσμια λύση.
Ακόμη και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων προέβλεπε ότι το 2022 θα ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά.
Η Κίνα, η μεγαλύτερη παραγωγός σιταριού στον κόσμο, είχε προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο της χειρότερης ιστορικά σοδειάς.
Το κύμα καύσωνα σαρώνει την Ινδία, τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό παγκοσμίως. Και η ξηρασία απειλεί τις καλλιέργειες σε άλλες περιοχές, από Αμερική μέχρι Αφρική.
Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, τα ακραία δυσμενή καιρικά φαινόμενα έχουν αυξηθεί σε συχνότητα και διάρκεια.
Σύμφωνα με τον «Εconomist», τα μέτρα από τις κυβερνήσεις, εάν δεν είναι συντονισμένα σε διεθνές επίπεδο, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν αντί να βελτιώσουν την κατάσταση.
Από την έναρξη του πολέμου, 23 χώρες -από Καζακστάν μέχρι Κουβέιτ- έχουν ανακοινώσει σημαντικούς περιορισμούς στις εξαγωγές τροφίμων που καλύπτουν το 10% της παγκόσμιας προσφοράς.
Περισσότερο από το ένα τρίτο των εξαγωγών λιπασμάτων έχουν περιορισθεί.
Το «πάγωμα» του εμπορίου τροφίμων φέρνει πιο κοντά στην πραγματικότητα ένα εφιαλτικό σενάριο επισιτιστικής κρίσης.
Το blame-game μεταξύ Δύσης και Ρωσίας οδηγεί σε αδιέξοδη κατάσταση, αποτελώντας μια πολύ καλή δικαιολογία για ολιγωρία.
Η απάντηση σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα μπορεί να δοθεί μόνο μέσω συντονισμένων αποφάσεων από τις κυβερνήσεις, φροντίζοντας να κρατήσουν ανοικτές τις αγορές.
Προσφάτως, η Ινδονησία -παραγωγός του 60% της παγκόσμιας προσφοράς φοινικελαίου- ήρε τους περιορισμούς στις εξαγωγές.
Η άμεση ανακούφιση θα ερχόταν εάν άνοιγε ο δρόμος της Μαύρης Θάλασσας, απεγκλωβίζοντας σχεδόν 25 εκατ. τόνους καλαμποκιού και σιταριού. Σε αυτό χρειάζεται η συμβολή τριών χωρών:
Η Ρωσία πρέπει να επιτρέψει τη μεταφορά προϊόντων από Ουκρανία, η ίδια η Ουκρανία πρέπει να απελευθερώσει τον διάδρομο προς την Οδησσό, απομακρύνοντας τις νάρκες που έχουν τοποθετηθεί γύρω από τα λιμάνια και η Τουρκία πρέπει να επιτρέψει σε ναυτική συνοδεία να διασχίσει τα Στενά του Βοσπόρου.
Η αποκατάσταση της ισορροπίας σε έναν εύθραυστο κόσμο είναι υπόθεση όλων.