ΙΟΝ: Σε μια κίνηση που προκαλεί «σεισμό» στην ελληνική αγορά προχώρησε ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος.
Η Bespoke SGA Holdings ΑΕ, συμφερόντων του επιχειρηματία Σπύρου Θεοδωρόπουλου προχώρησε στην απόκτηση πλειοψηφικού ποσοστού της ΙΟΝ, όπως προβλεπόταν στην αρχική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Κατόπιν της νέας συναλλαγής, η Bespoke SGA Holdings ΑΕ κατέχει το 60% της ιστορικής σοκολατοβιομηχανίας ΙΟΝ και τη δυνατότητα άσκησης διοίκησης.
Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, αναφερόμενος στην απόκτηση του επιπλέον ποσοστού στην ΙΟΝ, δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Νιώθω ιδιαίτερη χαρά για την συμμέτοχη μας στην εμβληματική σοκολατοβιομηχανία ΙΟΝ αλλά και παράλληλα ευθύνη προς τους παλαιούς μετόχους και τους καταναλωτές για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της ΙΟΝ με γνώμονα την καινοτομία και τη διατήρηση της υψηλής ποιότητας των προϊόντων».
Σε κοινή δήλωσή τους, οι μέτοχοι της ΙΟΝ ανέφεραν:
«Σε συνέχεια της συμφωνίας μας και μετά από έναν χρόνο επιτυχούς συνεργασίας δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε με τις κοινές αξίες και το επιχειρηματικό ήθος που μας χαρακτηρίζει. Κοινός μας στόχος είναι η περαιτέρω ανάπτυξη και εξωστρέφεια προκειμένου, υλοποιώντας τις απαραίτητες επενδύσεις και αξιοποιώντας τη πολυετή εμπειρία των εργαζομένων και των συνεργατών μας, να καταστήσουμε την ΙΟΝ σημαντικό περιφερειακό παίκτη στον κλάδο».
ΙΟΝ: Το success story του Σπύρου Θεοδωρόπουλου
Γεννημένος το 1957, μεγαλώνει μεταξύ Εξαρχείων, Λυκαβηττού και λεωφόρου Αλεξάνδρας, λίγα μέτρα μακριά από την οποία ο πατέρας του διατηρούσε γαλακτοπωλείο (η επιχείρηση ονομαζόταν Recor Α.Ε.), το οποίο είχε κληρονομήσει από τον παππού του μικρού ακόμη Σπύρου.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών, το 1973, «χάνει» τον πατέρα του κάτι που προφανώς στιγματίζει την ψυχή του. Αντιλαμβάνεται παράλληλα ότι αυτός θα πρέπει τώρα να αναλάβει πρόωρα τα ηνία της οικογένειας.
Δύο χρόνια αργότερα, μετά από επίμονο διάβασμα καταφέρνει να περάσει στο τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων της ΑΣΣΟΕ (του σημερινού Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας) ωστόσο για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές αναγκάζεται να απασχοληθεί σε διάφορες δουλειές, έχοντας αφήσει κατά μέρος το γαλακτοπωλείο που ούτως ή άλλων συνδιαχειρίζονται οι θείοι του.
Το 1981 προσλαμβάνεται ως απλός υπάλληλος στην ιταλική εταιρεία ζαχαρωδών προϊόντων και παγωτών, ονόματι Aligel.
Εκεί θα μάθει τον τρόπο λειτουργίας του χώρου των τροφίμων και οι γνώσεις θα του φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στη μετέπειτα πορεία. Ανεβαίνει σταδιακά τα σκαλοπάτια.
Πέντε χρόνια αργότερα αναλαμβάνει διευθύνων σύμβουλος στην εταιρεία παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού Interia η οποία δεν κινείται μονάχα εντός της ελληνικής επικράτειας αλλά εξάγει και σημαντικές ποσότητες του εύγευστου προϊόντος της.
Ο ίδιος πιστεύει αυτό που έλεγε και ο Αριστοτέλης Ωνάσης: «Κανείς δεν έβγαλε (σ.σ. αρκετά) χρήματα δουλεύοντας για κάποιον άλλον».
Έτσι κάνει την πρώτη του σημαντική στροφή.
Βρισκόμαστε στο 1986 και ο 29χρονος Σπύρος αν και έχει κατέχει ήδη μια σημαντικότατη θέση στην εταιρεία πραλίνας, αποφασίζει να αφήσει κατά μέρος την εμπορία τροφίμων και να ασχοληθεί με τις εισαγωγές σπίρτων από τη γειτονική Ιταλία.
Έχει καταργηθεί το κρατικό μονοπώλιο του συγκεκριμένου προϊόντος και θεωρούσε ότι μέσω αυτού θα μπορούσε να βάλει ο ίδιος «φωτιά» στην αγορά.
Έτσι, άρχισε να εισάγει ιταλικά σπίρτα που άναβαν εύκολα.
Δημιουργούσαν φλόγα όπου κι αν δοκίμαζες να τα ανάψεις, όπου κι αν τα έσερνες.
Μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν με ευκολία άπαντες.
Τα κέρδη άρχισαν να αυξάνονται, ωστόσο αυτή η ευκολία στη χρήση τους τα μετέτρεπε σε παιχνίδι ακόμη και για τα μικρά παιδιά.
Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την εισαγωγή τους, απαγορεύονται για λόγους ασφαλείας.
Ο Θεοδωρόπουλος πρέπει τώρα να στραφεί αλλού, έχοντας αποταμιεύει πλέον ένα αξιοσέβαστο κεφάλαιο.
Με αυτά τα χρήματα και με τη σύναψη ενός επιχειρηματικού δανείου, αγοράζει το 1987 το 50% μιας μικρής βιοτεχνίας στο Μοσχάτο που έβγαζε γαριδάκια.
Το όνομα αυτής, Chipita.
Η κίνησή του θα αποδειχθεί ματ.
Η εταιρεία στεγάζεται στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας και απασχολεί 45 εργαζόμενους.
Την έχουν δημιουργήσει από το 1973 οι αδελφοί Γαβαλάκη, τρεις εργολάβοι οικοδομών που έστησαν την εταιρεία σνακ σε έναν νοικιασμένο χώρο.
Ο τζίρος της εκείνη την εποχή έφθανε περίπου τις 400.000 δραχμές.
Διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, αλλά στόχος του κ. Θεοδωρόπουλου είναι να κάνει πολύ μεγαλύτερη την εταιρεία επιδιώκοντας βέβαια και τη μεγιστοποίηση των κερδών.
Δύο χρόνια αργότερα εξαγοράζει και το υπόλοιπο 50% της επιχείρησης.
Τότε είναι που θα σκεφθεί ότι η πώληση των κρουασάν μέσα σε συσκευασία μπορεί να δελεάσει τον καταναλωτή καθώς μπορεί να πουληθεί οπουδήποτε, από σούπερ μάρκετ μέχρι και σε περίπτερο και όχι απλώς σε έναν φούρνο ή ένα ζαχαροπλαστείο, ενώ ταυτόχρονα συντηρείται για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όντας κλεισμένο αεροστεγώς.
Κάποιοι λένε ότι είχε πρωτοσυλλάβει την ιδέα από τη δεκαετία του 1970 όταν ως φοιτητής δοκίμασε ένα κρουασάν σε κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστικής επί της οδού Πατησίως και ξετρελάθηκε.
Για να προωθήσει το σχέδιό του που σήμερα μπορεί να φαίνεται απλό και αυτονόητο αλλά για εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό, αναζητεί επενδυτές που θα συμπράξουν μαζί του.
Αρχίζει και χτυπάει πόρτες. Παραδόξως ο ένας μετά τον άλλον αρνούνται θεωρώντας ότι θα χάσουν τα λεφτά τους.
«Όταν ξεκινούσα το project για τα κρουασάν, είχα κάνει τα πλάνα, τα σχέδια κ.λπ. αλλά δεν είχα τα λεφτά, έκανα 14 παρουσιάσεις για να βρω το επενδυτικό σχήμα που θα με ακολουθούσε. Οι 13 δεν βρήκαν value στο project μου παρά το γεγονός ότι ήταν έμπειροι του χώρου των τροφίμων», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Ένας μάλιστα από τους επενδυτές φέρεται να του είπε: «Μα τι είναι αυτό το πράγμα; Κρουασάν μακράς διάρκειας; Πως σου ήρθε αυτή η βλακεία;».
Τελικά ο 14ος που δέχθηκε ήταν το Eurohellenic fund (Olayan, De Benedetti, Alpha Finance και ΤΙΤΑΝ) και αρχίζει η παραγωγή κρουασάν.
Το σχέδιο αποδίδει. Τα κρουασάν κατακλύζουν τη χώρα και η εταιρεία αρχίζει να εξάγει ατομικά κρουασάν, mini κρουασάν και bake rolls στην ευρωπαϊκή αγορά. Για να ενισχύσει το δίκτυο διανομής αναπτύσσει συνεργασία με την Pepsico η οποία ήταν ήδη δικτυωμένη σε περισσότερες από 25 χώρες στην Ευρώπη και την Αφρική.
Οι δουλειές πάνε από το καλό στο καλύτερο με τις πωλήσεις και τα κέρδη να αυξάνονται. To 1994 η Chipita εισάγεται στο Ελληνικό Χρηματιστήριο και τα επόμενα έτη η εταιρεία αναπτύσσει πολλά νέα προϊόντα και διεθνοποιείται με εξαγωγές σε πολλές χώρες.
Κυρίως όμως με εργοστάσια σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Νιγηρία, καθώς και με συνεργασίες σε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Μεξικό.
Η κεφαλαιουχική ενίσχυσή μάλιστα επιτρέπει την απόκτηση και ενός νέου ιδιόκτητου εργοστασίου στην ΒΙΠΕ (Βιομηχανική Περιοχή) της Λαμίας, αναπτύσσοντας εκεί τα νέα προϊόντα.
Παράλληλα έχει ήδη εξαγοράσει την ανταγωνιστική της Κωνσταντίνος Αραμπατζής ΑΕΒΕ Αρτοζαχαροπλαστικής, την οποία μετονομάζει σε Σμάκυ Α.Ε.
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός θα καταγραφεί το 2006 όταν η Chipita International Α.Β.Ε.Ε. συγχωνεύεται με τη γαλακτοβιομηχανία «Δέλτα Πρότυπος Βιομηχανία Γάλακτος Α.Ε.», την «Goody’s» και την «Γενική Τροφίμων Α.Ε.» («Μπάρμπα Στάθης»), δημιουργώντας την εταιρεία παραγωγής Vivartia, που εξαρχής γίνεται ο μεγαλύτερος όμιλος τροφίμων στην Ελλάδα.
Το Vivartia αποτελεί μια σύνθεση των λέξεων «victory» (νίκη), «viva» (ζωή), «art» (τέχνη), «artia» (ισορροπία) και «ia» (άνθος).
Πρώτη Σεπτεμβρίου του 2006 ο κ. Θεοδωρόπουλος αναλαμβάνει τη θέση «κλειδί» του διευθύνοντος σύμβουλος του ομίλου, ο οποίος το 2007 εξαγοράζεται από την Marfin Investment Group Α.Ε. (MIG) του αείμνηστου Ανδρέα Βγενόπουλου (αρχικά αποκτά το 34% της Vivartia και τον Δεκέμβριο του 2011 το 86%, φθάνοντας σήμερα να κατέχει πάνω από το 91%).
Ο Mr. Chipita όπως τον αποκαλούν σε όλο τον κόσμο, συνεχίζει ακάθεκτος τις επενδύσεις.
Έτσι, το 2011 μαζί με τους Σταύρο Νένδο (Select Αρτοσκευάσματα), Αχιλλέα Φώλια και Μιχάλη Αραμπατζή (Ελληνική Ζύμη) και Θέμη μακρή ίδρυσαν στη Δράμα την επιχείρηση «Wonderplant» και ανέπτυξαν μια μονάδα υδροπονικής καλλιέργειας ντομάτας. μια επένδυση συνολικού ύψους 200 εκατ. ευρώ.
Στην συνέχεια το φθινόπωρο του 2014, μεσούσης της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων δηλαδή, εξαγοράζει τη γνωστή εταιρεία αλλαντικών «Νίκας» (που έχει ήδη μια ιστορία περίπου μισού αιώνα) σε μια διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το 2017.
Αρχές Φεβρουαρίου του 2018 αποκτά επίσης του 33% της εταιρείας «Μέγας Γύρος» από τον βασικό μέτοχο της, Γιώργο Νίκα, τον μέτοχο μειοψηφίας (23%) και διευθύνων σύμβουλο Νίκο Λούστα και από διάφορους μικρομετόχους, έναντι 7,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Παρεμπιπτόντως σήμερα, η «Μέγας Γύρος», που ιδρύθηκε το 2007, είναι η μεγαλύτερη εταιρεία σε παράγωγη γύρου στην Ευρώπη, παράγοντας ημερησίως πάνω από 30 τόνους γύρο, 200.000 σουβλάκια και 5 τόνους κρεατοσκευασμάτων.