Τα ελληνικά κρουασάν κόστιζαν «χρυσάφι»: Πουλήθηκαν για 2 δισ. ευρώ!

Chipita: Η πώληση χαρακτηρίστηκε ως «το κόλπο του αιώνα». Η Chipita πουλήθηκε αντί του αστρονομικού ποσού των 2 δισ. ευρώ και ο ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος από απλός υπάλληλος να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους πετυχημένους Έλληνες επιχειρηματίες του καιρού μας.

Ωστόσο, στη συμφωνία δεν περιλαμβάνεται η αλλαντοβιομηχανία Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ και τα δικαιώματα μειοψηφίας στην κοινοπραξία της Chipita στην Ινδία.

Η ελληνική εταιρία, η οποία ιδρύθηκε πριν από 40 χρόνια, κατέχει ηγετικό ρόλο και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην κατηγορία προϊόντων ζύμης και πρωινού σνακ στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι πωλήσεις της το 2020 ξεπέρασαν τα 580 εκατ. δολάρια.

Διαθέτει, δε, ένα διευρυμένο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο με κρουασάν και προϊόντα ζύμης, συμπεριλαμβανομένων των 7Days, Chipicao και Fineti.

Μάλιστα, ήταν στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης και της ανάπτυξης σε αυτόν τον τομέα σε πολλές χώρες, λόγω της ισχυρής καινοτομίας της και των δυνατοτήτων παραγωγής που διαθέτει.

Η επιχειρηματική πορεία του κ. Θεοδωρόπουλου αποτελεί την επιτομή αυτού που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «success story», μιας απόλυτα επιτυχημένης δηλαδή επαγγελματικής πορείας ενός ανθρώπου ο οποίος ξεκίνησε από το μηδέν και έγινε πάμπλουτος, χάρις στην ιδέα του να συσκευάσει τα κρουασάν.

Chipita: Το success story του Σπύρου Θεοδωρόπουλου

Γεννημένος το 1957, μεγαλώνει μεταξύ Εξαρχείων, Λυκαβηττού και λεωφόρου Αλεξάνδρας, λίγα μέτρα μακριά από την οποία ο πατέρας του διατηρούσε γαλακτοπωλείο (η επιχείρηση ονομαζόταν Recor Α.Ε.), το οποίο είχε κληρονομήσει από τον παππού του μικρού ακόμη Σπύρου.

Σε ηλικία μόλις 16 ετών, το 1973, «χάνει» τον πατέρα του κάτι που προφανώς στιγματίζει την ψυχή του. Αντιλαμβάνεται παράλληλα ότι αυτός θα πρέπει τώρα να αναλάβει πρόωρα τα ηνία της οικογένειας.

Δύο χρόνια αργότερα, μετά από επίμονο διάβασμα καταφέρνει να περάσει στο τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων της ΑΣΣΟΕ (του σημερινού Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας) ωστόσο για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές αναγκάζεται να απασχοληθεί σε διάφορες δουλειές, έχοντας αφήσει κατά μέρος το γαλακτοπωλείο που ούτως ή άλλων συνδιαχειρίζονται οι θείοι του.

Το 1981 προσλαμβάνεται ως απλός υπάλληλος στην ιταλική εταιρεία ζαχαρωδών προϊόντων και παγωτών, ονόματι Aligel.

Εκεί θα μάθει τον τρόπο λειτουργίας του χώρου των τροφίμων και οι γνώσεις θα του φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στη μετέπειτα πορεία. Ανεβαίνει σταδιακά τα σκαλοπάτια.

Πέντε χρόνια αργότερα αναλαμβάνει διευθύνων σύμβουλος στην εταιρεία παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού Interia η οποία δεν κινείται μονάχα εντός της ελληνικής επικράτειας αλλά εξάγει και σημαντικές ποσότητες του εύγευστου προϊόντος της.

Ο ίδιος πιστεύει αυτό που έλεγε και ο Αριστοτέλης Ωνάσης: «Κανείς δεν έβγαλε (σ.σ. αρκετά) χρήματα δουλεύοντας για κάποιον άλλον».

Έτσι κάνει την πρώτη του σημαντική στροφή.

Βρισκόμαστε στο 1986 και ο 29χρονος Σπύρος αν και έχει κατέχει ήδη μια σημαντικότατη θέση στην εταιρεία πραλίνας, αποφασίζει να αφήσει κατά μέρος την εμπορία τροφίμων και να ασχοληθεί με τις εισαγωγές σπίρτων από τη γειτονική Ιταλία.

Έχει καταργηθεί το κρατικό μονοπώλιο του συγκεκριμένου προϊόντος και θεωρούσε ότι μέσω αυτού θα μπορούσε να βάλει ο ίδιος «φωτιά» στην αγορά.

Έτσι, άρχισε να εισάγει ιταλικά σπίρτα που άναβαν εύκολα.

Δημιουργούσαν φλόγα όπου κι αν δοκίμαζες να τα ανάψεις, όπου κι αν τα έσερνες.

Μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν με ευκολία άπαντες.

Τα κέρδη άρχισαν να αυξάνονται, ωστόσο αυτή η ευκολία στη χρήση τους τα μετέτρεπε σε παιχνίδι ακόμη και για τα μικρά παιδιά.

Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την εισαγωγή τους, απαγορεύονται για λόγους ασφαλείας.

Ο Θεοδωρόπουλος πρέπει τώρα να στραφεί αλλού, έχοντας αποταμιεύει πλέον ένα αξιοσέβαστο κεφάλαιο.

Με αυτά τα χρήματα και με τη σύναψη ενός επιχειρηματικού δανείου, αγοράζει το 1987 το 50% μιας μικρής βιοτεχνίας στο Μοσχάτο που έβγαζε γαριδάκια.

Το όνομα αυτής, Chipita.

Η κίνησή του θα αποδειχθεί ματ.

Η εταιρεία στεγάζεται στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας και απασχολεί 45 εργαζόμενους.

Την έχουν δημιουργήσει από το 1973 οι αδελφοί Γαβαλάκη, τρεις εργολάβοι οικοδομών που έστησαν την εταιρεία σνακ σε έναν νοικιασμένο χώρο.

Ο τζίρος της εκείνη την εποχή έφθανε περίπου τις 400.000 δραχμές.

Διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, αλλά στόχος του κ. Θεοδωρόπουλου είναι να κάνει πολύ μεγαλύτερη την εταιρεία επιδιώκοντας βέβαια και τη μεγιστοποίηση των κερδών.

Δύο χρόνια αργότερα εξαγοράζει και το υπόλοιπο 50% της επιχείρησης.

Τότε είναι που θα σκεφθεί ότι η πώληση των κρουασάν μέσα σε συσκευασία μπορεί να δελεάσει τον καταναλωτή καθώς μπορεί να πουληθεί οπουδήποτε, από σούπερ μάρκετ μέχρι και σε περίπτερο και όχι απλώς σε έναν φούρνο ή ένα ζαχαροπλαστείο, ενώ ταυτόχρονα συντηρείται για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όντας κλεισμένο αεροστεγώς.

Κάποιοι λένε ότι είχε πρωτοσυλλάβει την ιδέα από τη δεκαετία του 1970 όταν ως φοιτητής δοκίμασε ένα κρουασάν σε κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστικής επί της οδού Πατησίως και ξετρελάθηκε.

Για να προωθήσει το σχέδιό του που σήμερα μπορεί να φαίνεται απλό και αυτονόητο αλλά για εκείνη την εποχή ήταν τολμηρό, αναζητεί επενδυτές που θα συμπράξουν μαζί του.

Αρχίζει και χτυπάει πόρτες. Παραδόξως ο ένας μετά τον άλλον αρνούνται θεωρώντας ότι θα χάσουν τα λεφτά τους.

Chipita: Τα «χρυσά κρουασάν» που απέρριπταν όλοι!

«Όταν ξεκινούσα το project για τα κρουασάν, είχα κάνει τα πλάνα, τα σχέδια κ.λπ. αλλά δεν είχα τα λεφτά, έκανα 14 παρουσιάσεις για να βρω το επενδυτικό σχήμα που θα με ακολουθούσε. Οι 13 δεν βρήκαν value στο project μου παρά το γεγονός ότι ήταν έμπειροι του χώρου των τροφίμων», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του.

Ένας μάλιστα από τους επενδυτές φέρεται να του είπε: «Μα τι είναι αυτό το πράγμα; Κρουασάν μακράς διάρκειας; Πως σου ήρθε αυτή η βλακεία;».

Τελικά ο 14ος που δέχθηκε ήταν το Eurohellenic fund (Olayan, De Benedetti, Alpha Finance και ΤΙΤΑΝ) και αρχίζει η παραγωγή κρουασάν.

Το σχέδιο αποδίδει. Τα κρουασάν κατακλύζουν τη χώρα και η εταιρεία αρχίζει να εξάγει ατομικά κρουασάν, mini κρουασάν και bake rolls στην ευρωπαϊκή αγορά. Για να ενισχύσει το δίκτυο διανομής αναπτύσσει συνεργασία με την Pepsico η οποία ήταν ήδη δικτυωμένη σε περισσότερες από 25 χώρες στην Ευρώπη και την Αφρική.

Οι δουλειές πάνε από το καλό στο καλύτερο με τις πωλήσεις και τα κέρδη να αυξάνονται. To 1994 η Chipita εισάγεται στο Ελληνικό Χρηματιστήριο και τα επόμενα έτη η εταιρεία αναπτύσσει πολλά νέα προϊόντα και διεθνοποιείται με εξαγωγές σε πολλές χώρες.

Κυρίως όμως με εργοστάσια σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Νιγηρία, καθώς και με συνεργασίες σε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Μεξικό.

Η κεφαλαιουχική ενίσχυσή μάλιστα επιτρέπει την απόκτηση και ενός νέου ιδιόκτητου εργοστασίου στην ΒΙΠΕ (Βιομηχανική Περιοχή) της Λαμίας, αναπτύσσοντας εκεί τα νέα προϊόντα.

Παράλληλα έχει ήδη εξαγοράσει την ανταγωνιστική της Κωνσταντίνος Αραμπατζής ΑΕΒΕ Αρτοζαχαροπλαστικής, την οποία μετονομάζει σε Σμάκυ Α.Ε.

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός θα καταγραφεί το 2006 όταν η Chipita International Α.Β.Ε.Ε. συγχωνεύεται με τη γαλακτοβιομηχανία «Δέλτα Πρότυπος Βιομηχανία Γάλακτος Α.Ε.», την «Goody’s» και την «Γενική Τροφίμων Α.Ε.» («Μπάρμπα Στάθης»), δημιουργώντας την εταιρεία παραγωγής Vivartia, που εξαρχής γίνεται ο μεγαλύτερος όμιλος τροφίμων στην Ελλάδα.

Το Vivartia αποτελεί μια σύνθεση των λέξεων «victory» (νίκη), «viva» (ζωή), «art» (τέχνη), «artia» (ισορροπία) και «ia» (άνθος).

Πρώτη Σεπτεμβρίου του 2006 ο κ. Θεοδωρόπουλος αναλαμβάνει τη θέση «κλειδί» του διευθύνοντος σύμβουλος του ομίλου, ο οποίος το 2007 εξαγοράζεται από την Marfin Investment Group Α.Ε. (MIG) του αείμνηστου Ανδρέα Βγενόπουλου (αρχικά αποκτά το 34% της Vivartia και τον Δεκέμβριο του 2011 το 86%, φθάνοντας σήμερα να κατέχει πάνω από το 91%).

Ο Mr. Chipita όπως τον αποκαλούν σε όλο τον κόσμο, συνεχίζει ακάθεκτος τις επενδύσεις.

Έτσι, το 2011 μαζί με τους Σταύρο Νένδο (Select Αρτοσκευάσματα), Αχιλλέα Φώλια και Μιχάλη Αραμπατζή (Ελληνική Ζύμη) και Θέμη μακρή ίδρυσαν στη Δράμα την επιχείρηση «Wonderplant» και ανέπτυξαν μια μονάδα υδροπονικής καλλιέργειας ντομάτας. μια επένδυση συνολικού ύψους 200 εκατ. ευρώ.

Στην συνέχεια το φθινόπωρο του 2014, μεσούσης της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων δηλαδή, εξαγοράζει τη γνωστή εταιρεία αλλαντικών «Νίκας» (που έχει ήδη μια ιστορία περίπου μισού αιώνα) σε μια διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το 2017.

Αρχές Φεβρουαρίου του 2018 αποκτά επίσης του 33% της εταιρείας «Μέγας Γύρος» από τον βασικό μέτοχο της, Γιώργο Νίκα, τον μέτοχο μειοψηφίας (23%) και διευθύνων σύμβουλο Νίκο Λούστα και από διάφορους μικρομετόχους, έναντι 7,5 εκατομμυρίων ευρώ.

Παρεμπιπτόντως σήμερα, η «Μέγας Γύρος», που ιδρύθηκε το 2007, είναι η μεγαλύτερη εταιρεία σε παράγωγη γύρου στην Ευρώπη, παράγοντας ημερησίως πάνω από 30 τόνους γύρο, 200.000 σουβλάκια και 5 τόνους κρεατοσκευασμάτων.

Chipita: Ποια είναι  εταιρεία που έδωσε 2 δισ. για τα κρουασάν

Η Mondelez με αυτή την επωνυμία και μορφή ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα, το έτος 2012, καιπροήλθε από τη διάσπαση της Kraft Foods, όταν η τελευταία διαχώρισε τη δραστηριότητα των σνακ από αυτή των υπόλοιπων κατηγοριών τροφίμων.

Η Kraft Foods ιδρύθηκε το 1923 στο Σικάγο, εκεί όπου εδρεύει σήμερα και η Mondelez. Η εταιρεία είναι αυτή τη στιγμή ηγέτης στην παγκόσμια αγορά μπισκότων, ενώ κατέχει τη δεύτερη θέση στις κατηγορίες της σοκολάτας, της τσίχλας και της καραμέλας.

Τα έσοδά της το 2020 ανήλθαν σε 26,6 δισεκατομμύρια δολάρια και τα καθαρά κέρδη σε 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 48% των εσόδων της το 2020 προήλθε από την κατηγορία των μπισκότων, το 31% από την κατηγορία της σοκολάτας, το 10% από τις τσίχλες και τις καραμέλες, το 7% από τυριά και άλλα και το 4% από ροφήματα. H εταιρεία, που είναι εισηγμένη στον Nasdaq, απασχολεί περίπου 79.000 εργαζομένους, ενώ διαθέτει 133 εργοστάσια σε 45 χώρες. Τα δε προϊόντα της, διατίθενται σε 150 χώρες.

Από τα πλέον γνωστά σήματά της είναι τα μπισκότα Oreo, οι σοκολάτες Toblerone, Milka, Lacta, το τυρί Philadelphia, οι τσίχλες Trident και οι καραμέλες Halls. Στην Ελλάδα ο όμιλος δραστηριοποιείται μέσω της Mondelez Hellas και έχει παρουσία από το 1988 ως Kraft Foods και ως Jacobs Suchard παλαιότερα, διαθέτοντας μεταξύ άλλων το ιστορικό εργοστάσιο σοκολάτας Παυλίδη στην οδό Πειραιώς.

Η εξαγορά της Chipita αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την παρουσία της Mondelez στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης όπου η δραστηριότητα της Chipita είναι ιδιαίτερα καλά τοποθετημένη. Παράλληλα, η Mondelez International θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο διανομής της Chipita στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη για να ενισχύσει τη δική της διανομή.