Καύσιμα: Σοκ και δέος στην αγορά διύλισης. Δραματικές εξελίξεις στην παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου μετά την πανδημία του κορονοϊού. Δείτε στο xristika.gr όλες τις εξελίξεις.
Νέα, σαφώς πιο αρνητικά δεδομένα δημιούργησε για την παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου η πρωτοφανής κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφεί μείωση σοκ στη ζήτηση, να υποχωρήσουν οι τιμές και να περικοπούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πτώση της ζήτησης εκτιμάται ότι έφτασε στο 10% (99,9 εκατ. βαρέλια την ημέρα) ενώ οι τιμές του Brent κινήθηκαν κατά μέσο όρο στα 42 δολάρια το βαρέλι, με μεγάλη μεταβλητότητα καθώς έφτασαν μέσα στη χρονιά έως και κάτω από τα 20 δολάρια το βαρέλι, έναντι 64 δολαρίων το βαρέλι το 2019.
Πλήγμα δέχθηκε και η ζήτηση καυσίμων, με τις πωλήσεις να καταγράφουν διψήφια μείωση σε μια σειρά από χώρες όπως η Πορτογαλία (14%), η Ισπανία (25%) και η Ιταλία (17%).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ελληνική αγορά, με τη συνολική πτώση στην αγορά πετρελαιοειδών να ανέρχεται στο 27% έναντι του 2019, ενώ την ίδια στιγμή τα περιθώρια διύλισης κυμάνθηκαν σε ιστορικά χαμηλά.
Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφεται στα αεροπορικά καύσιμα, όπου λόγω της κατάρρευσης του τουρισμού, οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά 67,1% στους μόλις 434.194 Μετρικούς Τόνους, από 1.319.546 ΜΤ την προηγούμενη χρονιά. Αντίστοιχη μείωση καταγράφεται και στα ναυτιλιακά καύσιμα, με την υποχώρηση να ξεπερνά το 1 εκατ. ΜΤ, με πτώση της τάξης του 32,6%.
Στα καύσιμα κίνησης η ζήτηση μειώθηκε στους 4,466 εκατ. τόνους, ή αλλιώς κατά 13,1% σε ετήσια βάση. Εξαίρεση στον κανόνα της πτώσης, αποτέλεσαν οι πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης, που λόγω ειδικών συνθηκών παρουσίασαν άνοδο κατά +15,3% τους 1.247.675 ΜΤ.
Καύσιμα: Ζημιές
Σε διεθνές επίπεδο, η αγορά αντιμετώπισε το χειρότερο περιβάλλον διύλισης όλων των εποχών, με τις αθροιστικές ζημιές των 5 εταιρειών κολοσσών του πετρελαϊκού κλάδου (ExxonMobil, BP, Shell, Chevron και Total) για το 2020 να αγγίζουν το ποσό ρεκόρ των 76 δισ. δολαρίων.
Από τις συνολικές ζημιές περίπου 69 δισ. δολάρια αφορούσαν σε απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων και διαγραφές, καθώς οι εταιρείες επανακαθορίζουν τη στρατηγική τους και επικεντρώνονται στην υλοποίηση της ενεργειακής μετάβασης και στη μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο.
Πιο συγκεκριμένα, η ExxoMobil, ο μεγαλύτερος παραγωγός των ΗΠΑ ανακοίνωσε ζημιές 22,4 δισ. δολάρια, η Shell 21,7 δισ. δολάρια και η BP 20,3 δισ. δολάρια. Μικρότερες ζημιές κάτω από τα 6 δισ. δολάρια ανακοίνωσαν Total και Chevron.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις η ExxonMobil θα προχωρήσει σε περικοπή του 15% του εργατικού της δυναμικού σε ορίζοντα διετίας, η Shell θα περικόψει έως και 9 χιλιάδες θέσεις απασχόλησης και η Chevron ανακοίνωσε περιστολή κατά 6 χιλιάδες άτομα.
Καύσιμα: Κλάδος διύλισης
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στον κλάδο διύλισης διεθνώς καθώς τα περιθώρια υποχώρησαν σε ιστορικά χαμηλά και ασκούνται σημαντικές πιέσεις για αναδιάρθρωση. Ήδη, η δυναμικότητα των διυλιστηρίων που έκλεισαν -ή έχουν ανακοινώσει ότι θα κλείσουν- ανέρχεται στα 2,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα.
Στην Ευρώπη, οι εταιρείες διύλισης μείωσαν σημαντικά την παραγωγή τους το 2020, ενώ πολλές μονάδες συνεχίζουν τις περικοπές στην λειτουργία τους και το πρώτο τρίμηνο του 2021. Μάλιστα, η μείωση της ζήτησης προϊόντων αργού συνεχίστηκε και τον Ιανουάριο, με την επιβολή νέου αυστηρού lockdown στις περισσότερες χώρες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Wood Mackenzie, ο ευρωπαϊκός κλάδος διύλισης θα καταγράψει απώλειες 1,4 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως μέχρι το 2023, εξαιτίας της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Το τελευταίο διάστημα πάνω από 8 διυλιστήρια στην Ευρώπη έχουν προχωρήσει είτε σε αναστολή είτε σε περιορισμό της λειτουργίας τους. Στη Γαλλία, εξαιτίας της πτώσης της ζήτησης και των χαμηλών περιθωρίων, η Total προχώρησε σε προσωρινή αναστολή της λειτουργίας του διυλιστηρίου Donges. Στην Πορτογαλία η Galp ανακοίνωσε ότι εντός του 2021 θα διακόψει τις εργασίες στο διυλιστήριο του Πόρτο.
Το διυλιστήριο Heide της Γερμανίας θα μειώσει το προσωπικό του κατά 106 θέσεις, ενώ το διυλιστήριο στη Ριέκα της Κροατίας σταμάτησε προσωρινά την παραγωγή του. Στη Φινλανδία, η Neste ανακοίνωσε το κλείσιμο του διυλιστηρίου Naantali μέχρι το τέλος Μαρτίου, ενώ το διυλιστήριο της Αμβέρσας, ιδιοκτησίας του Ομίλου Gunvor, σταμάτησε την επεξεργασία αργού στα τέλη του περασμένου Μαΐου.
Μία από τις δύο μονάδες απόσταξης της Cepsa στο La Rabida της Ισπανίας βρίσκεται σε αδράνεια και θα τεθεί εκ νέου σε λειτουργία μόνο όταν βελτιωθεί η ζήτηση. Τουλάχιστον δύο διυλιστήρια στην περιοχή της Μεσογείου εξετάζουν το ενδεχόμενο οριστικού κλεισίματος.
Ακόμη και στην Τουρκία η Tupras ανακοίνωσε μείωση της συνολικής παραγωγής διύλισης κατά 16,8% σε ετήσια βάση ενώ η Lukoil ανακοίνωσε ότι στα διυλιστήρια της Ρωσίας και της Ευρώπης, η παραγωγή ήταν μειωμένη κατά 14,7% σε ετήσια βάση. Τέλος το μεγαλύτερο διυλιστήριο της Πολωνίας PKN Orlen, γνωστοποίησε ότι στο τέταρτο τρίμηνο του 2020 η μείωση της παραγωγής του ανήλθε στο 12%, ενώ αντίστοιχη ήταν και η μείωση στα γαλλικά διυλιστήρια της Total.
Καύσιμα: Ξεχάστε βενζίνη και πετρέλαιο – Έτσι θα κινούμαστε σε 10 χρόνια
Τεράστιες επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ τα επόμενα δέκα χρόνια για την επέκταση στη νέα γενιά καυσίμων. Ο ρόλος των ελληνικών διυλιστηρίων. Δείτε στο xristika.gr τι σχεδιάζεται για τη νέα γενιά καυσίμων.
Τα πρώτα εργοστάσια παραγωγής πράσινων καυσίμων, τα οποία θα φέρουν τη μεγάλη επανάσταση στις μεταφορές προετοιμάζει η βιομηχανία διύλισης.
Στον δρόμο που έχει χαράξει η παγκόσμια κινητοποίηση για την μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα, οι νέες πολιτικές εκτιμάται ότι μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση έως και 100% των εκπομπών CO2 στις οδικές μεταφορές έως το 2050 και κατά 50% στην αεροπορία και την ναυτιλία.
Πρόκειται για μια νέα αγορά, η οποία υπολογίζεται να κινητοποιήσει γιγαντιαίες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι προβλέψεις αναφέρουν ότι έως το 2030, θα δαπανηθούν από 30 έως 40 δισεκατομμύρια ευρώ με στόχο την επέκταση των επενδύσεων σε πράσινα καύσιμα.
Αντίστοιχα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι έως το 2050, οι επενδύσεις που απαιτούνται για την παροχή επαρκών ποσοτήτων πράσινων καυσίμων για τις οδικές, θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές θα κυμανθούν μεταξύ 400 και 650 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτές οι επενδύσεις θα μπορούσαν να μειώσουν τις εκπομπές CO2 περισσότερο από 400 Μ/έτος.
Καύσιμα: Οι διαφορές με τα συμβατικά
Τα πράσινα καύσιμα δεν παράγονται από πρώτη ύλη που έχει ως βάση το πετρέλαιο. Για την παραγωγή τους χρησιμοποιείται βιομάζα, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, απόβλητα και δεσμευμένο CO2 άρα έχουν από μηδενικές έως περιορισμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά την παραγωγή και τη χρήση τους σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα. Τα συμβατικά διυλιστήρια των οποίων η πρώτη ύλη είναι το αργό πετρέλαιο μπορούν να μετατραπούν σε βιο-διυλιστήρια για την παραγωγή βιοκαυσίμων κάτι που ήδη έχει γίνει από την Total και την ENI.
Τα ΕΛΠΕ υποστηρίζουν τις τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα με έμφαση σε βιοκαύσιμα 2ης και 3ης γενιάς , την παραγωγή υδρογόνου και την αποθήκευση ενέργειας. Όπως αναφέρουν στελέχη της εταιρείας «το μαύρο μπορεί τελικά να γίνει πράσινο», αφού μπορούν να παραχθούν καύσιμα από νέες πρώτες ύλες όπως βιομάζα, φύκια, μαγειρικά έλαια, οικιακά απορρίμματα, μη ανακυκλώσιμα πλαστικά, από πράσινο υδρογόνο κ.α. Τα καύσιμα αυτά, όπως σημειώνουν αποτελούν μια τεχνολογία που έχει ήδη αποδειχθεί σε πιλοτικά εργοστάσια, ενώ έχουν ανακοινωθεί οι πρώτες μονάδες μεγάλης κλίμακας.
Αυτή τη συζήτηση εμφανίζονται αποφασισμένοι να ανοίξουν και στην Ελλάδα οι μεγάλοι όμιλοι διυλιστηρίων, προετοιμάζοντας το έδαφος για τα Πράσινα Υγρά Καύσιμα του Μέλλοντος.
Σύμφωνα με τα ΕΛΠΕ έως το 2050 κάθε λίτρο υγρού καυσίμου για τις μεταφορές θα μπορούσε να είναι κλιματικά ουδέτερο, καθιστώντας εφικτή την απαλλαγή της αεροπορίας της ναυτιλίας και των οδικών μεταφορών από τον άνθρακα και επιτυγχάνοντας μείωση των εκπομπών κατά 50%.
Τα πράσινα καύσιμα, η ηλεκτροκίνηση και το υδρογόνο εκτιμάται ότι μπορούν να συνυπάρχουν ως λύσεις για τις οδικές μεταφορές.
Καύσιμα: Αναγκαίο το ρυθμιστικό πλαίσιο
Σήμερα, καμία νομοθεσία δεν αναγνωρίζει τη συμβολή των πράσινων καυσίμων στη βελτίωση της απόδοσης CO2 των οχημάτων. Η βιομηχανία διύλισης ζητά να θεσπιστεί το κανονιστικό πλαίσιο που θα αντικατοπτρίζει τη θετική αυτή συμβολή. Τα ευρωπαϊκά πρότυπα εκπομπών για τα οχήματα θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να αναγνωρίζουν τη συμβολή των καυσίμων χαμηλού άνθρακα στη βελτίωση της απόδοσης του οχήματος.
Ο κλάδος ζητά επίσης τη δημιουργία μιας πρωτοπόρου αγοράς για τα πράσινα καύσιμα ξεκινώντας από τις οδικές μεταφορές, καθώς πρόκειται για μια σημαντικά ρυθμιζόμενη αγορά που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα ισχυρό και σταθερό σήμα της τιμής του CO2, διευκολύνοντας έτσι την έναρξη των επενδύσεων.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων όπως αναφέρουν, θα πρέπει να γίνεται με βάση τις εκπομπές άνθρακα και το ενεργειακό περιεχόμενο, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις σε προηγμένα ανανεώσιμα καύσιμα. Η παραγωγή των πράσινων αυτών καυσίμων είναι εντάσεως κεφαλαίου, με υψηλά κεφαλαιακά και λειτουργικά κόστη. Χρειάζεται επομένως, σύμφωνα με τις εταιρείες ένα προβλέψιμο και σταθερό κανονιστικό πλαίσιο για την προσέλκυση των απαραίτητων επενδύσεων.
Καύσιμα: Πού θα κατασκευαστούν οι νέες μονάδες
Με βάση τα χαρακτηριστικά των τεχνολογιών αυτών, οι μονάδες παραγωγής πράσινων καυσίμων εκτιμάται ότι θα κατασκευαστούν κοντά στις περιοχές παραγωγής πρώτων υλών. Θα έχουν σχετικά μικρότερο μέγεθος και θα μπορούν να εξαπλωθούν σε όλη την Ευρώπη.
Για παράδειγμα, είναι πιθανό η Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη να εστιάσει περισσότερο στη βιομάζα, ενώ η νότια στις ΑΠΕ. Μονάδες ανακύκλωσης αποβλήτων θα συναντά κανείς κοντά στις αστικές περιοχές. Η ηλεκτρική ενέργεια για υδρογόνο θα μπορούσε να παράγεται εκτός Ευρώπης.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο για την ανάπτυξη των καινοτόμων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο, οι επενδυτές τονίζουν ότι θα δεσμεύσουν τους πόρους τους μόνο εάν υπάρχει η προοπτική μιας κερδοφόρας αγοράς.
Η αγορά εκτιμά ότι η ζήτηση υγρών καυσίμων στην Ευρώπη θα μειωθεί σταδιακά με την πάροδο του χρόνου λόγω της υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης στους παραδοσιακούς κινητήρες και της μεγαλύτερης διείσδυσης στην αγορά ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων. Όμως τα υγρά καύσιμα, με τα μοναδικά χαρακτηριστικά τους θα παραμείνουν ασυναγώνιστη λύση για όλες τις μεταφορές.
Μια πανευρωπαϊκή έρευνα καταναλωτών του 2019, με 10.000 ερωτώμενους, κατέδειξε ότι οι πολίτες της ΕΕ θέλουν να έχουν περισσότερες επιλογές για τη μετάβαση σε κλιματικά ουδέτερες μεταφορές και προτρέπουν τις κυβερνήσεις τους να υποστηρίξουν την ανάπτυξη πολλαπλών τεχνολογιών καθαρών οχημάτων.
Διαβάστε όλα τα νέα στο topics.gr