Ακρίβεια: Χωρίς σταματημό συνεχίζεται το ράλι της ανόδου των τιμών καθώς μέσα στις επόμενες ημέρες θα δούμε νέες αυξήσεις σε βασικά προϊόντα, οι οποίες θα φτάνουν έως 20%. Δείτε στο xristika.gr όλες τις εξελίξεις…
Ολοένα και πιο ορατές στα ράφια των σούπερ μάρκετ γίνονται οι αρνητικές επιπτώσεις από τις μεγάλες διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Ειδικότερα, οι τεράστιες αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και των μεταφορών, σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος, έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντικές ανατιμήσεις αρκετά τρόφιμα, ενώ πολύ περισσότερες βιομηχανίες θα «περάσουν» τις αυξήσεις στην κατανάλωση μέχρι το τέλος του χρόνου, αλλά και στο ξεκίνημα του 2022.
Θυμίζουμε ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Αύγουστο «έτρεξε» με 1,9%, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat «τσίμπησε» λίγο και τον Σεπτέμβριο φθάνοντας το 2,1%.
Σημειώνεται ότι τον Αύγουστο τις υψηλότερες αυξήσεις από τα τρόφιμα-ποτά εμφάνιζαν σε ετήσια βάση:
τα νωπά λαχανικά (+21,5%),
τα βρώσιμα έλαια (17,6%) εκτός του ελαιολάδου (το οποίο είχε σημειώσει αύξηση 7,1%),
το αρνί και το κατσίκι (+12,2%),
τα νωπά ψάρια (8%), και
τα πουλερικά (4,5%).
Παράλληλα, σημαντική ήταν η αύξηση, σε υψηλά διψήφια ποσοστά, και για το φρέσκο ψωμί, κάτι που έγινε αντιληπτό από τον κόσμο στους φούρνους καθώς από 0,80 ευρώ το κιλό έφθασε να πουλιέται μεταξύ 1,20-1,30 ευρώ.
Πληροφορίες από την αγορά θέλουν προμηθευτές και retailers να βρίσκονται σε καθημερινές επαφές προκειμένου να ανακοπεί, όσο γίνεται, το ανοδικό κύμα στις τιμές των προϊόντων, δεδομένης και της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης για την πλειοψηφία των νοικοκυριών. Ωστόσο, με το σκηνικό στο διεθνές περιβάλλον να μην έχει παρουσιάσει αξιοσημείωτες μεταβολές, το σενάριο των ανατιμήσεων μοιάζει… αναπόφευκτο.
Σίγουρα, η αποθεματοποίηση πρώτων υλών και η σύναψη μεγάλων συμβολαίων σε προσυμφωνημένες τιμές έχουν λειτουργήσει ως «ανάχωμα» για μερίδα βιομηχανιών, οι οποίες όμως, όσο περνάει ο καιρός, βλέπουν τα περιθώρια κέρδους τους να πιέζονται… επικίνδυνα, καθιστώντας μονόδρομο για της διοικήσεις τους την αύξηση στις τιμές.
Ακρίβεια: Τα επόμενα προϊόντα που θα «χρυσώσουμε»
Εξετάζοντας τη σημερινή εικόνα ανά υποκλάδους, σύμφωνα με πηγές από τη βιομηχανία τροφίμων αλλά και το retail, ήδη έχουν περάσει με το ξεκίνημα του μήνα αυξήσεις στις τιμές των πουλερικών σε υψηλά μονοψήφια ποσοστά.
Σύμφωνα με τους νέους τιμοκαταλόγους που φθάνουν στα γραφεία των retailers, σημαντικές ανατιμήσεις έρχονται και στα ζυμαρικά, σε διψήφια ποσοστά, καθώς οι βιομηχανίες επικαλούνται την έκρηξη στις τιμές του σιταριού, ενώ υψηλότερες τιμές αναμένονται μεταξύ άλλων στους τομείς των αλεύρων (υψηλή μονοψήφια άνοδο), των προϊόντων ζύμης (3%-4%), του μοσχαρίσιου εισαγόμενου κρέατος (άνω του 10%), του καφέ (3%-5%) και των αναψυκτικών (άνω του 10%).
Ακόμη, διόλου ευκαταφρόνητες αυξήσεις αναμένονται στη φέτα και το γιαούρτι, καθώς οι τιμές παραγωγού έχουν αυξηθεί κατά 20% περίπου σε σχέση με την περσινή χρονιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόβειο γάλα από 96 λεπτά που αγοράστηκε πέρυσι κατά μέσο όρο το κιλό, φέτος οι γαλακτοβιομηχανίες δίνουν τιμές ακόμη και πάνω από τα 1,20 ευρώ.
Ακρίβεια: Παγκόσμιο φαινόμενο το ράλι τιμών!
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με μετρήσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών αυξήσεις παρατηρήθηκαν και σε άλλα είδη όπως η φέτα, το γιαούρτι, τα αυγά. Ωστόσο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το συνολικό ποσοστό αύξησης στον οικογενειακό προϋπολογισμό συγκρατήθηκε στο 0,7%, καθώς εξισορροπήθηκε από προϊόντα σε προσφορά.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΙΕΛΚΑ, Κωνσταντίνος Μαχαίρας, στον enikos.gr «οι ανατιμήσεις αφορούν σε ολόκληρη την Ευρώπη καθώς ανεβαίνουν οι πρώτες ύλες». Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουμε «μεσοσταθμικές αυξήσεις 5%-6% εφέτος και το λιανεμπόριο έως τώρα έχει απορροφήσει ένα 4% και στην τελική τιμή του προϊόντος έχει… περάσει ένα 2%. Με το που άνοιξαν έξω οι αγορές, ήρθαν και οι ανατιμήσεις. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι ελληνικό».
Ο Γιώργος Λεχουρίτης, πρόεδρος του ΙΝΚΑ, βλέπει ωστόσο πιο μόνιμα χαρακτηριστικά στις ανατιμήσεις, οι οποίες όπως είπε ξεκίνησαν από τον Ιανουάριο.
Όπως είπε σε συνέντευξή του στο OPEN το μπαράζ ανατιμήσεων παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα προϊόντα από τα μακαρόνια και όσπρια μέχρι το λάδι και το ρύζι. Μάλιστα, επεσήμανε ότι οι ανατιμήσεις είναι μεγάλες εάν αναλογιστεί κανείς δεν υπάρχει καμιά αύξηση στις αποδοχές των εργαζομένων και στις συντάξεις.
Στο ερώτημα εάν συνδέονται οι ανατιμήσεις με το κύμα της πανδημίας ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ σημείωσε ότι δεν υπάρχει καμιά συσχέτιση της πανδημίας με τις αυξήσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και στα προϊόντα που φτάνουν στα ράφια του σούπερ μάρκετ.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΝΚΑ, «αυτό που επικαλούνται για παράδειγμα οι πωλητές λαϊκών αγορών ότι πήγαιναν κάθε 15 ημέρες και ότι μειώθηκαν οι πάγκοι, γι’ αυτό και αυξήθηκαν οι τιμές, δεν ισχύει για τα σούπερ μάρκετ, καθώς αυτά δεν έκλεισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τις αυξημένες τιμές προϊόντων, βρίσκουμε δικαιολογίες. Θεωρούμε λοιπόν ως ΙΝΚΑ ότι πολλές επιχειρήσεις βρίσκουν δικαιολογίες για να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων. Η αύξηση των τιμών πρώτων υλών επηρεάζει τις τελικές τιμές αλλά δεν δικαιολογούνται τέτοιου είδους αυξήσεις.
Παράλληλα ενώ μειώθηκε ο ΦΠΑ από το 24% στο 13% θα περιμέναμε και γενικότερη μείωση τιμών στα προϊόντα, ωστόσο αυτές δεν μειώθηκαν, παρέμειναν σταθερές ή ίσως και να αυξήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις».
Την ίδια στιγμή ο πλανήτης βιώνει μία οξεία επισιτιστική κρίση. Συγκεκριμένα, σχεδόν 20 εκατ. επιπλέον άνθρωποι προστέθηκαν στους πληγέντες των επισιτιστικών κρίσεων στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, ενώ οι προοπτικές για το άμεσο μέλλον φαντάζουν εξίσου δυσοίωνες, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Δίκτυο Κατά των Επισιτιστικών Κρίσεων (GNAFC).
Ακρίβεια: Ποιο προϊόν αγόρασαν περισσότερο οι Έλληνες
Η πανδημία άνοιξε την όρεξη των καταναλωτών για τοπικά προϊόντα τα οποία αύξησαν τη δύναμη τους στο καλάθι κατά 6 μονάδες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Αυτό προκύπτει από στοιχεία της Nielsen σύμφωνα με τα οποία διαφαίνεται μια τάση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς όπου έχει δημιουργηθεί και το κίνημα των “locavore”, οι καταναλωτές να στρέφονται στα τοπικά προϊόντα.
Και όταν λέμε τοπικά προϊόντα, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα γενικά και αόριστα.
Η επιλογή ενός τοπικού προϊόντος πηγαίνει σε επίπεδο περιοχής, δηλαδή προτιμούν Κρητικά, Ναξιώτικα, κ.λ.π. και ψάχνουν για μεγιστοποίηση της αξίας με την τιμή να παραμένει σημαντικός παράγοντας αλλά όχι ο μοναδικός.
Με απλά λόγια οι καταναλωτές αναζητούν φθηνότερες τιμές αλλά την ίδια ώρα εμφανίζονται διατεθειμένοι -όταν έχουν τη δυνατότητα- να πληρώσουν παραπάνω για κάτι που εγγυάται καλύτερη ποιότητα.
Αυτός ίσως να είναι ένας από τους βασικούς λόγους που καταγράφεται νέα υποχώρηση των πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (PL) και των προϊόντων που φέρουν το brand του σούπερ μάρκετ. Οι πωλήσεις τους μειώθηκαν κατά 15,4% ενώ μόνο το 37% των καταναλωτών δηλώνει ότι επιλέγει πάντα PL.
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι οι καταναλωτές δεν είναι ευαίσθητοι στο θέμα των τιμών.
Αντιθέτως, σύμφωνα με τους αναλυτές της Nielsen, όσο αβέβαιο είναι το περιβάλλον -η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει κατά 14 μονάδες μέσα στο 2020- τόσο υψηλότερη είναι η ευαισθησία στη μεταβολή των τιμών.
Το 66% των καταναλωτών δηλώνει πως γνωρίζει σχεδόν όλες τις τιμές των προϊόντων που αγοράζει, το 56% από 51% το 2019, αγοράζει τα απαραίτητα έχοντας μειώσει τις πολυτέλειες, ενώ το 16% αυτών, δηλαδή 2 μονάδες περισσότερο από το 2019, αγοράζει μεγαλύτερες ποσότητες ή πολυσυσκευασίες για να επωφεληθεί από τις προσφορές.
Από την άλλη πλευρά πάντως το ποσοστό των καταναλωτών που μετακινείται σε φθηνότερες μάρκες υποχώρησε πέρυσι στο 23% από 27% που ήταν το 2019.
Η ουσία για τους προμηθευτές και τους παραγωγούς προϊόντων είναι πως για κάθε 1% αύξηση της τιμής των βασικών ειδών που πωλούν τα σούπερ μάρκετ καταγράφεται μείωση 2,5% στον όγκο πωλήσεων.
Ο συγκεκριμένος δείκτης, που δείχνει πόσο αρνητικά μεταβάλλεται ο όγκος από μια μεταβολή στην τιμή, ήταν στο 3,2 κατά την προ covid περίοδο δείχνοντας ότι η εγχώρια αγορά είναι οριακά πιο ανελαστική σε σχέση με πριν.
Πάντως η προωθητική ένταση -δηλαδή το σύνολο των πωλήσεων που έγινε υπό προώθηση- μειώθηκε στο πρώτο lockdown. Στη μετά lockdown περίοδο στα τρόφιμα οι προωθητικές ενέργειες αγγίζουν το 39%.
Δηλαδή 4 στα 10 προϊόντα πωλούνται υπό προώθηση ενώ στα ποτά, αναψυκτικά, αφεψήματα, κ.λ.π. η προωθητική ένταση έφθασε στο 80,2% δηλαδή -3,3 μονάδες.