Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού; Τι συμφέρει το 2023 – Πού κυμαίνονται οι τιμές

Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού: Με τις τιμές των ακινήτων στα ύψη, το ερώτημα που βασανίζει χιλιάδες πολίτες είναι: Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού; Προβλέψεις για «ράλι» στην αγορά ακίνητων και το 2023. Ολες οι εξελίξεις στο xristika.gr.

Η αγορά ακινήτων έχει πάρει τα «επάνω της»… για τα καλά! Το 2022 κλείνει με περίπου 250.000 αιτήσεις για αγοραπωλησίες ακινήτων γονικές παροχές και δωρεές, ενώ για το 2023, υπουργείο Οικονομικών «ποντάρει» σε αυξημένα κατά 40% έσοδα από τους φόρους μεταβίβασης.

Παρά την συνεχιζόμενη ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση στα συμβολαιογραφικά γραφεία επικρατεί πανικό από πωλητές, αγοραστές και κάποιος άλλους που σπεύσουν να κάνουν γονικές παροχές ή δωρεές ακινήτων!

Μετά την έκρηξη 90,6% στις γονικές παροχές, 44,5% στις δωρεές και 40,1% στις αγοραπωλησίες ακινήτων που σημειώθηκε το 2021, το «ράλι» συνεχίστηκε και το 2022 με κάποιες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για περίπου 1.000 αιτήσεις την ημέρα από τους συμβολαιογράφους προς την εφορία, με είτε σε ηλεκτρονική είτε σε έντυπη μορφή.

Με βάση τα ιστορικά στοιχεία των τελευταίων ετών, οι αγοραπωλησίες του 2021 ήταν οι υψηλότερες από το 2010, όταν είχαν πωληθεί συνολικά 117.948 ακίνητα. Το 2011, είχαν υποχωρήσει σε 83.665, ακολουθώντας σταθερά φθίνουσα πορεία έως και το 2014.

Έκτοτε παρατηρείται σταθερή ανάκαμψη του αριθμού των αγοραπωλησιών, αρχικά λόγω της τοποθέτησης κεφαλαίων από ξένους επενδυτές που θέλησαν να επωφεληθούν των χαμηλών τιμών και στη συνέχεια και από Έλληνες αγοραστές ή επενδυτές. Κάπως έτσι, από τα 43.443 ακίνητα που πωλήθηκαν το 2014, το σχετικό νούμερο υπερδιπλασιάστηκε σε 96.662 το 2019, προτού υποχωρήσει το 2020 ένεκα της πανδημίας.

Συνολικά το 2021 οι συμβολαιογραφικές πράξεις (κάθε είδους) που πραγματοποιήθηκαν ανήλθαν σε 727.610 έναντι 619.944 το 2020 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,4%.

Οι μεταβιβάσεις ακινήτων θα παραμείνουν σε ανοδική τροχιά και το 2023. Ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των εισπράξεων από μεταβιβάσεις ακινήτων κατά 40%, καθώς τα έσοδα θα φθάσουν τα 489 εκατ. ευρώ.

Τα έσοδα από αγοραπωλησίες ακινήτων (κατοικίες, επαγγελματικά ακίνητα κ.λπ.) θα φθάσουν τα 369 εκατ. ευρώ, ενώ από τις πωλήσεις οικοπέδων και αγροτεμαχίων τα έσοδα θα ανέλθουν στα 119 εκατ. ευρώ.

Ιδιαίτερα υψηλές είναι και οι εισπράξεις και από τον φόρο κληρονομιών, καθώς και γονικών παροχών και δωρεών. Από τις κληρονομιές το 2023 οι εισπράξεις αναμένεται να φθάσουν τα 177 εκατ. ευρώ, ενώ από τις γονικές παροχές και τις δωρεές – και παρά την αύξηση του αφορολογήτου ορίου στα 800.000 ευρώ για τους συγγενείς πρώτου βαθμού – τα έσοδα θα ανέλθουν στα 45 εκατ. ευρώ. Συνολικά και από τις δύο πηγές εσόδων το Δημόσιο θα εισπράξει 222 εκατ. ευρώ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και σχετική μελέτη της Alpha Bank όπου τονίζεται πως οι προοπτικές της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα παραμένουν θετικές, καθώς ενισχύονται στον βραχύ χρονικό ορίζοντα μέσω κινήτρων που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό του 2023.

Κίνητρα όπως η παροχή επιδοτήσεων για ανακαίνιση και εξοικονόμηση ενέργειας κατοικιών και το πρόγραμμα χαμηλότοκου δανεισμού για αγορά πρώτης κατοικίας από νέους και νέα ζευγάρια έως 39 ετών.

Επιπλέον η αγορά ακινήτων εκτιμάται ότι θα επηρεαστεί θετικά από τις επενδύσεις που αναμένεται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας («Ελλάδα 2.0») και αφορούν στην ενεργειακή αναβάθμιση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων (π.χ. προγράμματα «Εξοικονομώ»), καθώς και στις επενδύσεις που αποσκοπούν στη διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος μέσω της συστηματικής προώθησης θεματικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού (π.χ. ορεινός, γαστρονομικός, τουρισμός ευεξίας, θαλάσσιος τουρισμός κ.ά.).

Επιπλέον, το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» προβλέπει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων για τη μείωση της πολυπλοκότητας διαδικασιών, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τη λήψη πίστωσης, την εγγραφή ακινήτου και τη λήψη άδειας κατασκευής.

Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, υπάρχουν, ωστόσο, και σημαντικές πηγές αβεβαιότητας στο τρέχον περιβάλλον.

Καθώς τα επιτόκια έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, σε συνέχεια και της συσταλτικής πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ με σκοπό τη συγκράτηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη και σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των οικοδομικών υλικών, ενδέχεται να επιβραδυνθεί η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα μας.

Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού: Όλα τα τελευταία δεδομένα και οι τιμές

Οι τιμές πώλησης ακινήτων αλλάζουν συνεχώς, όπως και τα ενοίκια, ενώ παράλληλα διακυμάνσεις υπάρχουν και στα προσφερόμενα τραπεζικά επιτόκια.

Τα «πάνω και τα κάτω» της αγοράς δημιουργούν ευκαιρίες, όπως και το γεγονός ότι οι τράπεζες προσφέρουν τα ίδια επιτόκια σε όλη τη χώρα, ενώ η αύξηση των τιμών στα ενοίκια γίνεται ανάλογα με τους όρους της αγοράς, σε κάθε περιοχή και μεταβάλλεται συνεχώς.

Αυτό σημαίνει ότι σε πολλές περιοχές, η δόση του στεγαστικού δανείου μπορεί να γίνει φθηνότερη από το μηνιαίο ενοίκιο, ενώ σε άλλες να συμβαίνει το αντίθετο.

Αν και τα συγκρίνουμε, η αγορά με την ενοικίαση δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Απλά, έχουν παρόμοιο κόστος και είναι τρόποι κάλυψης της ίδιας ανάγκης στέγασης.

Από τη μία πλευρά, η αγορά είναι επένδυση και στο τέλος σου μένει το σπίτι, ενώ με το ενοίκιο υπάρχει πάντα η αβεβαιότητα για το αύριο, αφού όταν λήξει το συμβόλαιο ενοικίασης μπορεί να μην ανανεωθεί.

Από την άλλη πλευρά η ιδιοκτησία σημαίνει και πρόσθετα έξοδα συντήρησης και φορολογίας, ενώ η επένδυση σε δένει με το ακίνητο και δεν έχεις την ίδια ελευθερία αλλαγής κατοικίας όπως ένας ενοικιαστής.

Επίσης, το αρχικό κόστος είναι πολύ διαφορετικό, καθώς στο ενοίκιο τυπικά ζητείται μία εγγύηση 1-2 ενοικίων, ενώ για τη λήψη στεγαστικού δανείου, ο δανειολήπτης υποχρεούται να καλύψει το 20% – 30% της αξίας αγοράς με ίδιους πόρους.

Κάποια τρικ όπως έξτρα επισκευαστικά δάνεια ή υπερτιμολόγιση του ακινήτου, ώστε το δάνειο να καλύψει το 100% της αγοράς, έχουν σχεδόν εκλείψει, άρα η ρευστότητα είναι πλέον προϋπόθεση.

Στη σύγκριση για το άμεσο κόστος ενοίκιο ή δόση δανείου, βλέπουμε το παράδειγμα μίας τυπικής κατοικίας που να μπορεί να στεγάσει οικογένεια, από 90 έως 120 τ.μ. με μέση αξία 150.000 ευρώ.

Αν και η τιμή αγοράς μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα την περιοχή ή τα χαρακτηριστικά του ακινήτου, οι 150.000 είναι μία μέση τιμή που αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος της χώρας. Καθώς το κυμαινόμενο επιτόκιο αυτή την εποχή, αν και φθηνότερο έρχεται με πολλούς κινδύνους, οι τραπεζικοί υπάλληλοι συνήθως κατευθύνουν τους αιτούντες δάνειο προς τα σταθερά.

Είτε για όλη τη διάρκεια του δανείου είτε για μέρος αυτής.

Ενα δάνειο 120.000 με σταθερό επιτόκιο για 20 χρόνια αυτή τη στιγμή προσφέρεται με επιτόκιο από 2,95% έως 4% και ο μέσος όρος των προσφερόμενων δόσεων είναι 707 ευρώ/μήνα. Με σταθερό επιτόκιο για 10 έτη πέφτει στα 689,3 ευρώ/μήνα.

Με την προϋπόθεση ότι ο ενοικιαστής αναζητά μόνο ποιοτικά ακίνητα, όχι πολύ παλαιά ή τουλάχιστον ανακαινισμένα με τις βασικές σύγχρονες ανέσεις, τα ενοίκια που ζητούν οι ιδιοκτήτες μπορεί να ανέβουν σημαντικά.

Με αυτά τα δεδομένα βλέπουμε ότι η μηνιαία δόση θα ήταν φθηνότερη από ό,τι το μέσο ενοίκιο στο κέντρο της Αθήνας που κυμαίνεται από περίπου 800 ευρώ για μία κατοικία 90 τ.μ. ή άνω των 1.000 ευρώ για τις μεγαλύτερες.

Το ίδιο συμβαίνει στα βόρεια και τα νότια προάστια, με την εικόνα να ανατρέπεται στα δυτικά και τα ανατολικά.

Στη Θεσσαλονίκη τα ενοίκια είναι λίγο χαμηλότερα από ό,τι στις ακριβές περιοχές της Αθήνας, αλλά με 718 ευρώ για ακίνητο 90 τ.μ. και 958 ευρώ τα 120 τ.μ., η κατάσταση είναι συγκρίσιμη.

Σε πολλές περιοχές της ελληνικής περιφέρειας, οι τιμές είναι αρκετά χαμηλότερες τόσο για ενοικίαση όσο και για αγορά. Ειδική περίπτωση αποτελούν οι περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ζητούμενα ενοίκια, όπως αναγράφονται στις αγγελίες, δεν είναι πάντα αντιπροσωπευτικά της πραγματικής εικόνας της αγοράς, απλά το στιγμιότυπο της τάσης, τη δεδομένη περίοδο. Στα στεγαστικά, οι προσφορές των τραπεζών αλλάζουν συνεχώς. Τα επιτόκια και η συνολική επιβάρυνση τόκων αλλάζουν με βάση το ύψος δανείου, το χρόνο αποπληρωμής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ακινήτου ή του δανειολήπτη. Τα παραδείγματα και τα στοιχεία δανείων είναι ενδεικτικά, με σκοπό την ενημέρωση. Δεν είναι πρόταση συναλλαγής ούτε δεσμεύουν τις αναφερόμενα τραπεζικά ιδρύματα. Η αγορά βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και ο καλύτερος σύμβουλος είναι η επικοινωνία με τις ίδιες τις τράπεζες.

ΑΚΙΝΗΤΑ ΜΕΣΗΣ ΑΞΙΑΣ 150.000 ΕΥΡΩ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΕΝΟΙΚΙΑ

Περιοχή Ενοίκιο ακινήτου

90 τ.μ. Μ.Ο. (€)

Ενοίκιο ακινήτου

 120 τ.μ. Μ.Ο. (€)

Μέση δόση δανείου σταθερό επιτόκιο 20 έτη 707
Μέση δόση δανείου σταθερό επιτόκιο 10 έτη 689.3
Κέντρο Αθήνας 810 1.080
Αθήνα – Βόρεια Προάστια 900 1.200
Αθήνα – Νότια Προάστια 953 1.271
Αθήνα – Δυτικά Προάστια 658 877
Αθήνα – Ανατολικά Προάστια 689 918
Πειραιάς 750 1.000
Θεσσαλονίκη – Δήμος 718 958
Δωδεκάνησα 625 833
Εύβοια 538 718
Ζάκυνθος 572 763
Ν. Κέρκυρας 700 934
Κορινθία 540 720
Ν. Τρικάλων 517 689
Φθιώτιδα 450 600
Ν. Ρεθύμνου 720 960
Χαλκιδική 2.925 3.900
Ν. Χανίων 684 912
Νησιά Αργοσαρωνικού 600 800

Οι μέσες τιμές ενοικίων με βάση τον μ.ό. της κάθε περιοχής αντλήθηκαν από τα στοιχεία του Δείκτη τιμών του Spitogatos – SPI, σε συνδυασμό με την ανάλυση στοιχείων αγγελιών της περιόδου 10.07.2022 – 12.07.2022

Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού: Αδιανόητες τιμές για σπίτια και γραφεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη

Φωτιά έχουν πάρει οι τιμές των ακινήτων, κυρίων των νεόδμητων, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να κρατούν τα σκήπτρα, καθώς εκεί εκδηλώνεται πιο έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, σύμφωνα με την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2021-2022 που δημοσιεύθηκε την περασμένη Πέμπτη.

Το γενικό συμπέρασμα της ΤτΕ για την ελληνική αγορά real estate είναι ότι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές, γεγονός που αποτυπώνεται στις αξίες και τις χαμηλές, αναλογικά με άλλες περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας, αποδόσεις των ακινήτων εισοδήματος.

Προϋποθέσεις για τη βραχυπρόθεσμη διατήρηση της δυναμικής της ελληνικής κτηματαγοράς είναι η σταδιακή αποκλιμάκωση της γεωπολιτικής κρίσης, αλλά και η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων μετά τη διατάραξη που ήταν απόρροια της υγειονομικής κρίσης και η οποία δεν έχει ακόμη τεθεί πλήρως υπό έλεγχο.

Ωστόσο, ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι απαραίτητες περαιτέρω σημαντικές παρεμβάσεις προς την απλοποίηση και την επιτάχυνση των διαδικασιών μεταβιβάσεων, επενδύσεων και ανάπτυξης ακινήτων, ώστε να στηριχθεί η αγορά και να διασφαλιστεί η τρέχουσα δυναμική της.

Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η ελληνική αγορά ακινήτων τους πρώτους μήνες του 2022 βρίσκεται υπό την επίδραση αντίρροπων δυνάμεων, με τις θετικές προσδοκίες να υπερισχύουν προς το παρόν των επιπτώσεων της διεθνούς δυσμενούς συγκυρίας.

Οι θετικοί ρυθμοί μεταβολής στις αξίες των ακινήτων, η επενδυτική κινητικότητα και η ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας που καταγράφηκαν το 2021 αφήνουν ακόμη ισχυρό το αποτύπωμά τους στην αγορά.

Σημαντικές ωστόσο αβεβαιότητες που επηρεάζουν την ακίνητη περιουσία άμεσα, όπως το αυξημένο κατασκευαστικό και ενεργειακό κόστος, αλλά και έμμεσα, όπως οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της γεωπολιτικής αστάθειας και των πληθωριστικών πιέσεων στον τουρισμό και την επενδυτική δραστηριότητα, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν εκ νέου την αγορά ακινήτων σε στάση αναμονής, ειδικά στην περίπτωση επενδύσεων σε νέα έργα ανάπτυξης ακινήτων.

Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού: Τι ισχύει για αγορά κατοικιών

Στην αγορά κατοικιών συνέχισαν να καταγράφονται ανοδικές τάσεις στις τιμές, τόσο κατά τη διάρκεια του 2021 όσο και το α΄ τρίμηνο του 2022.

Βάσει των στοιχείων-εκτιμήσεων που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ονομαστικές τιμές των διαμερισμάτων το α΄ τρίμηνο του 2022 ήταν αυξημένες σε ετήσια βάση κατά 8,6% (προσωρινά στοιχεία), ενώ για το 2021, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,4%.

Ενοίκιο ή αγορά σπιτιού: Μεγαλύτερες αυξήσεις στα νέα διαμερίσματα – Στο κόκκινο Αθήνα και Θεσσαλονίκη

Από την ανάλυση των στοιχείων κατά παλαιότητα, τόσο κατά τη διάρκεια του 2021 όσο και το α΄ τρίμηνο του 2022, καταγράφονται εντονότεροι ρυθμοί αύξησης στα νέα διαμερίσματα (ηλικίας έως 5 ετών) έναντι των παλαιών (ηλικίας άνω των 5 ετών).

Ειδικότερα, το α΄ τρίμηνο του 2022 οι τιμές των νέων διαμερισμάτων ήταν σημαντικά ενισχυμένες, με ετήσιο ρυθμό 10,3%, έναντι 7,4% των παλαιών, ενώ για το 2021 οι αντίστοιχες αυξήσεις διαμορφώθηκαν σε 7,9% και 7,0%.

Κατά γεωγραφική περιοχή, υψηλούς ετήσιους ρυθμούς κατέγραψαν η Αθήνα (9,7% για το α΄ τρίμηνο του 2022 και 9,4% για το 2021) και η Θεσσαλονίκη (8,3% και 7,2% αντίστοιχα), κυρίως λόγω του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος.