Επιχειρήσεις: Πώς κατέρρευσε η αυτοκρατορία της Shelman σε στεριά και θάλασσα. Η σπουδαία επιχείρηση με έντονη δραστηριότητα και στο εξωτερικό, γκρεμίστηκε μέσα σε μερικά χρόνια. Τι συνέβη; Όλες οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.
Σε ταινία μυστηρίου, όπως αυτές που σκηνοθετεί ο Ντένης Ηλιάδης στο Χόλιγουντ, θα μπορούσε να παραπέμπει η ιστορία της Shelman, με την εκρηκτική άνοδο και τη βροντώδη πτώση της.
Η πορεία της μεγαλύτερης βιομηχανίας ξυλείας που πέρασε από τη χώρα, αλλά και η αντίστοιχη μοίρα της ναυτιλιακής Elmar Shipping συνθέτουν το σκηνικό αυτής της ξεχωριστής διαδρομής της οικογένειας Ηλιάδη.
Με μυαλό και εμπνευστή τον Παναγιώτη Ηλιάδη, που υπήρξε αυτοδημιούργητος, έχοντας μάλιστα παραλάβει και το αντίστοιχο βραβείο του ΕΒΕΑ το 1998, εξαιρετικά δραστήριος και ευρηματικός επιχειρηματίας.
Παράλληλα, όμως, και χαμηλών τόνων καθώς, παρά τη μεγάλη οικονομική του επιφάνεια, δεν αρεσκόταν σε κοσμικές εκδηλώσεις και στα φλας της δημοσιότητας.
Η αφετηρία του στο επιχειρηματικό στερέωμα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και συγκεκριμένα το 1962, όταν έβαλε τον θεμέλιο λίθο της μονάδας στη Χαλκίδα για την παραγωγή κόντρα πλακέ και πλακάζ.
Βλέποντας πολύ μπροστά από την εποχή του, ο Π. Ηλιάδης καταγράφεται ως ένας από τους πρώτους Ελληνες επιχειρηματίες που αναζήτησαν και βρήκαν ξένους επενδυτές, ικανούς να πιστέψουν στο όραμά του.
Γι’ αυτό και η πλήρης επωνυμία της εταιρείας ήταν Σέλμαν Ελληνοελβετική Βιομηχανία Επεξεργασίας Ξύλου Α.Ε.
Στη συνέχεια, όχι μόνο δεν επαναπαύτηκε, αλλά προχώρησε σε μπαράζ επενδύσεων και εξαγορών με στόχο την επέκταση της δραστηριότητας, της προϊοντικής γκάμας και των μεριδίων στην αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, τα επόμενα χρόνια αποκτήθηκαν η Ξυλεμπορική Πατρών Α.Ε., η Χατζηλουκάς Α.Ε. στη Βόρεια Ελλάδα, η Ι. Τζήλος Α.Ε. στα Γλυκά Νερά, αλλά και ποσοστό 50% στη Σέλμαν Σοφιανός Παρκέτα Α.Ε., εταιρεία παραγωγής και τοποθέτησης παρκέτων με δραστηριότητα και στη Ρουμανία μέσω της Sofrom Exim S.A.
Ετσι η Shelman μπήκε στην παραγωγή μοριοσανίδας και σε άλλα προϊόντα και το 1988 έκανε εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Για μια δεκαετία ο Π. Ηλιάδης αντλώντας κεφάλαια συνέχισε σε ανοδικό τέμπο, με τον όμιλο να γιγαντώνεται και να εξελίσσεται όχι μόνο στον απόλυτο leader της ελληνικής αγοράς, αλλά και σε μία από τις ισχυρότερες βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Σε αυτή τη διαδρομή το εργοστάσιο στο Βασιλικό Χαλκίδας μεγάλωσε φτάνοντας να αναπτύσσεται σε 400 στρέμματα και με ιδιωτικό λιμάνι, το 2004 έγινε το επόμενο μεγάλο βήμα με τη δημιουργία της δεύτερης μονάδας στην Κομοτηνή, ενώ η εταιρεία απέκτησε υπερσύγχρονα γραφεία στο Μαρούσι.
Το συγκρότημα στο Βασιλικό φέρεται να πέρασε φέτος τον Μάιο στα χέρια του επιχειρηματία Δημήτρη Μελισσανίδη αντί 23 εκατ. ευρώ
Στην πραγματικότητα, η Shelman ανεδείχθη βασίλισσα του κλάδου διεκδικώντας και κερδίζοντας τις περισσότερες μεγάλες δουλειές, όπως αυτή για το εμβληματικό συγκρότημα του «Costa Navarino», το Ιερό Δισκοπότηρο τότε για την αγορά, όπου επικράτησε έναντι δεκάδων ανταγωνιστών της.
Επιχειρήσεις: Η αρχή του τέλους
Την περίοδο που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όμως, άρχισε να πέφτει η αυλαία για την ένδοξη εποχή της.
Στην οικονομική έκθεση του 2005 η κατάσταση αποτυπώνεται χωρίς περιστροφές, με τον Π. Ηλιάδη στο εισαγωγικό σημείωμα να τονίζει ότι «ήταν μια κακή χρονιά για την κερδοφορία της εταιρείας και του ομίλου», κάτι που απέδιδε «αφενός στη μείωση των πωλήσεων και αφετέρου στο αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω κυρίως του κόστους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού».
Ηταν τότε που ανακοίνωνε ότι «προκειμένου να αναστραφεί η μη ικανοποιητική πορεία, το Διοικητικό Συμβούλιο ανέθεσε σε νέα διοίκηση το έργο της εξυγίανσης του ομίλου» -κάτι που ουσιαστικά αφορούσε την επιστράτευση σε θέση εκτελεστικού αντιπροέδρου του Χρήστου Κομνηνού, έμπειρου στελέχους της αγοράς με προϋπηρεσία στην Coca-Cola και την Παπαστράτος-, αλλά και την εκπόνηση business plan και προγράμματος άμεσης δράσης «για θέματα παραγωγής, διάθεσης, εξυπηρέτησης πελατείας, τραπεζικού δανεισμού, μείωσης κόστους παραγωγής και γενικών εξόδων».
Σε εκείνη τη χρήση η Shelman, παρότι είχε κύκλο εργασιών 132 εκατ. ευρώ (έναντι 160,7 εκατ. την προηγούμενη), κατέγραψε ζημίες ύψους 11,95 εκατ. (έναντι κερδών 3,9 εκατ.), με τον δανεισμό να φτάνει στα 120 εκατ. ευρώ.
Οι βασικοί πυλώνες δραστηριότητας ήταν η κατασκευή φύλλων καπλαμά και τεχνητής ξυλείας που αντιπροσώπευε τα 88,3 εκατ. του τζίρου και το χονδρικό εμπόριο ξυλείας με 24,9 εκατ. Τα επόμενα χρόνια, αν και ο τζίρος του ομίλου παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, οι ζημίες αυξάνονταν και το 2009, στην αυγή της μακράς περιπέτειας της οικονομικής κρίσης, ο Π. Ηλιάδης αποφάσισε να αποχωρήσει από το δημιούργημά του.
Επιχειρήσεις: Η πώληση και η πτώχευση
Ετσι, στις 18 Ιανουαρίου του 2010 μεταβιβάστηκαν μέσω του Χρηματιστηρίου μετοχικά πακέτα ποσοστού 72,09% έναντι 11 εκατ. ευρώ, με τον Π. Ηλιάδη να μεταβιβάζει 22.881.730 μετοχές, τον Διονύσιο Ηλιάδη 1.973.460 μετοχές και τη σύζυγο του Π. Ηλιάδη, Δάφνη-Αγγελική-Ευγενία Παπαπαναγιώτου, 510.196 μετοχές.
Νέος ιδιοκτήτης ήταν η θεσσαλική βιομηχανία ξυλείας Alfa Wood των Αντώνη Αδαμόπουλου και Χρήστου Αγοραστού, η οποία κατέστη τότε -με πέντε εργοστάσια και εννέα θυγατρικές πλέον- αδιαμφισβήτητη leader στην ελληνική αγορά ξύλου και προϊόντων ξυλείας, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες μεταποιητικές μονάδες στα Βαλκάνια.
Βέβαια η Alfa Wood πέρα από το βαρύ όνομα, τα εργοστάσια και το εκτόπισμα της Shelman φορτωνόταν και τις ζημιές, τις υποχρεώσεις, το υπεράριθμο προσωπικό της, σε ένα περιβάλλον ραγδαίας υποχώρησης της οικοδομικής δραστηριότητας και των πωλήσεων, καθώς και αυξανόμενου ανταγωνισμού από τις εισαγωγικές εταιρείες, αλλά και από τη σταδιακή κυριαρχία των αλουμινένιων κατασκευών.
Τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν. Το 2012, χρονιά κατά την οποία ο Π. Ηλιάδης έφυγε από τη ζωή, αποφασίστηκε η αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου στη Χαλκίδα, με το οριστικό λουκέτο να μπαίνει τον Ιανουάριο του 2013.
Την ίδια περίοδο ανεστάλη και η λειτουργία του εργοστασίου της Κομοτηνής. Ακολούθησε η αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99, που απορρίφθηκε, ενώ στη συνέχεια η αίτηση πτώχευσης, η οποία έγινε δεκτή.
Οταν η Shelman τέθηκε σε καθεστώς πτώχευσης τον Μάιο του 2014 εξακολουθούσε να αποτελεί από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πάνελ τεχνητής ξυλείας στα Βαλκάνια (με παραγωγή πάνελ μελαμίνης, ινοσανίδας, κόντρα πλακέ, δαπέδων πριστών και laminate, πάγκων εργασίας, καπλαμά, διακοσμητικών επιφανειών, αρμοκαλύπτρων και λακαριστού MDF, ντουλαπιών κουζίνας κ.ά.) και με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Κουβαλούσε, όμως, συσσωρευμένες ζημίες άνω των 180 εκατ. και υποχρεώσεις 190 εκατ. ευρώ.
Επιχειρήσεις: Από τις μελαμίνες στο Χόλιγουντ
Ο διάδοχος Ντένης Ηλιάδης χάραξε από νωρίς τη δική του πορεία μακριά από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας. Γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε μεταξύ Αθήνας, Παρισιού και Ρίο ντε Τζανέιρο.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κινηματογράφο στο Brown University και στη συνέχεια Σκηνοθεσία στο Royal College of Art του Λονδίνου. Το ταλέντο του φάνηκε προτού ακόμη ολοκληρώσει τις σπουδές του, καθώς η ταινία που ετοίμασε για την πτυχιακή του «Ole» βραβεύτηκε με το European Film Comet Award.
Η επόμενη ταινία του «Morning Fall» κατέκτησε το βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και το Β’ Κρατικό Βραβείο του υπουργείου Πολιτισμού.
Ο Ηλιάδης έγινε ευρύτερα γνωστός με το «Hardcore», που το 2005 βραβεύτηκε με το German Independence Award – Audience Award.
Το 2009 έκανε το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ με το remake της ταινίας τρόμου «Το τελευταίο σπίτι αριστερά» («The Last House on the Left»), ενώ το 2012 ακολούθησε η δεύτερη χολιγουντιανή ταινία του, το θρίλερ «Ενας ακόμα» («Plus One») και στη συνέχεια, το 2018, τα «Delirium» και «He’s Out There». Ο Ντένης Ηλιάδης έχει διακριθεί και στο θέατρο ενώ έχει γυρίσει περισσότερα από 100 διαφημιστικά σποτ.
Επιχειρήσεις: Το ναυάγιο της Elmar
Παράλληλα με τη Shelman, η οικογένεια Ηλιάδη δραστηριοποιήθηκε αθόρυβα και στη ναυτιλία με την Elmar Shipping.
Το «δρομολόγιό» της διήρκεσε περίπου δύο δεκαετίες, από το 1995, όταν ξεκίνησε με στόλο πέντε φορτηγών πλοίων και τριών boxships, μέχρι τα τέλη του 2015, όταν έκανε αίτηση να κλείσει τα γραφεία της στην Αθήνα, κάτι που έγινε τελικά την άνοιξη του 2016.
Είχε προηγηθεί αρχικά η παράδοση της διαχείρισης των δύο τελευταίων πλοίων της τύπου bulker, του «Lion» και του «Zini», στην Alcyon Shipping και στη συνέχεια η πώλησή τους αντί 3,2 εκατ. και 2,8 εκατ. δολαρίων αντίστοιχα, όταν είχε πληρώσει για να τα αποκτήσει σχεδόν 40 εκατ. δολάρια.
Τους πραγματικούς μετόχους της Elmar κάλυπτε πάντα ένα πέπλο μυστηρίου, με το τοπίο να ξεκαθαρίζει μόνο κατά τη διάλυσή της όταν από τα σχετικά έγγραφα αποκαλύφθηκε ότι νόμιμη εκπρόσωπός της ήταν η σύζυγος του Π. Ηλιάδη, Δάφνη-Aγγελική-Eυγενία Παπαπαναγιώτου.
Επιχειρήσεις: Τα διαδοχικά σφυριά
Την ίδια εποχή ξεκινούσε και το γαϊτανάκι των πλειστηριασμών εις βάρος της Shelman.
Η αφετηρία ήταν τον Δεκέμβριο του 2016 για τη μονάδα της Κομοτηνής με ελάχιστο τίμημα 11,6 εκατ. ευρώ και καθώς δεν υπήρξε ενδιαφερόμενος, από τον Σεπτέμβριο του 2018 έπεσε στα 9,92 εκατ. ευρώ, όμως και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Για τη συγκεκριμένο εργοστάσιο το 2014 είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον από τον τουρκικό όμιλο Kastamonu, που φερόταν να προσφέρει 30 εκατ. ευρώ. Μετά τους άγονους πλειστηριασμούς υπήρξε πάλι μια κινητικότητα με επίκεντρο την εταιρεία EPS Wood, χωρίς ωστόσο να καταλήξει σε πρακτικό αποτέλεσμα.
Στο σφυρί βγήκαν παράλληλα το 2018 και το 2019 το εργοστάσιο της Shelman στο Βασιλικό, αλλά και το σήμα της. Κατά το παρελθόν η εκτίμηση της αξίας για το εργοστάσιο της Εύβοιας ήταν στα 60 εκατ. ευρώ, το οποίο κρίθηκε ιδιαίτερα υψηλό από τους μνηστήρες.
Τελικά, το συγκρότημα στο Βασιλικό φέρεται να πέρασε μόλις τον περασμένο Μάιο αντί 23 εκατ. ευρώ στα χέρια του επιχειρηματία Δημήτρη Μελισσανίδη, ενώ η ολοκλήρωση της μεταβίβασης αναμένεται έως το φθινόπωρο.
Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω ακίνητο έχει συνολική έκταση περί τα 400 στρέμματα με κτιριακές εγκαταστάσεις 120.000 τ.μ. και διαθέτει άμεση πρόσβαση σε λιμάνι.
Η περιπέτεια, όμως, συνεχίζεται, καθώς στις 29 Ιουλίου βγαίνει ξανά στο σφυρί το βιομηχανικό συγκρότημα της Κομοτηνής με τιμή εκκίνησης 12,82 εκατ. ευρώ.
Επισπεύδων είναι ιδιώτης, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκπονήθηκαν τρεις διαφορετικές εκθέσεις εκτίμησης με αποκλίνοντα αποτελέσματα. Κατά τη μία, η αγοραία αξία των ακινήτων και του μηχανολογικού εξοπλισμού ανέρχεται σε 18,55 εκατ. ευρώ, κατά τη δεύτερη σε 10,6 εκατ. ευρώ και κατά την τρίτη σε 7,49 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται, ειδικότερα, για συγκρότημα βιομηχανικών κτιρίων εντός οικοπέδου συνολικής έκτασης 297.288 τ.μ., το οποίο κατασκευάστηκε με διαδοχικές οικοδομικές άδειες από το 1998 έως το 2003. Περιλαμβάνει κτιριακές εγκαταστάσεις συνολικής έκτασης 55.220,48 τ.μ., η πλειονότητα των οποίων αφορά κτίσματα (κτίρια και υπόστεγα) με μεταλλικό φέροντα οργανισμό και πλαγιοκαλύψεις με στοιχεία σκυροδέματος και πάνελ λαμαρίνας, ενώ υπάρχουν και κτίρια συμβατικής κατασκευής με φέροντα οργανισμό οπλισμένου σκυροδέματος και πλαγιοκαλύψεις με οπτοπλινθοδομές.
Η ποιότητα κατασκευής είναι η συνήθης για αντίστοιχης χρήσης κτίρια και ο βαθμός συντήρησης κρίνεται ικανοποιητικός, δεδομένης της παλαιότητας, σε συνδυασμό με το ότι το εργοστάσιο δεν λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επίσης, η έκταση είναι περιφραγμένη, ενώ ο ακάλυπτος χώρος πέριξ των κτιριακών εγκαταστάσεων ασφαλτοστρωμένος.
Η πρώην βιομηχανική μονάδα παρήγαγε μοριοσανίδες σε ακατέργαστη και επεξεργασμένη μορφή με δέκα επιμέρους γραμμές παραγωγής.
Πέραν του μηχανολογικού εξοπλισμού παραγωγής, υπάρχουν εργαστηριακός εξοπλισμός, οι απαραίτητες Η/Μ εγκαταστάσεις κίνησης, φωτισμού, πυρασφάλειας, θέρμανσης και ψύξης κ.τ.λ., εξοπλισμός επίπλων, καθώς και 21 οχήματα (φορτωτές, γερανοί, ανυψωτικά, βυτία κ.ά.).
Ο μηχανολογικός εξοπλισμός, πάντως, βρίσκεται σε καλή κατάσταση, δεδομένου ότι είναι σε ακινησία από το 2013, οπότε σταμάτησε η λειτουργία της μονάδας.