Τσουνάμι: Ένα σενάριο που προκαλεί τρόμο μπορεί να βγει αληθινό με τον αφανισμό περιοχής στην Ελλάδα από τσουνάμι.
Η Ηλεία είναι η περιοχή της Ελλάδας, η οποία σύμφωνα με μελέτες είναι η πλέον εκτεθειμένη σε τσουνάμι, αν και εφόσον αυτό «χτυπήσει» τη χώρα μας.
Όπως αναφέρει το proini.news η έρευνα που δημοσίευσαν μέσα στο 2023 οι καθηγητές του Τμήματος Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, της Σχολής Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμης Λέκκας, Σπύρος Μαυρούλης και Μαρίλια Γώγου, επιβεβαιώνουν πως η Ηλεία είναι η πλέον εκτεθειμένη περιοχή.
Οι τρεις ερευνητές μελέτησαν σε βάθος το ιστορικό της ευρύτερης περιοχής μεταξύ Ιονίου και δυτικής παράκτιας Πελοποννήσου, καθώς έκριναν ότι απαιτείται επανεκτίμηση λόγω των μεγάλων σεισμογενών δομών κρούσης ολίσθησης, και διαπίστωσαν πως η περιοχή έχει πλούσια ιστορία τσουνάμι από το 6000 π.Χ., αποκαλύπτοντας ότι υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο τέτοιου φαινομένου.
«Εκτός από τις επιπτώσεις τηλετσουνάμι των μακρινών σεισμών, υπάρχουν επίσης τοπικά τσουνάμι με μικρότερο αντίκτυπο στις ακτές, που αποδίδονται κυρίως σε τοπικά υπεράκτια ρήγματα και σε κατολισθήσεις που προκαλούνται από σεισμούς. Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί καταστροφικά τοπικά τσουνάμι, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μελλοντικής πυροδότησης» αναφέρουν χαρακτηριστικά στην περίληψη της έρευνας.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, οι περιοχές που έχουν πληγεί από τσουνάμι στο παρελθόν και είναι επιρρεπείς στις επιπτώσεις ενός μελλοντικού γεγονότος, είναι μεταξύ άλλων η παραθαλάσσια δυτική Πελοπόννησος, ιδιαίτερα οι ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου και γενικότερα το κεντροδυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου.
«Στις ζώνες αυτές, (…) η μορφολογία του βυθού και η εμφάνιση σεισμικής παραμόρφωσης του βυθού ή δευτερογενών υποθαλάσσιων φαινομένων, κυρίως κατολισθήσεις, αυξάνει την πιθανότητα καταστροφής στην παράκτια ζώνη», επισημαίνεται.
Τσουνάμι: Επιτάλιο, Κυλλήνη και Άγιος Ανδρέας υπέφεραν περισσότερο!
Αξίζει να σημειωθεί πως τα τσουνάμι που εκδηλώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από την Ηλεία, επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη του τοπίου της παράκτιας ζώνης που εκτείνεται από την περιοχή της Κυλλήνης έως τη χερσόνησο της Πυλίας.
Η βορειότερη τοποθεσία της Πελοποννήσου με εντοπισμένες καταθέσεις τσουνάμι είναι το Αρχαίο λιμάνι της Κυλλήνης, πιθανότατα μεταξύ των αρχών του 7ου και του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., πριν από το λιμάνι θεμελίωσης, και μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. ή αργότερα. Επίσης, στον κόλπο του Αγίου Ανδρέα, εντοπίστηκε ένα κοίτασμα τσουνάμι τύπου παραλιακού βράχου, ενώ το λιμάνι της αρχαίας Φειας φαίνεται ότι καταστράφηκε από τσουνάμι τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Τέσσερις γενιές τσουνάμι εντοπίστηκαν στην πρώην λίμνη Μουριάς, στην στο Κάτω Σαμικό και στην πρώην λιμνη Αγουλινίτσας, ενώ τουλάχιστον τέσσερα τσουνάμι έχουν εντοπιστεί τα τελευταία 300 χρόνια στον Κυπαρισσιακό Κόλπο με βάση ευρήματα στην Αγουλινίτσα, στον Καϊάφα και στην Παραλία Κακόβατου.
Η κοιλάδα του Επιταλίου είναι και αυτή που έχει υποφέρει περισσότερο από επαναλαμβανόμενες πλημμύρες από τσουνάμι, τα οποία θεωρήθηκαν μέρος υπερ-περιφερειακών γεγονότων που δημιουργήθηκαν περίπου την περίοδο 5300–5200 π.Χ., 4350–4250 π.Χ. και κατά τη διάρκεια της τρίτης χιλιετίας π.Χ.
Τσουνάμι: Αναγκαία η επανεκτίμηση του κινδύνου
Στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές υπογραμμίζουν ξεκάθαρα ότι το δυναμικό γένεσης τσουνάμι στο Ιόνιο Πέλαγος δεν φαίνεται να είναι χαμηλό, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον.
«(…) Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός προϊστορικών, ιστορικών και πρόσφατων γεγονότων τσουνάμι, που αποκαλύπτουν ότι τα νησιά του Ιονίου και οι νότιες ακτές της Πελοποννήσου υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο τσουνάμι. Εκτός από τις επιπτώσεις που προκαλούνται από καταστροφικά τσουνάμι που προκαλούνται από σεισμούς, (…) υπάρχουν και άλλα τοπικά τσουνάμι με αξιοσημείωτα αποτελέσματα, που προκαλούνται από σεισμούς εντός του Ιονίου. (…) Το γεγονός ότι δεν έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής τέτοιο καταστροφικό γεγονός στο Ιόνιο, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχθεί για άλλες περιοχές με οι σεισμογόνες και “τσουναμιγενείς” δομές σε όλο τον κόσμο, αυτό είναι πολύ πιθανό», εξηγούν.
Παράλληλα, προτείνουν την ένταξη του Ιονίου στις «τσουναμι-γενείς» ζώνες της Ελλάδας και τον εντοπισμό όλων των περιοχών που επλήγησαν από τσουνάμι στο παρελθόν και την εμφάνιση των πιο ευάλωτων σε μελλοντικές επιπτώσεις από τσουνάμι, με την υποθαλάσσια χαρτογράφηση του βυθού και την απευθείας χαρτογράφηση των πηγών κινδύνου, ώστε να γίνει ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την επαναξιολόγηση του κινδύνου στη συγκεκριμένη περιοχή.
Τσουνάμι: Αυτές είναι οι 4 περιοχές που φοβούνται οι σεισμολόγοι – Ανησυχία για πολλά Ρίχτερ
Ούτε οι σεισμολόγοι μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει πλέον στον ελλαδικό χώρο μετά τους συνεχόμενους σεισμούς, με τέσσερις περιοχές να προκαλούν προβληματισμό.
Σε επιφυλακή βρίσκεται η Μόνιμη Ειδική Επιστημονική Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου και Μείωσης της Σεισμικής Διακινδύνευσης του ΟΑΣΠ για την αξιολόγηση της σεισμικής δραστηριότητας σε όλη τη χώρα.
Στο μικροσκόπιο της Επιτροπής έχουν τεθεί τέσσερις περιοχές και συγκεκριμένα η Λέσβος, η Κρήτη, η Εύβοια και η Θήβα, όπου το τελευταίο διάστημα έχουν σημειωθεί σεισμικές δονήσεις με κυριότερες αυτές στη Λέσβο την τελευταία εβδομάδα.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ και πρόεδρος της Επιτροπής, καθηγητής Ευθύμης Λέκκας, το φαινόμενο σε Εύβοια και Θήβα είναι σε αποδρομή, ωστόσο στη Λέσβο το πλαίσιο είναι πιο πολύπλοκο τόσο σε τεκτονικό όσο και σε σεισμικό επίπεδο.
«Στη Λέσβο υπάρχει μετασεισμική ακολουθία που είναι εντοπισμένη σε συγκεκριμένη περιοχή. Δεν διαφαίνεται πάντως σε καμία περίπτωση η σεισμική δραστηριότητα να μεταφέρεται σε άλλα ρήγματα, παρακείμενα τα οποία έχουν δράσει στο παρελθόν και συνδέονται με μεγάλους σεισμούς», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λέκκας.
Σύμφωνα και με το ομόφωνο πόρισμα της Επιτροπής που συνεκλήθη, την Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου έπειτα από συνεννόηση του υπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρήστου Στυλιανίδη με τον πρόεδρο του ΟΑΣΠ και πρόεδρο της Επιτροπής, καθηγητή Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, Ευθύμη Λέκκα, η σεισμική δραστηριότητα στην Κρήτη δεν ανησυχεί τα μέλη της Επιτροπής καθώς η σεισμική διακινδύνευση στην Ανατολική Κρήτη σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα είναι εξαιρετικά μικρή.
Όσον αφορά την Εύβοια και τη Θήβα, όπως τονίζει ο κ. Λέκκας, το φαινόμενο είναι σε αποδρομή και δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, ωστόσο καταγράφονται συνεχώς και αξιολογούνται τα νεότερα δεδομένα.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο κ. Λέκκας η σεισμική δραστηριότητα που παρατηρείται σε διάσπαρτες περιοχές στον ελλαδικό χώρο τις τελευταίες ημέρες αποτελούν απλώς χρονική σύμπτωση. Αυτή είναι μοναδική σχέση που έχουν μεταξύ τους.
Διττός είναι ο ρόλος της νεοσύστατης Επιστημονικής Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου και Μείωσης της Σεισμικής Διακινδύνευσης του ΟΑΣΠ καθώς πέρα από την εκτίμηση του σεισμικού κινδύνου και της εξέλιξης της σεισμικής δραστηριότητας καλείται να μελετά και την σεισμική διακινδύνευση ανάλογα με την περιοχή όπου εκδηλώνεται το φαινόμενο, αναλύοντας ουσιαστικά τις επιπτώσεις που θα φέρει μία σεισμική δόνηση σε κάθε περιοχή (πχ στις υποδομές).
Η επιτροπή αποτελείται από έξι άτομα, που εκπροσωπούν επιστημονικά και ερευνητικά ιδρύματα, ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων παρευρίσκονται ως παρατηρητές και εκπρόσωποι των υπουργείων Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, του υπουργείου Εσωτερικών καθώς και του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, οι οποίοι ωστόσο δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Συγκεκριμένα συμμετέχουν επιστήμονες και ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών καθώς και την Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ.
Πρόκειται για άτομα που έχουν επιλεγεί κατόπιν εισήγησης των φορέων τους, ενώ πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ, καθηγητής Ευθύμης Λέκκας, λειτουργώντας και ως εποπτευόμενος φορέας του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.
Ο εκπρόσωπος κάθε φορέα δεν καταθέτει τις προσωπικές του απόψεις αλλά τις απόψεις του ιδρύματός του.
Σκοπός είναι η επιτροπή να συνεδριάζει άμεσα, όταν χρειάζεται, συμβάλλοντας ταυτόχρονα, μέσω των πορισμάτων που καταλήγει, στην επιχειρησιακή προετοιμασία και ετοιμότητα των δυνάμεων της Πολιτικής Προστασίας και της Πυροσβεστικής.
Έπειτα από κάθε συνεδρίαση η Επιτροπή διαβιβάζει τα πορίσματα της στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ενημερώνοντας για τις κινήσεις και τις δράσεις που πρέπει να γίνουν, εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Συνεπώς το πόρισμα της επιτροπής καθορίζει και το επίπεδο της προετοιμασίας και της ετοιμότητας των δυνάμεων της Πολιτικής Προστασίας.
Από την πλευρά της η Πολιτική Προστασία, παρακολουθώντας τη σεισμική δραστηριότητα που σημειώνεται στον ελλαδικό χώρο το τελευταίο διάστημα προχωρά στην συνεχή επικαιροποίηση του Γενικού Σχεδίου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών και Διαχείρισης Συνεπειών Σεισμού «ΕΓΚΕΛΑΔΟΣ» , η εφαρμογή του οποίου βρίσκεται στην ευθύνη της τοπικής αυτοδιοίκησης αποσκοπώντας στην καλύτερη προετοιμασία των δήμων και των περιφερειών.
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή έχει συνεδριάσει ήδη 3 φορές και παραμένει σε επιφυλακή ύστερα από αίτημα του υπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρ. Στυλιανίδη προκειμένου να παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις και να συγκληθεί και πάλι αν χρειαστεί.
Τσουνάμι: «Δεν έχουμε μια συνηθισμένη κατάσταση»
Αυτό που μεγαλώνει την αβεβαιότητα είναι η διέγερση τμημάτων κοντά σε κατοικημένες περιοχές, με τους σεισμολόγους να ζητούν από τους πολίτες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και σε εγρήγορση.
Στο επίκεντρο των ειδικών βρίσκεται η έξαρση των τελευταίων ημερών στο νησί της Λέσβου, με τον καθηγητή Σεισμολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεράσιμο Παπαδόπουλο να επισημαίνει πως η μετασεισμική ακολουθία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ομαλά.
Δεν έχει τα χαρακτηριστικά ομαλής μετασεισμικής ακολουθίας, καθώς υπάρχει μεγάλη διασπορά στα επίκεντρο, και αυτό γιατί δεν υπάρχει καλή κάλυψη στην περιοχή» σημειώνει χαρακτηριστικά. Ιανουαρίου, ακολούθησε δόνηση ριστικά μιλώντας στα «ΝΕΑ», προ 4,8 ρίχτερ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής Σεισμολογίας πρότεινε όπως λέει, την αποστολή φορητών σεισμογράφων, προκειμένου να ενισχυθεί η καταγραφή του φαινομένου αλλά και να παρέχεται ολοκληρωμένη ενημέρωση προς τους κατοίκους.
«Ηδη, νομίζω, αποφασίστηκε να πάνε στο νησί φορητοί σεισμογράφοι και από σήμερα ελπίζω να λειτουργήσουν».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σεισμικής ακολουθίας στο νησί του Βόρειου Αιγαίου είναι και το γεγονός πως δεν μπορεί να απαντηθεί με σιγουριά το ερώτημα ποια δόνηση ήταν η κύρια δόνηση.
Παραμένει η επιφυλακτικότητα για το εάν το 4,9 ήταν ο κύριος ή όχι.
«Νομίζω ότι έχει μέλλον η συγκεκριμένη ακολουθία και χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή από όλες τις απόψεις, τονίζει ο ίδιος, επισημαίνοντας την ανάγκη για πιο τεκμηριωμένα στοιχεία».
Επιπλέον, ο Γεράσιμος Παπα δόπουλος εκτιμά ότι πιθανότατα οι νέοι σεισμοί δεν προέρχονται από το ρήγμα που έδωσε τον πολύ μεγάλο σεισμό του 1867. Είναι ένα άλλο ρήγμα λίγο δυτικότερα με μικρότερες διαστάσεις.
Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχει καλή γεωγραφική απεικόνιση για τις δονήσεις που καταγράφονται.
Από την πλευρά του, και ο συνάδελφός του επίσης από το ΑΠΕ – Βασίλης Καρακώστας υπογραμμίζει πως παρατηρείται μια έντονη έξαρση της τελευταίες ημέρες.
Αναφερόμενος, δε, ειδικά στη Λέσβο, συμβουλεύει να είμαστε υπομονετικοί και να περιμένουμε την εξέλιξη του φαινομένου τις επόμενες ημέρες.
Ωστόσο, όπως λέει χαρακτηριστικά, «όταν η ακολουθία περιορίζεται σε μικρό χώρο, συνήθως δεν συμβαίν νει κάτι».
Ειδικότερα, ο καθηγητής Σεισμολογίας περιγράφει το φαινόμενο που τις τελευταίες ημέρες έχει αναστατώσει τους κατοίκους του ακριτικού νησιού.
Ανησυχητική χαρακτηρίζει την κατάσταση ο Παπαζάχος, καθηγητής Σεισμολογίας και Γεωφυσικής του ΑΠθ επισημαίνοντας βέβαια ότι το φαινόμενο στη Λέσβο είναι σε πλήρη εξέλιξη οπότε θα πρέπει να περιμένουμε περισσότερα στοιχεία.
Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή καθώς υπάρχει δραστηριότητα μια περιοχή με έντονο ιστορικά. Από την άλλη, τονίζει ότι ρήγμα στο οποίο καταγράφηκαν οι σεισμοί δεν είναι το ίδιο με τους μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν αλλά ένα άλλο 15 χιλιόμετρα δυτικά.