Τρόμος: Το ΔΝΤ βλέπει… παγκόσμιο κραχ!

Οικονομία: Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται πως «βυθίζει» τον πλανήτη ολοένα και βαθύτερα στο πηγάδι της οικονομικής κρίσης.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεώρησε σήμερα ξανά προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη, προειδοποιώντας ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι από τον υψηλό πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία υλοποιούνται και μπορούν να ωθήσουν την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της ύφεσης, αν δεν ελεγχθούν.

Στις αναθεωρημένες προβλέψεις του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το ΔΝΤ αναφέρει ότι ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί φέτος στο 3,2% έναντι 3,6% που προέβλεπε τον Απρίλιο, ενώ αναθεώρησε προς τα κάτω και την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη το 2023 στο 2,9% έναντι 3,6% στην προηγούμενη έκθεσή του.

Σημειώνεται ότι η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε 6,1% το 2021 μετά την ύφεση 3,1% που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού το 2019.

«Οι προοπτικές έχουν σκοτεινιάσει σημαντικά μετά τον Απρίλιο. Ο κόσμος μπορεί σύντομα να κινηθεί στο χείλος μίας παγκόσμιας ύφεσης, μόλις δύο χρόνια μετά από την τελευταία», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιερ-Ολιβιέ Γκουρίντσας.

Το Ταμείο σημειώνει ότι οι προβλέψεις τους είναι «εξαιρετικά αβέβαιες» και υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας και τροφίμων από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό θα ενίσχυε τον πληθωρισμό και θα εμπέδωνε τις μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες, προκαλώντας περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, αναφέρει το Ταμείο.

Με βάση ένα εναλλακτικό σενάριο – το οποίο χαρακτηρίζεται «εύλογο» – που προβλέπει την πλήρη διακοπή των ρωσικών προμηθειών αερίου στην Ευρώπη έως το τέλος του έτους και μία περαιτέρω μείωση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου κατά 30%, το ΔΝΤ αναφέρει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνόταν στο 2,6% το 2022 και στο 2% το 2023, με την ανάπτυξη όμως να είναι ουσιαστικά μηδενική στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το επόμενο έτος.

Το Ταμείο σημειώνει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη έχει μειωθεί κάτω από το 2% μόνο πέντε φορές από το 1970, περιλαμβανομένης της ύφεσης του 2020.

Για τον πληθωρισμό στις αναπτυγμένες οικονομίες, το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα είναι πολύ υψηλότερος φέτος από ότι προέβλεπε τον Απρίλιο και συγκεκριμένα θα διαμορφωθεί 6,6% έναντι 5,7%, προσθέτοντας ότι θα παραμείνει υψηλός για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που προβλεπόταν προηγουμένως. Στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ο πληθωρισμός αναμένεται τώρα να φθάσει στο 9,5% από 8,7% τον Απρίλιο.

«Ο πληθωρισμός στα σημερινά επίπεδα αποτελεί έναν ξεκάθαρο κίνδυνο για την τρέχουσα και τη μελλοντική μακροοικονομική σταθερότητα. Η επαναφορά του στους στόχους των κεντρικών τραπεζών πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους υπεύθυνους για την άσκηση πολιτικής», τόνισε ο Γκουρίντσας.

Σημειώνει ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα επιβραδύνει την ανάπτυξηπιέζοντας τις αναδυόμενες αγορές. Η καθυστέρηση της διαδικασίας αυτής «το μόνο που θα κάνει είναι να διογκώσει τα προβλήματα», προσθέτοντας ότι οι κεντρικές τράπεζες «θα πρέπει να συνεχίσουν αυτή την πορεία μέχρι να μειωθεί ο πληθωρισμός».

Για την Ευρωζώνη, το Ταμείο υποβάθμισε την πρόβλεψή του στο 2,6% από 2,8% τον Απρίλιο, λόγω των πληθωριστικών επιπτώσεων από τον πόλεμο στην Ουκρανίας. Η αναθεώρηση ήταν μεγαλύτερη για ορισμένες χώρες που έχουν μεγαλύτερη έκθεση στον πόλεμο, όπως η Γερμανία, για την οποία προβλέπει ανάπτυξη μόλις 1,2% φέτος από 2,1% τον Απρίλιο.

Για τις ΗΠΑ, το Ταμείο επιβεβαίωσε την πρόβλεψη που είχε κάνει στις 12 Ιουλίου για ανάπτυξη 2,3% το 2022 και μόλις 1% το 2023.

Η ρωσική οικονομία προβλέπεται να συρρικνωθεί 6% το 2022 λόγω των αυστηρών κυρώσεων της Δύσης, και κατά 3,5% το 2023, ενώ η ουκρανική οικονομία εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί κατά περίπου 45%, αλλά με την αβεβαιότητα για την εκτίμηση αυτή να είναι μεγάλη.

Το ΔΝΤ προσγείωσε σημαντικά την πρόβλεψη για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας στο 3,3% από 4,4% τον Απρίλιο, επικαλούμενο τα κρούσματα του κορονοϊού και τα εκτεταμένα lockdown σε μεγάλες κινεζικές πόλεις που μείωσαν την παραγωγή και επιδείνωσαν τις διαταραχές στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.

Οικονομία: Στήριξη στους ευάλωτους ζητάει το ΔΝΤ

Μπροστά σε έναν «πρωτόγνωρο συνδυασμό σοκ», η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα κάλεσε σήμερα τις κυβερνήσεις να θέσουν ως στόχο με τα μέτρα στήριξης τους πλέον «ευάλωτους» πληθυσμούς.

Με την πανδημία της Covid-19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία, «βιώσαμε δύο σοκ σε δύο χρόνια. Πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά τη σωστή άρθρωση των πολιτικών μας», δήλωσε η επικεφαλής του ΔΝΤ, μιλώντας στο Μπαλί της Ινδονησίας με αφορμή τη συνεδρίαση των οικονομικών αξιωματούχων της G20.

«Εάν η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι σφιχτή, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να συνεχίσει να προστατεύει τους πλέον ευάλωτους πολίτες» παρά ολόκληρο τον πληθυσμό στο σύνολό του, εκτίμησε η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.

Τα μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων «εάν δεν είναι καλά ρυθμισμένα και εάν δεν λαμβάνουν υπόψη τη βιωσιμότητά τους μεσοπρόθεσμα, μπορεί να λειτουργήσουν ενάντια στους στόχους της νομισματικής πολιτικής», ειδικότερα τη μείωση του υψηλού πληθωρισμού, είπε.

Οικονομία: «Ψυχρολουσία» για τις ελληνικές τράπεζες

Επάνοδο στην κερδοφορία προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τις ελληνικές τράπεζες, την επόμενη τριετία, αλλά οι θετικές εκτιμήσεις σταματούν εδώ: τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών, όπως εκτιμά, δεν θα επανέλθουν στη «χρυσή εποχή» 2005 – 2008, ενώ σοβαρό πρόβλημα, που θέτει ζητήματα βιωσιμότητας του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών, θα αποτελέσει το υψηλό κόστος κεφαλαίου.

Σε ειδική ανάλυση για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, που συνοδεύει την ετήσια έκθεση του άρθρου IV για την ελληνική οικονομία, οι αναλυτές του ΔΝΤ τονίζουν ότι, «ενώ ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εξυγιαίνεται, η αύξηση της κερδοφορίας με βιώσιμο τρόπο θα αποτελέσει το κλειδί για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητάς του».

Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, ενώ η κερδοφορία αναμένεται να ανακάμψει βραχυπρόθεσμα, η διαχείριση του κινδύνου επιτοκίων και η αναζήτηση επιλογών για τη διατήρηση των εσόδων από προμήθειες απαιτούν προσοχή από τις τραπεζικές διοικήσεις. Στοιχεία για την τιμολόγηση των δανείων και την κερδοφορία, που δεν καλύπτει πλήρως το κόστος κεφαλαίου υποδηλώνουν ότι είναι ανάγκη οι ελληνικές τράπεζες να ενισχύσουν τα πλαίσια για τη διαχείριση κινδύνων και να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα.

Με την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, υπογραμμίζει το ΔΝΤ, θα προλειανθεί το έδαφος για να αυξηθεί βιώσιμα οι κερδοφορία και να μπορέσουν οι τράπεζες να ανταποκριθούν στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη τραπεζικά ιδρύματα, όπως οι εταιρείες ψηφιακών πληρωμών.

Όπως τονίζεται, η χαμηλή κερδοφορία μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά ρίσκα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς οι τράπεζες δυσκολεύονται να δημιουργήσουν κεφαλαιακά «μαξιλάρια» για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενα σοκ. Επιπλέον, δυσκολεύει την προσπάθεια προσέλκυσης επενδυτών για την παροχή νέου κεφαλαίου και περιορίζει τη δυνατότητα χρηματοδότησης της χορήγησης νέων δανείων. Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, τονίζει το Ταμείο, η χαμηλή κερδοφορία μπορεί να οδηγήσει σε μετατροπή αναβαλλόμενων φόρων σε μετοχές από το Δημόσιο, που θα ζημίωνε τους μετόχους.

Το Ταμείο τονίζει τη μεγάλη επιδείνωση που σημείωσαν τα τραπεζικά αποτελέσματα τη διετία 2020 – 2021, καθώς οι τράπεζες προχώρησαν γρήγορα την εξυγίανση χαρτοφυλακίων και ενέγραψαν ζημιές από τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο κύριος δείκτης κερδοφορίας των τραπεζών, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) έγινε αρνητικός, εξαιτίας αυτών των ζημιών και της επίδρασης του σοκ από την πανδημία, αλλά ήδη πριν από το 2020 είχε μειωθεί το καθαρό περιθώριο επιτοκίου, που αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων για τις ελληνικές τράπεζες. Η πτώση του περιθωρίου επιτοκίου σε ένα βαθμό αντισταθμίσθηκε από την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, που όμως παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Προχωρώντας σε μια πρόβλεψη για την κερδοφορία των τραπεζών σε ορίζοντα τριετίας, με ένα μοντέλο που περιλαμβάνει τις κύριες μακροοικονομικές μεταβλητές (ρυθμοί ανάπτυξης, επιτόκια κ.α.), το Ταμείο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη της τραπεζικής κερδοφορίας.

Τονίζει, όμως, ότι ο δείκτης της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων θα επιστρέψει σε ένα εύρος 7 – 9%, περίπου δηλαδή στο επίπεδο όπου βρισκόταν την περίοδο 2001 – 2004, αλλά θα μείνει «πολύ μακριά τα χρόνια της έκρηξης κερδοφορίας στο τραπεζικό σύστημα, δηλαδή την περίοδο 2005 – 2008». Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης συνάδουν με τις εκτιμήσεις και των αναλυτών των επενδυτικών οίκων, όπως σημειώνει το Ταμείο.

Αυτή η χαμηλή αποδοτικότητα των ελληνικών τραπεζών «αντικρίζεται» με το υψηλό κόστος κεφαλαίου (cost of equity – CoE), δηλαδή την αμοιβή που απαιτούν οι επενδυτές για να τοποθετήσουν κεφάλαια σε μια τράπεζα. Το CoE, σημειώνει το Ταμείο, είναι για τις τράπεζες σημαντικό για να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών τους μοντέλων. Ένα υψηλό CoE και οι συνεπαγόμενοι περιορισμοί στην άντληση κεφαλαίου μπορεί να εμποδίσει τις τράπεζες να αντλήσουν κεφάλαια για να ανταποκριθούν σε ενδεχόμενο σοκ.

Οι επόπτες των τραπεζών, αναφέρει το ΔΝΤ, μπορεί να συγκρίνουν το CoE του παρελθόντος με την προβλεπόμενη απόδοση ιδίων κεφαλαίων, η οποία δεν πρέπει να είναι συστηματικά χαμηλότερη. Αυτό έκανε η ΕΚΤ κατά τον τελευταίο έλεγχο (SREP) του 2021, προκειμένου να αξιολογήσει τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών, υπενθυμίζει το ΔΝΤ.

Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, το κόστος κεφαλαίου, διαπιστώνεται ότι είναι πολύ υψηλότερο από την αναμενόμενη απόδοση ιδίων κεφαλαίων, κάτι που αποτελεί σημείο προβληματισμού. Για τις ελληνικές τράπεζες το κόστος κεφαλαίου έχει εκτιμηθεί σε 12 – 17%, δηλαδή πολύ κάτω από την προβλεπόμενη απόδοση κεφαλαίου του 7 – 9% για την επόμενη τριετία. Το υψηλό CoE συνάδει με τις πολύ χαμηλές αποτιμήσεις που δίνουν οι επενδυτές στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών σε όρους τιμής προς λογιστική αξία.