Τι αλλάζει με τα μετρητά και τις τράπεζες: Νέα δεδομένα για κατάθεση σε ΑΤΜ

Μετρητά: Χιλιάδες (αν όχι εκατομμύρια) συμπολίτες μας φύλαξαν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης τα χρήματά τους στο σπίτι τους ή έσπευσαν να βγάλουν τα χρήματά τους και να τα φυλάξουν οι ίδιοι.

Ο φόβος λοιπόν οδήγησε τον κόσμο στο να φοβάται ακόμα ότι και η απλή επανακατάθεση μετρητών από ΑΤΜ σε ΑΤΜ την ίδια ώρα και στιγμή ενοχοποιείται σαν μαύρο χρήμα.

Σε πάμπολλες περιπτώσεις, οι φορολογικοί έλεγχοι τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί συνταξιούχους και απλούς εργαζόμενους, οι οποίοι χρειάστηκε να δώσουν αγώνα για να αποδείξουν πως δεν είναι ελέφαντες και να μη διαλυθούν άδικα με ελέγχους και πρόστιμα για παράνομη προσαύξηση περιουσίας – χωρίς επιτυχία πάντοτε όμως.

Τους ενδοιασμούς αυτούς αντιμετωπίζουν όσοι επιθυμούν να επανακαταθέσουν τα χρήματα που σήκωσαν από τις τράπεζες το 2010 και το 2015, να προβούν σε αγορά πρώτης κατοικίας για τα παιδιά τους, ή σε άλλες αγορές.

Το χρήμα καίει αυτούς που το έχουν, αλλά καίγεται και το ίδιο επειδή κρύβεται και δεν χρησιμοποιείται, ακόμα και από αυτούς που νομίμως το κατέχουν!

Ολα αυτά αλλάζουν.

Και από το 2020 πλέον οι πιο «τολμηροί» μπορούν να κάνουν όλα τα παραπάνω με κάπως μεγαλύτερη άνεση, χωρίς τον άμεσο κίνδυνο κατάσχεσης. Τα περιστατικά αυθαίρετης επιβολής προστίμων για μετρητά (σαν να ήταν «αγνώστου προελεύσεως» χρήματα και όχι ήδη δηλωμένα και φορολογημένα περιουσιακά στοιχεία) φαίνεται πως μειώνονται και περνάνε σταδιακά στο παρελθόν, όπως υποστηρίζουν στελέχη του φοροελεγκτικού μηχανισμού.

Κυρίως δε μετά από αποφάσεις του ΣτΕ, του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή και της Διεύθυνσης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΔΕΔ).

Με βάση τα νέα δεδομένα προκύπτει:

Τα μετρητά είναι νόμιμο χρήμα και δεν πρέπει να ενοχοποιείται. Το αυτονόητο είχε καταργηθεί πρακτικά έως και το 2018, παρότι ήδη από το 2015 η περιβόητη «Εγκύκλιος Μπάκα» (όπως έμεινε γνωστή από το όνομα του πρώην γενικού διευθυντή και προσωρινά γενικού γραμματέα της ΓΓΔΕ Ιωάννη Μπάκα) ξεκαθάριζε ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να επιβάλει πού θα φυλάει κάποιος τα λεφτά του.

Οπως έχει αποκαλύψει το «business stories», όμως, o φορολογικός έλεγχος θεωρούσε μαύρο χρήμα σχεδόν κάθε χρηματική συναλλαγή εκτός τραπεζικού συστήματος.

Το βάρος απόδειξης της φοροδιαφυγής φέρει και η ελεγκτική αρχή. Αν και παραμένει σε ισχύ, εφαρμόζεται υπό όρους πλέον η διάταξη νόμου του 2010 που καταργούσε πλήρως το τεκμήριο της αθωότητας και έπρεπε ο ελεγχόμενος να αποδείξει ότι δεν είναι ένοχος – και στον ελεγκτή του που ήταν ταυτόχρονα κριτής του!

Πλέον γίνεται αποδεκτό ότι οι ελεγκτές πρέπει να στηρίζονται στην ανάλυση οικονομικής θέσης και στην ανάλωση εισοδημάτων περασμένων ετών, για να τεκμηριώσουν αν το ποσόν διακινείται παράνομα και δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Δεν αρκεί δηλαδή ο εντοπισμός μιας μεμονωμένης εγχρήματης συναλλαγής.

Και αν από τις φορολογικές δηλώσεις περασμένων ετών ή άλλες πηγές υπερκαλύπεται η εν λόγω συναλλαγή, αυτό αποτελεί τεκμηρίωση της προέλευσης των χρημάτων.

Σημαντική είναι και η απόφαση ΔΕΔ Αθηνών 1370 από τα τέλη του 2020. Προτού σπεύσει ο ελεγχόμενος στα δικαστήρια και στο ΣτΕ για να βρει το δίκιο του, η ΔΕΔ της ΑΑΔΕ έκρινε «βάσιμο και αποδεκτό» τον ισχυρισμό του ότι «από την οικεία έκθεση ελέγχου […] δεν προκύπτει με σαφήνεια και βάσει ποιών αποδεικτικών στοιχείων […] η φορολογική αρχή θεμελιώνει την κρίση της […] με αποτέλεσμα οι προσβαλλόμενες πράξεις να στερούνται σαφούς, ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας».

Μετρητά: Ναι μεν, αλλά…

Η ΔΕΔ απάλλαξε έτσι από πρόστιμα τον ελεγχόμενο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να μπλέξει κάποιος σε περιπέτειες με τον «μεγάλο αδελφό» της Εφορίας.

Ως παράδειγμα, μια ιστορία φορολογικής τρέλας στη Θεσσαλονίκη: η ΔΟΥ επέβαλε πρόστιμο σε μητέρα, επειδή η κόρη της τής έδωσε μέσω τραπεζικού λογαριασμού (όχι μετρητά) 4.000 ευρώ για να πληρώσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις.

Αρχικά ο έλεγχος έμπλεξε λογαριασμούς, μισθώματα και άλλα ποσά, με συνέπεια να θεωρήσει «άτυπη δωρεά χρημάτων εκ μέρους της θυγατέρας» ποσού… 72.351,56 ευρώ!

Ωστόσο η επανεξέταση από τη ΔΕΔ δικαίωσε τους πολίτες ως προς τα εξής:

Από τις μεταφορές από έναν λογαριασμό σε άλλον, μεταξύ της κόρης και του συζύγου της (δηλαδή των φερόμενων ως δωρητών) δεν μειώθηκε το συνολικό ποσόν. Αρα η υποτιθέμενη «δωρεά» δεν ξεπερνούσε τα 4.054,50 ευρώ!

«Από την ελεγκτική αρχή, η οποία φέρει το βάρος της απόδειξης, δεν αποδείχθηκε ότι η μεταφορά των εν λόγω χρηματικών ποσών έγινε από χαριστική αιτία (animus donandi)», παρότι για τον καταλογισμό των φόρων στηρίχθηκε «στη στιγμιαία και βραχυχρόνια επαύξηση της περιουσίας της εξαιτίας των προαναφερόμενων μεταφορών χρηματικών ποσών μέσω τραπεζικών λογαριασμών». Αλλά από μόνη της «η επαύξηση της περιουσίας δεν αποδεικνύει τη χωρίς αντάλλαγμα παροχή των ποσών αυτών».

Η φορολογική νομοθεσία προϋποθέτει:

«Αληθή» και όχι «κατά το φαινόμενο μόνον» απόκτηση περιουσιακών στοιχείων

και ταυτοχρόνως, αιτιολογημένο αποκλεισμό του ενδεχομένου το χρηματικό ποσό ή μέρος του «να προέρχεται είτε από εισοδήματα της προσφεύγουσας είτε από μεταφορές χρηματικών ποσών στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των οικογενειακών υποχρεώσεων και της αντιμετώπισης των ημερήσιων αναγκών και περιστάσεων».

Μετρητά: Το πρόβλημα με τις καταθέσεις!

Μπροστά σε ένα πρόβλημα που δεν φαντάζονταν ποτέ πως θα βρίσκονταν είναι οι ελληνικές τράπεζες, με τον… πονοκέφαλο να αποτελεί η λύση που δεν βρίσκεται!

Με όχι και τόσο καλό… μάτι βλέπουν οι τράπεζες τη συνεχιζόμενη συσσώρευση καταθέσεων και το 2021, μετά από μια χρονιά-ρεκόρ που εκτόξευσε την ιδιωτική αποταμίευση κατά 20,6 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ημερησίας», το πρώτο τρίμηνο του 2021 οι καταθέσεις σε μία εκ των συστημικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει διατήρηση των ισχυρών ρυθμών αποταμίευσης εν μέσω πανδημίας.

Πηγή του Ευρωσυστήματος αναφέρει στην «Η» ότι ο κύριος λόγος ανησυχίας για το φαινόμενο αυτό είναι κατά πόσο οι Έλληνες θα δαπανήσουν τη ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει προκειμένου να επανεκκινήσει η οικονομία ή εάν θα πρυτανεύσει η ανασφάλεια οδηγώντας τα νοικοκυριά σε παρατεταμένη αποθησαύριση.

«Αν χρονίσει η περαιτέρω συσσώρευση αποταμιεύσεων, θα είναι πρόβλημα καθώς δεν θα συμβάλλει στη δαπάνη που απαιτείται για την ανάκαμψη της οικονομίας», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η συσσώρευση της ρευστότητας είναι αποτέλεσμα δύο βασικών παραγόντων: την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας λόγω των παρατεταμένων lockdown και των μέτρων ενίσχυσης που έλαβε η Πολιτεία μέσω επιδομάτων στήριξης και αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμών προς τις τράπεζες και το Δημόσιο.

Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2020, οι καταθέσεις των νοικοκυριών, που αποτελούν το κύριο μέρος (80% περίπου) των καταθέσεων του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, σημείωσαν άνοδο κατά 10,0 δισ. το 2020, έναντι 6,6 δισ. ευρώ το 2019, και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής τους επιταχύνθηκε ελαφρά κυρίως κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους που η χώρα εισήλθε εκ νέου σε lockdown.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η επανεκκίνηση της οικονομίας μέσα στους επόμενους -καλοκαιρινούς- μήνες αναμένεται να συνοδευτεί από σταδιακή απόσυρση των «μαξιλαριών» ρευστότητας που διατηρούν στις τράπεζες νοικοκυριά και καταθέσεις.

Επιπλέον, σταδιακά θα αποσύρονται και τα ευνοϊκά μέτρα που λήφθησαν εν μέσω πανδημίας όπως τα μορατόρια των τραπεζών και η αναστολή των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης της επιστρεπτέας προκαταβολής, οδηγώντας σε μείωση τη στάθμη των καταθέσεων.

Μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης που στέρεψε τη ρευστότητα από τις τράπεζες, θα μπορούσε κανείς να αναμένει ανακούφιση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων που βλέπουν το ύψος των καταθέσεων να αυξάνεται ραγδαία τον τελευταίο χρόνο.

Η μεγάλη διαφορά, όμως, σε σύγκριση με 10 ή 15 χρόνια νωρίτερα είναι το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων, το οποίο καθιστά τη διακράτηση της ρευστότητας δαπανηρή για τις τράπεζες της Ευρωζώνης.

Σήμερα, τα επιτόκια των καταθέσεων στη χώρα διατηρούνται σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρονται στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά υποχώρησαν περαιτέρω το 2020 έναντι του προηγούμενου έτους και διαμορφωθήκαν κατά μέσο όρο σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 0,20%. Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, Γιάννη Στουρνάρα και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ, η επεκτατική νομισματική πολιτική θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το 2023.

Οπως αναφέρει ο ίδιος, τα χαμηλά επιτόκια αποτελούν ευκαιρία για ανάπτυξη αλλά και κίνδυνο εάν οι τράπεζες δεν εκμεταλλευθούν το ρεκόρ ρευστότητας για τα ελληνικά δεδομένα και εάν δεν προχωρήσουν όλες οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν περιθώρια στην άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.