Ακρίβεια: Από το ένα σοκ στο άλλο πηγαίνει η αγορά καθώς η τιμή του ψωμιού αναμένεται να ανέβει ακόμη περισσότερο τις επόμενες ημέρες, παρά τις διαβεβεβαιώσεις των πρατηριούχων.
Καθησυχαστικός παρά τις αλματώδεις αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των σιτηρών εμφανίζεται ο πρόεδρος της ομοσπονδίας αρτοποιών Ελλάδος, Μιχάλης Μούσιος αναφέροντας ότι τουλάχιστον για αυτών το μήνα και των επόμενο δεν θα υπάρξουν ανατιμήσεις στο ψωμί και στα προϊόντα άρτου.
«Η ενημέρωση που έχουμε από τους κυλινδρόμυλους είναι ότι θα εξακολουθήσουμε να αγοράζουμε άλευρα στις ίδιες τιμές», δηλώνει, τονίζοντας παράλληλα ότι οι εισαγωγές μετά την έναρξη του πολέμου γίνονται και από Γερμανία, Γαλλία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Καναδά.
Επισημάνει πάντως ότι μπορεί να υπάρξει μικρή επιβάρυνση της τάξεως του 5% και πως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία μέχρι τώρα η αναπροσαρμογές δεν υπερβαίνουν το 10%. «Σε κάθε περίπτωση επιμένουμε για μείωση του ΦΠΑ από το 13% στο 6% στην τιμή του ψωμιού και των άλλων προϊόντων άρτου, αφού έτσι μόνο μπορεί να λειτουργήσουν οι φούρνοι και να παραμείνουν ανταγωνιστικοί και ποιοτικοί».
Από τις αρχές του χρόνου, σύμφωνα με το ινστιτούτο Kayrros, οι τιμές σιταριού έχουν αυξηθεί κατά 60% εξαιτίας της αδυναμίας της Ουκρανίας να κάνει εξαγωγές. Υπενθυμίζεται ότι η Ουκρανία είναι η έκτη μεγαλύτερη παραγωγός σιτηρών στον κόσμο και λόγω των συγκρούσεων υπολογίζεται ότι η παραγωγή της θα μειωθεί φέτος τουλάχιστον κατά ένα τρίτο.
Στην Ινδία, τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό σιταριού στον κόσμο τα πράγματα είναι πιο δύσκολα αφού έπειτα από κύμα καύσωνα μέσα στον Απρίλιο που επηρέασε την παραγωγή της, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι για να μπορέσει να ελέγξει την εγχώρια αύξηση της τιμής του σιταριού, απαγορεύει τις εξαγωγές του.
Ακρίβεια: Δείτε ποια βασικά αγαθά αυξάνονται έως και 50% και άμεσα
Οι αυξήσεις σε τρόφιμα και άλλα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, με την ακρίβεια να έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, που επιδεινώνεται λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Πλέον οι ανατιμήσεις είναι καθημερινές, με πάνω από το 60% των προϊόντων που διατίθενται από τα καταστήματα τροφίμων να πωλείται ακριβότερα από τις αρχές του χρόνου.
Μιλώντας στη Realnews, υψηλόβαθμο στέλεχος αλυσίδας σούπερ μάρκετ εκτιμά ότι τουλάχιστον 6 στα 10 προϊόντα πωλούνται ακριβότερα τους τελευταίους τέσσερις μήνες, με ορισμένα από αυτά να έχουν ανατιμηθεί δύο και τρεις φορές.
Δηλαδή, αν ένα μικρό σούπερ μάρκετ πουλάει 2.000 προϊόντα, τα 1.200 έχουν ανατιμηθεί τουλάχιστον μία φορά.
Τα καταστήματα τροφίμων γίνονται καθημερινά παραλήπτες ανατιμημένων τιμολογίων σε ποσοστό που τις περισσότερες φορές ξεπερνά ακόμη και το 10% και φτάνει ακόμη και το 50%.
Τα νέα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «R» αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Από τις αμέσως επόμενες ημέρες -και σταδιακά μέχρι τα μέσα Ιουνίου- αναμένεται να ανατιμηθούν σε ποσοστό έως 50% τουλάχιστον 300 προϊόντα.
Ανατιμήσεις που θα περνούν σταδιακά στα ράφια των καταστημάτων τροφίμων ανάλογα με τα αποθέματα που διαθέτουν στις αποθήκες τους.
Συγκεκριμένα, η νέα λίστα της ακρίβειας περιλαμβάνει τα εξής προϊόντα:
- Σπορέλαια 50%,
- χαρτικά 15%-25%,
- μαργαρίνες 20%,
- ελαιόλαδο 20%,
- αραβοσιτέλαιο 10%-18%,
- κρουασάν 9%-20%,
- τυριά 4%-17%,
- ψωμί 8%,
- ξινό νερό έως 16%,
- καφές φίλτρου 17%,
- ελληνικός καφές 13%,
- έτοιμα φαγητά 5%-13%,
- φρέσκοι χυμοί και τσάι 2,5%-12%,
- κατεψυγμένες πατάτες 10%,
- γάλα 5%-9%,
- μπισκότα 8%,
- απορρυπαντικά 5%-8%,
- γιαούρτι 6%-7%,
- βούτυρο 5%- 6%,
- σαλάτες 6%,
- σαμπουάν 6%,
- κρασιά 4%- 6%,
- ρεβίθια 5%,
- αλάτι 5%,
- κονσέρβες 5%,
- δημητριακά 5%,
- αυγά 4,5% κατά μέσο όρο,
- παξιμάδια 4,5%
- και κρέμες γάλακτος 1,5%.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται για μεμονωμένες ανατιμήσεις και δεν αφορούν το σύνολο των αγαθών που περιλαμβάνονται στις συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων.
Ακρίβεια: Εφιαλτικό σενάριο – Τα χειρότερα είναι μπροστά μας
Το σοκ από την άνοδο στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και των καυσίμων, που συνδέεται με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 2024 και αυξάνει τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, ανέφερε η Παγκόσμια Τράπεζα στην πιο πρόσφατη έκθεσή της για τις προοπτικές της αγοράς εμπορευμάτων (Commodities Market Outlook).
Στην πρώτη συνολική ανάλυσή της για τον αντίκτυπο του πολέμου στις αγορές εμπορευμάτων, η Παγκόσμια Τράπεζα, που παρέχει δάνεια και επιχορηγήσεις σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, ανέφερε πως ο κόσμος αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο σοκ στις αγορές εμπορευμάτων από τη δεκαετία του 1970.
Επιδεινώνεται, αναφέρει, από τους περιορισμούς στο εμπόριο τροφίμων, καυσίμων και λιπασμάτων που επιτείνουν τις ήδη αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις σε όλον τον κόσμο.
«Οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να εκμεταλλευθούν κάθε ευκαιρία προκειμένου να αυξήσουν την οικονομική μεγέθυνση στη χώρα τους και να αποφύγουν ενέργειες που πλήττουν την παγκόσμια οικονομία», δήλωσε ο Ίντερμιτ Τζιλ, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Δίκαιη Ανάπτυξη, τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα και τους Θεσμούς.
Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο εξαγωγέας φυσικού αερίου και λιπασμάτων και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου.
Μαζί με την Ουκρανία, αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 19% των εξαγωγών καλαμποκιού και στο 80% των εξαγωγών ηλιελαίου.
Η παραγωγή και εξαγωγή αυτών και άλλων εμπορευμάτων έχει διαταραχθεί αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.
Ως αποτέλεσμα, η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει πως οι τιμές της ενέργειας θα αυξηθούν πάνω από 50% το 2022 προτού μετριαστούν το 2023 και 2024, ενώ οι τιμές μη ενεργειακών εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων εκείνων της γεωργίας και των μετάλλων, θα αυξηθούν σχεδόν 20% το 2022 προτού αρχίσουν να μειώνονται.
Η τράπεζα ανέφερε πως οι τιμές των εμπορευμάτων θα υποχωρήσουν ελαφρά μόνο και θα παραμείνουν πολύ πάνω από τον πλέον πρόσφατο μέσο όρο πέντε ετών μεσοπρόθεσμα.
«Σε περίπτωση παρατεταμένου πολέμου, ή επιπρόσθετων (δυτικών) κυρώσεων στη Ρωσία, οι τιμές θα μπορούσαν να είναι ακόμη υψηλότερες και πιο ασταθείς απ΄ ό,τι προβλέπεται τώρα», ανέφερε.
Σε ό,τι αφορά την απόκριση της πολιτικής στην κρίση, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεχωρίζει τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τις επιδοτήσεις που, όπως αναφέρει, τείνουν να επιτείνουν τις ελλείψεις στην προσφορά και τις αυξήσεις των τιμών, καλώντας αντ’ αυτού για προγράμματα σχολικών γευμάτων, καθώς και μεταβιβάσεις μετρητών και προγράμματα δημόσιας απασχόλησης για ευάλωτες ομάδες.