Συναγερμός στα σούπερ μάρκετ της χώρας: Αυτά τα προϊόντα εξαφανίζονται

Σούπερ μάρκετ: Νέα έλλειψη αγαθών στα ράφια των σούπερ μάρκετ, καθώς τα προϊόντα εξαφανίζονται και δεν ανεφοδιάζονται! Όλες οι εξελίξεις στο xristika.gr

Λιγότερα προϊόντα είναι διαθέσιμα –πλέον -στα ράφια των σούπερ μάρκετ και οι επιλογές δεν είναι απεριόριστες. Αυτή είναι η νέα «πραγματικότητα» που βιώνει η οικονομία, σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς.

Ειδικότερα, κάποια προϊόντα λείπουν από τα ράφια, στην προσπάθεια των αλυσίδων να περιορίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα.

Εκπρόσωπος μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ μίλησε στα «ΝΕΑ» για τη μείωση της ποικιλίας στα ράφια, αναφέροντας αρχικά τις σοκολάτες ως παράδειγμα.

«Ως κατάστημα, έχουμε στις σοκολάτες σε ποσοστό 95% γεύσεις κλασικές -γάλακτος, αμυγδάλου, υγείας- και μόνο 5% κωδικούς με γεύσεις πιο εξειδικευμένες. Οι εταιρίες και τα σούπερ μάρκετ πάνε πίσω στα βασικά, είναι ελάχιστες οι εναλλακτικές στο ράφι».

Ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρει ο ίδιος εκπρόσωπος είναι οι μαγιονέζες. «Θα δείτε την κλασική, την λάιτ, και τώρα τελευταία ένα μικρό μερίδιο με ελάχιστους κωδικούς που αφορά το ειδικό κοινό των βίγκαν. Οι επιλογές με διάφορα αρώματα και πρόσθετες γεύσεις εξαφανίζονται», σημείωσε.

Αναφορικά με τα γιαούρτια, σχολιάζει πως «υπάρχει η βασική ποικιλία, η εναλλακτική με φρούτα και τα προϊόντα χωρίς λακτόζη», ενώ τονίζει ότι ακόμα και στα απορρυπαντικά «που παλαιότερα έβρισκες με πολλά αρώματα, πλέον υπάρχει μια πορεία σταθερή με το βασικό προϊόν που είναι φιλικό προς το περιβάλλον και σε συσκευασία οικολογική».

Τέλος, στα αναψυκτικά, ο ίδιος αναφέρει πως «μειώθηκε η ποικιλία σε γεύσεις και δόθηκε έμφαση στη συσκευασία από ανακυκλωμένο πλαστικό.»

Στροφή στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (PL) από τα σούπερ μάρκετ φαίνεται να κάνουν οι καταναλωτές στην Ελλάδα για να εξοικονομήσουν χρήματα, λόγω της ακρίβειας η οποία τους οδηγεί να βάζουν την «ποιότητα» πιο χαμηλά από την τιμή, σύμφωνα με το συμπέρασμα από έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), με δείγμα 2.000 καταναλωτές.

Συγκριτικά με το 2020, τόσο το 2021 όσο και το 2022, πολλοί περισσότεροι καταναλωτές θεωρούν ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρέχουν καλύτερη σχέση ποιότητας τιμής, σε ποσοστό 50% έναντι 38% το προηγούμενο έτος.

Η διαφορά αυτή αποδίδεται, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, στις εξελίξεις στο καταναλωτικό κοινό, το διαθέσιμο εισόδημα λόγω της αύξησης του κόστους ενέργειας-μεταφορών και τις ανατιμήσεις των προϊόντων.

Την περίοδο 2019-2020 τα ποιοτικά κριτήρια κυριαρχούσαν στο σκεπτικό του αγοραστικού κοινού. Το 2019 το 37% των αγοραστών δήλωναν ότι αγόραζαν με βασικό κριτήριο την ποιότητα έναντι 31% με βάση τη χρηματική δαπάνη.

Πλέον, η εικόνα έχει αναστραφεί με το 39% να δηλώνει ότι αγοράζει με βάση τη χρηματική δαπάνη και το 29% με βάση τα ποιοτικά κριτήρια.

Σούπερ μάρκετ: Πώς θα κάνετε οικονομία έως και 370 ευρώ το μήνα

Ευρώ… ευρώ μετράνε πλέον τα έξοδά τους οι καταναλωτές προσπαθώντας μέσα από τα ψώνια του σούπερ μάρκετ να εξοικονομήσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν.

Στο κυνήγι προσφορών και εκπτώσεων στρέφονται οι καταναλωτές, με το μέσο ετήσιο όφελος που είχαν τα ελληνικά νοικοκυριά το 2021 από τις «έξυπνες αγορές» στα σούπερ μάρκετ να υπολογίζεται στα 370 ευρώ.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ετήσια πανελλήνια έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) 2014-2022, με δείγμα 2.000 καταναλωτές, οι Έλληνες στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν χρήματα στρέφονται στις προωθητικές ενέργειες και τις εκπτώσεις που παρέχουν τα σουπερ-μάρκετ σε συνεργασία με τους προμηθευτές μέσα από πρακτικές έξυπνων αγορών.

Όπως σημειώνει το ΙΕΛΚΑ, οι «έξυπνες αγορές» μπορούν δυνητικά να εξισορροπήσουν την πίεση των ανατιμήσεων για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών.

Αναλυτικά, η μέση εξοικονόμηση που προκύπτει από την στάθμιση του συνόλου ανέρχεται σε 13% ποσοστό σταθερό σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

Πρακτικά, η συνολική αξία αυτών των ενεργειών αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε όφελος περίπου 370 ευρώ ετησίως για το 2021, λόγω και της αύξησης της δαπάνης. Η αξία αυτή είναι αυξανόμενη σε ετησία βάση την τελευταία 5ετία με εξαίρεση το 2016, χρονιά υπολειτουργίας δύο εκ των τότε σημαντικότερων αλυσίδων σουπερμάρκετ της χώρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το όφελος είναι πολύ σημαντικότερο από το αντίστοιχο όφελος του 2014 εξαιτίας της αύξησης της δαπάνης στων νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου. Συνολικά η μέση εξοικονόμηση ανά νοικοκυριό εκτιμάται σε περίπου 2.500 ευρώ για την τελευταία 8ετία, ενώ η συνολική αξία που έχει δοθεί σε 8 χρόνια ξεπερνά τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η πλειονότητα του κοινού, 5 στους 10, εξοικονομεί τουλάχιστον 10% της αξίας των αγορών τους, ενώ μόλις 1 στους 10 δηλώνει ότι δεν εξοικονομεί τίποτα, ενώ 2 στους 3 δηλώνουν ότι εξοικονομούν τουλάχιστον 5% από τη συνολική αξία των αγορών τους.

Τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα υψηλά και δείχνουν πόσο σημαντικό είναι το όφελος που αποκομίζει το 85% των καταναλωτών.

Τα ποσοστά αυτά είναι άλλωστε υψηλότερα του επιπέδου των ανατιμήσεων που καταγράφονται τους τελευταίους μήνες και δείχνουν ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα με έξυπνες αγορές να εξισορροπήσουν αυτό το επιπλέον κόστος.

Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκαν και άλλες απόψεις των καταναλωτών γύρω από τις προσφορές οι οποίες δείχνουν μία σταδιακή αλλαγή.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ το 2017 το 74% των ερωτώμενων κυνηγούσε τις προσφορές και τις εκπτώσεις στο σουπερμάρκετ, αυτό το ποσοστό το 2021 έχει διαμορφωθεί σε 58%.

Για το 2022, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, αναμένεται αυτό το ποσοστό να αυξηθεί. Αυτή η εξέλιξη των τελευταίων είναι αποτέλεσμα της αύξησης των προωθητικών ενεργειών, εξηγεί το Ινστιτούτο.

Πλέον οι καταναλωτές βρίσκουν περισσότερες ευκαιρίες, ενώ τις βρίσκουν και πιο εύκολα. Παράλληλα όμως μειώνεται και η επίδραση που έχουν οι προσφορές και οι εκπτώσεις στην επιλογή καταστήματος. Το ποσοστό των καταναλωτών που επίλεγε κατάστημα με κύριο λόγο τις προσφορές έχει μειωθεί από 63% το 2017 σε 41% το 2021, κάτι που δείχνει ότι πλέον δεν αποτελεί τόσο έντονο σημείο διαφοροποίησης ανάμεσα στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ το εύρος των προωθητικών ενεργειών.

Χαρακτηριστικό του βαθμού υιοθέτησης προσφορών από τον καταναλωτή είναι το γεγονός ότι το 44% του κοινού δηλώνει ότι προτιμάει περισσότερες προσφορές, παρά χαμηλές τιμές. Μπορεί και αυτό το ποσοστό να παρουσιάζει κάμψη συγκριτικά με το 2017 (47%), αλλά εξακολουθεί να αποτελεί ιδιαίτερα υψηλή καταγραφή.

Ο λόγος γι’ αυτή την επιλογή, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, είναι ότι θεωρεί ότι μέσω της αναζήτησης και επιλογής προσφορών και εκπτώσεων έχει τη δυνατότητα τόσο για μεγαλύτερες εξοικονομήσεις, όσο και για προσαρμογή στις δικές τους εξατομικευμένες ανάγκες της εξοικονόμησης χρημάτων.

Σε σχέση με τις πηγές πληροφόρησης για τις προσφορές και τις εκπτώσεις, τα κύρια κανάλια είναι τα έντυπα μέσα με 61% (κυρίως τα ενημερωτικά φυλλάδια με 56%), η τηλεόραση με 43% και τα ψηφιακά μέσα με 51% (αθροιστικά internet, κινητό τηλέφωνο, ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ).

Διαχρονικά φαίνεται ότι τα πρώτα δύο κανάλια (φυλλάδια και τηλεόραση) παρουσιάζουν μικρή κάμψη, ενώ κερδίζουν έδαφος οι νέες τεχνολογίες αθροιστικά να αυξάνονται από 22% σε 51%.

Οι λοιπές πηγές ενημέρωσης παρουσιάζουν επίσης διακυμάνσεις με τις σημαντικότερες να είναι η μείωση τα τελευταία χρόνια για την ενημέρωση εντός του καταστήματος (π.χ. αφίσες). Η προβολή των τάσεων στο μέλλον δείχνει ότι τα ψηφιακά μέσα μέσα στην επόμενη πενταετία να γίνεται το κύριο κανάλι ενημέρωσης με 63%, το φυλλάδιο να βρίσκεται στη δεύτερη θέση με 54% και η τηλεόραση να πέφτει στο 34%.

Η αύξηση της αξιοποίησης των ψηφιακών τεχνολογιών είναι ιδιαίτερα σημαντική τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθώς δίνει στον καταναλωτή τα απαραίτητα εργαλεία για τη μέγιστη αξιοποίηση των προσφορών και εκπτώσεων για την εξοικονόμηση δαπάνης, ενώ αποτελεί και μία διαφανή διαδικασία σύγκρισης τιμών από τον καταναλωτή.

Όπως επισημαίνει συμπερασματικά το ΙΕΛΚΑ, τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν στο ότι διαχρονικά αυξάνεται η εξοικονόμηση από τις προωθητικές ενέργειες και προσφορές στις αλυσίδες σουπερμάρκετ, η οποία επίσης διαχρονικά επιτυγχάνεται με λιγότερο «κόπο» για τους καταναλωτές, με αυξημένο ρόλο του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων ως καναλιών ενημέρωσης συγκριτικά με το παρελθόν.