Επίδομα ρεύματος: Ένας νέος τρόπος χορήγησης οικονομικής ενίσχυσης για την ηλεκτρική ενέργεια στήνεται από το 2024. Όλα τα νεότερα για τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς.
Ένας ακόμα δύσκολος χειμώνας είναι στον ορίζοντα, εν μέσω αυξήσεων σε τιμές και ελλείψεις στα τρόφιμα, ακραίων καιρικών φαινομένων που δεν γνωρίζουμε τι θα φέρουν, δυσκολιών και νέου κύματος ακρίβειας στους λογαριασμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων αφού οι κρατικές επιδοτήσεις «κόβονται».
Η αναστολή της εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας θα ισχύει μέχρι το τέλος του 2023. Έτσι, τώρα, η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο εξετάζουν με ποιους τρόπους μπορούν να δώσουν μια νέα στήριξη στους πιο ευάλωτους με τη μορφή επιδόματος για την ηλεκτρική ενέργεια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, από τη νέα χρονιά θα δίνεται ένα επίδομα ρεύματος με τη μορφή που είναι το επίδομα θέρμανσης. Θα καθορίζονται δηλαδή οι δικαιούχοι με βάση τα εισοδηματικά αλλά και τα περιουσιακά κριτήρια που θα οριστούν από το αρμόδιο υπουργείο, ενώ βασικό κριτήριο θα παίζει και ο τόπος διαμονής του εκάστοτε δικαιούχου, αν δηλαδή οι πολίτες μένουν σε βόρειες ή ορεινές περιοχές.
Υπενθυμίζεται ότι στο επίδομα θέρμανσης, βασική προϋπόθεση είναι ο… ταχυδρομικός κώδικας. Έτσι θα γίνει και με το ρεύμα. Κάθε περιοχή θα έχει και τη δική της επιδότηση.
Παράλληλα, θα υπάρχει έκπτωση για τους συνεπείς στην πληρωμή των λογαριασμών τους. Σημειώνεται ότι το κόστος της ρευματοκλοπής ανέρχεται σε περίπου 700 εκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο έχει επιβάρυνση 4% σε κάθε λογαριασμό ρεύματος.
Τιμολόγια ρεύματος: Οι επιδοτήσεις του Σεπτεμβρίου
Οριζόντιες επιδοτήσεις σε νοικοκυριά, αγρότες και ευάλωτους θα συνεχίσουν να καταβάλλονται με στόχο η τιμή της κιλοβατώρας να κινείται πέριξ των 0,15-0,19 λεπτών ανά κιλοβατώρα.
Στο τέλος του χρόνου τελειώνει ο έκτακτος μηχανισμός λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος και επανέρχεται μια νέα κανονικότητα που θα επιφέρει και αλλαγές στους λογαριασμούς με ερωτηματικό ακόμη τι θα γίνει με τη ρήτρα αναπροσαρμογής και αν θα επιστρέψει σε κάποια μορφή.
Ως προς τις επιδοτήσεις, όπως έχει πει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, λίγο ως πολύ το ίδιο καθεστώς θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος του χρόνου.
Χωρίς να έχει ανοίξει τα χαρτιά του για το πώς ακριβώς θα είναι το νέο σχήμα επιδοτήσεων το 2024 εφόσον χρειαστεί είναι βέβαιο πώς η οριζόντια στήριξη θα λάβει τέλος. Σύμφωνα με πηγές, αν και εφόσον προκύψει ανάγκη για επιδοτήσεις, τότε οι παρεμβάσεις που θα γίνουν θα είναι πιο στοχευμένες και η εφαρμογή δεν θα είναι στη λογική της οριζόντιας επιδότησης. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, εισοδηματικά κριτήρια αλλά και επιδοτήσεις μόνο της πρώτης κατοικίας και όχι δευτερευουσών, δηλαδή των εξοχικών κατοικιών, είναι κάποιες από τις παραμέτρους που θα διαφοροποιήσουν το καθεστώς.
Σήμερα επιδοτείται το 90% των νοικοκυριών. Οι ενισχύσεις για την ηλεκτρική ενέργεια αφορούν σε οικιακά τιμολόγια και για όλες τις παροχές κύριας και μη κύριας κατοικίας, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια και ανεξαρτήτως παρόχου. Υπάρχει μόνο η κλιμακωτή διαβάθμιση στην επιδότηση ανάλογα με τις καταναλώσεις. Ενισχύονται επίσης κάθε μήνα οι αγρότες, ανεξαρτήτως ισχύος παροχής και επιπέδου τάσης και όσα νοικοκυριά είναι ενταγμένα στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο.
Λογαριασμοί ρεύματος: Αναστολή ρήτρας αναπροσαρμογής έως τα τέλη του χρόνου
Η παράταση αναστολής της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, σύμφωνα με το υπουργείο, έχει ως σκοπό να διευκολύνει τους καταναλωτές αλλά και τις εταιρείες προμήθειας για την ομαλή μετάβαση στον νέο τρόπο τιμολόγησης τους επόμενους μήνες.
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ έκρινε ότι η χρονική παράταση θα δώσει τα περιθώρια στους προμηθευτές να διαμορφώσουν το κατάλληλο πλαίσιο και θα διασφαλίσει την απαιτούμενη περίοδο ενημέρωσης για τους καταναλωτές, υπό την τήρηση των κανόνων διαφάνειας και ευκολότερης σύγκρισης των τελικών τιμών.
«Όπως έχουμε αποδείξει από την αρχή της ενεργειακής κρίσης, στηρίζουμε, εμπράκτως, τους καταναλωτές και τους ενισχύουμε με κάθε δυνατό τρόπο, μέσω του πλέγματος μέτρων που έχουμε θεσπίσει, ενώ με την παράταση των δύο επιτυχημένων μηχανισμών στη χονδρική και λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, διασφαλίζουμε την ομαλότερη μετάβαση των καταναλωτών στις νέες συνθήκες λειτουργίας των αγορών, με γνώμονα τη διατήρηση προσιτών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας», αναφέρουν σε κοινή δήλωσή τους ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης και η υφυπουργός Αλεξάνδρα Σδούκου.
Οι δύο μηχανισμοί (στη χονδρική και λιανική αγορά) είχαν θεσπιστεί τον περασμένο Ιούλιο με διάρκεια ζωής, έπειτα από έγκριση της Κομισιόν, ενός έτους και λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές του Μαΐου είχαν παραταθεί με υπουργική απόφαση μέχρι και τον Σεπτέμβριο, προκειμένου να δοθεί χρόνος στη νέα κυβέρνηση για να αποφασίσει.
Αυτό που δεν έχει διευκρινιστεί από πλευράς του ΥΠΕΝ είναι εάν με την παράταση της αναστολής της ρήτρας αναπροσαρμογής θα παραταθούν αντίστοιχα χρονικά και οι οριζόντιες επιδοτήσεις, το τέλος των οποίων προανήγγειλε με δηλώσεις του προ διημέρου ο κ. Σκυλακάκης. Ο υπουργός μίλησε για ένα νέο πακέτο επιδοτήσεων στοχευμένο στους «ενεργειακά ευάλωτους» καταναλωτές, που θα ανακοινωθεί μέσα στις επόμενες ημέρες.
Οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα και στην ΕΕ
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το δεύτερο εξάμηνο του 2022 η ηλεκτρική ενέργεια για οικιακή χρήση στην Ελλάδα κόστιζε κατά μέσο όρο 24% περισσότερο από ό,τι το αντίστοιχο εξάμηνο του 2021.
Σε άλλες χώρες, το ρεύμα ακρίβυνε ακόμη περισσότερο: στη γειτονική Ιταλία, κατά 54%.
Από την άλλη, στη Γερμανία και στην Αυστρία η αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά ήταν μόλις 4%.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ολλανδία το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν 7% φθηνότερο στα τέλη του 2022 από ό,τι ένα έτος νωρίτερα. Όπως σημειώνει το Δελτίο Τύπου της Eurostat, η αιτία για αυτό ήταν οι γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις τιμών.
Εξαιτίας των κρατικών ενισχύσεων, η μέση τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακή χρήση στην Ολλανδία ήταν η χαμηλότερη στην Ευρώπη (τιμή καταναλωτή 0,10 ευρώ ανά κιλοβατώρα), ενώ η τιμή παραγωγού ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,33 έναντι 0,24 ευρώ ανά κιλοβατώρα).