Ποδόσφαιρο: Μεγάλη αλλαγή στους κανόνες – Για πρώτη φορά βγήκε λευκή κάρτα – Τι συμβολίζει

Ποδόσφαιρο: Για πρώτη φορά διαιτητής έδειξε λευκή κάρτα σε αγώνα ποδοσφαίρου στην αναμέτρηση της Μπενφίκα με την Σπόρτινγκ Λισαβόνας για το πρωτάθλημα γυναικών της Πορτογαλίας. Τι σημαίνει ο νέος όρος στο ποδόσφαιρο. Όλες οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.

Η λευκή κάρτα σε αντίθεση με την κίτρινη και την κόκκινη επιβραβεύει μια συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του αγώνα και ο διαιτητής έχει το δικαίωμα να τη δείξει σε όλα τα άτομα που βρίσκονται στον αγωνιστικό χώρο.

Τι συμβολίζει η λευκή κάρτα

Στο εν λόγω ματς η διαιτητής θέλησε να επιβραβεύσει τα ιατρικά επιτελεία των δύο ομάδων, τα οποία έτρεξαν προκειμένου να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες σε οπαδό που έχασε τις αισθήσεις του.

Η εφαρμογή της λευκής κάρτας είναι μια καινοτομία που εισήγαγε η FIFA στην Πορτογαλία και είναι πιθανό να επεκταθεί η χρήση της και σε άλλα πρωταθλήματα, ώστε να αναδεικνύονται οι θετικές πράξεις.

Ποδόσφαιρο: Οι κανόνες σύμφωνα με τη Fifa

Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο έχει καθορίσει 17 κανονισμούς, οι οποίοι είναι γνωστοί σαν οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού. Κάθε κανονισμός περιέχει μια συλλογή από προδιαγραφές και κατευθυντήριες γραμμές. Οι ίδιοι κανονισμοί έχουν σχεδιαστεί για να εφαρμοστούν σε όλα τα επίπεδα του ποδοσφαίρου, αν και επιτρέπονται ορισμένες τροποποιήσεις για ομάδες παίδων, παλαιμάχων, γυναικών και ατόμων με ειδικές αδυναμίες.

Οι κανονισμοί συχνά δίνονται σε γενικές γραμμές, επιτρέποντας έτσι την ευελιξία στην εφαρμογή τους ανάλογα με τη φύση του παιχνιδιού. Οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού δημοσιεύονται από τη FIFA, αλλά καθορίζονται από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο. Εκτός από τους 17 κανονισμούς, πολλές από τις αποφάσεις και οδηγίες του Διεθνές Ποδοσφαιρικού Συμβουλίου συμβάλλουν στη ρύθμιση του παιχνιδιού.

Ποδόσφαιρο: Ο αγωνιστικός χώρος

Δεδομένου ότι οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού διατυπώθηκαν στην Αγγλία και αρχικώς αποφασίζονταν από τις τέσσερις βρετανικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, οι τυποποιημένες διαστάσεις ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου εκφράζονταν σε βρετανικές μονάδες μέτρησης. Στη σύγχρονη εποχή οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού εκφράζονται σε διεθνείς, κατά προσέγγιση ισοδύναμες, διαστάσεις. Ωστόσο, υπάρχει η τάση χρήσης των παραδοσιακών μονάδων σε αγγλόφωνες χώρες.

Ποδόσφαιρο: Το γήπεδο ποδοσφαίρου και οι διαστάσεις του

Ο αγωνιστικός χώρος διεξαγωγής του ποδοσφαίρου είναι ένα γήπεδο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου (βλ. εικόνα), το οποίο πρέπει να χαράσσεται με γραμμές. Οι γραμμές αυτές ανήκουν στις περιοχές των οποίων αποτελούν τα όρια. Όλες οι γραμμές πρέπει να έχουν το ίδιο πλάτος, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12 εκατοστά.

Οι δύο μεγαλύτερες σε μήκος γραμμές ονομάζονται πλάγιες γραμμές. Οι δύο μικρότερες σε μήκος γραμμές ονομάζονται γραμμές τέρματος. Για διεθνείς ποδοσφαιρικούς αγώνες ενηλίκων το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα και η γραμμή τέρματος από 64 μέχρι 75 μέτρα.

Για μη διεθνείς ποδοσφαιρικούς αγώνες η πλάγια γραμμή μπορεί να έχει μήκος 90 έως 120 μέτρα και η γραμμή τέρματος από 45 έως 90 μέτρα, με την προϋπόθεση ότι ο αγωνιστικός χώρος δεν θα γίνει τετράγωνο (το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να είναι πάντα μεγαλύτερο από το μήκος της γραμμής τέρματος).

Παρόλο που το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ενέκρινε, το 2008, τυποποιημένα μεγέθη (105 μέτρα για την πλάγια γραμμή και 68 μέτρα για τη γραμμή τέρματος) για διεθνές αγώνες επιπέδου Α,αλλά η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Ο αγωνιστικός χώρος χωρίζεται σε δύο τμήματα με μία διχοτόμο γραμμή (γραμμή κέντρου), η οποία συναντά το μέσο κάθε πλάγιας γραμμής. Το σημείο του κέντρου βρίσκεται στη μέση της διχοτόμου γραμμής. Γύρω από αυτό σημειώνεται ένας κύκλος με ακτίνα 9,15 μέτρα.

Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται δύο γραμμές που αρχίζουν από απόσταση 5,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού.

Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο σε απόσταση 5,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και την γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή τέρματος» ή «μικρή περιοχή».

Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται δύο γραμμές που αρχίζουν από απόσταση 16,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε απόσταση 16,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος.

Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και τη γραμμή τέρματος αποτελεί την περιοχή πέναλτι ή την μεγάλη περιοχή. Μέσα σε κάθε περιοχή πέναλτι, αποτυπώνεται το σημείο του πέναλτι, σε απόσταση 11 μέτρων από τη μέση μεταξύ των κάθετων δοκαριών και σε ίση απόσταση από αυτά. Έξω από την περιοχή πέναλτι χαράσσεται ένα τόξο κύκλου με ακτίνα 9,15 μέτρων από το κέντρο κάθε σημείου πέναλτι.

Σε κάθε γωνία (κόρνερ) του αγωνιστικού χώρου τοποθετείται ένα κοντάρι ύψους το λιγότερο 1,5 μέτρα, χωρίς αιχμηρή κορυφή, με σημαία. Κοντάρια με σημαία επιτρέπεται να τοποθετηθούν στο κάθε άκρο της διχοτόμου γραμμής σε απόσταση το λιγότερο 1 μέτρο έξω από την πλάγια γραμμή. Στο εσωτερικό τμήμα του αγωνιστικού χώρου χαράσσεται ένα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα 1 μέτρο από κάθε κοντάρι με σημαία του κόρνερ.

Ένα ορθογώνιο τέρμα είναι τοποθετημένη στο μέσο κάθε γραμμής τέρματος. Τα δύο κάθετα δοκάρια της εστίας βρίσκονται σε ίση απόσταση από κάθε κοντάρι με σημαία του κόρνερ και οι κορυφές τους ενώνονται από ένα οριζόντιο δοκάρι. Οι κάθετες και η οριζόντια δοκός πρέπει να είναι κατασκευασμένες από ξύλο, μέταλλο ή άλλο εγκεκριμένο υλικό. Επιτρέπεται να έχουν σχήμα τετράγωνο, ορθογώνιο, κυκλικό ή ελλειπτικό και δεν πρέπει να είναι επικίνδυνα για τους παίκτες.

Η απόσταση μεταξύ των κάθετων δοκαριών είναι 7,32 μέτρα και η απόσταση από το χαμηλότερο άκρο του οριζόντιου δοκαριού μέχρι το έδαφος είναι 2,44 μέτρα. Και τα δύο κάθετα δοκάρια και το οριζόντιο δοκάρι έχουν το ίδιο πλάτος και πάχος, όχι μεγαλύτερο από 12 εκατοστά. Οι γραμμές τέρματος πρέπει να έχουν το ίδιο πλάτος με τα κάθετα δοκάρια και το οριζόντιο δοκάρι.

Στο τέρμα και στο έδαφος πίσω από το τέρμα επιτρέπεται να αναρτηθούν δίχτυα (αν και δεν είναι απαραίτητα σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Παιχνιδιού), με την προϋπόθεση ότι είναι καλά στερεωμένα και δεν εμποδίζουν τον τερματοφύλακα.

Το χρώμα των κάθετων και οριζόντιων δοκαριών πρέπει να είναι λευκό. Τα τέρματα πρέπει να είναι αγκυρωμένα με ασφάλεια στο έδαφος. Επιτρέπεται η χρήση μεταφερόμενων τερμάτων, εφόσον πληρούν αυτή την προϋπόθεση.

Ποδόσφαιρο: Η μπάλα

Η μπάλα Adidas JABULANI που χρησιμοποιήθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2010
Σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Παιχνιδιού, η μπάλα πρέπει να έχει σφαιρικό σχήμα, να είναι κατασκευασμένη από δέρμα ή άλλο κατάλληλο υλικό και να έχει περιφέρεια το πολύ 70 εκατοστά και το λιγότερο 28 εκατοστά. Το βάρος της πρέπει να μην ξεπερνά τα 450 γραμμάρια και να μην είναι λιγότερο από 410 γραμμάρια κατά την έναρξη του αγώνα. Επιπρόσθετα, πρέπει να έχει πίεση ίση με 0,6 – 1,1 ατμόσφαιρες σε επίπεδο θάλασσας.

Αν κατά τη διάρκεια του αγώνα η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική, ο αγώνας διακόπτεται και ξαναρχίζει με ελεύθερο του διαιτητή, με τη νέα μπάλα να τοποθετείται στο σημείο που η αρχική μπάλα κατέστη ελαττωματική, εκτός αν το παιχνίδι διακόπηκε μέσα στην περιοχή τέρματος, περίπτωση κατά την οποία ο διαιτητής αφήνει τη νέα μπάλα να πέσει στη γραμμή της περιοχής του τέρματος που είναι παράλληλη με τη γραμμή τέρματος στο πλησιέστερο σημείο όπου βρισκόταν η αρχική μπάλα όταν διακόπηκε το παιχνίδι.

Εάν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική κατά τη διάρκεια ενός λακτίσματος πέναλτι ή ενός λακτίσματος από το σημείο πέναλτι καθώς κινείται εμπρός και πριν ακουμπήσει κάποιον παίκτη ή το δοκάρι ή το τέρμα, το λάκτισμα επαναλαμβάνεται. Αν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική σε διακοπή του αγώνα, σε εναρκτήριο λάκτισμα, από τέρματος λάκτισμα, γωνιακό λάκτισμα (κόρνερ), ελεύθερο λάκτισμα, λάκτισμα πέναλτι ή επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια ο αγώνας ξαναρχίσει ανάλογα με την περίπτωση.

Δεν επιτρέπεται η αλλαγής της μπάλας κατά τη διάρκεια του αγώνα χωρίς την έγκριση του διαιτητή.

Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών. Κάθε ομάδα αποτελείται κατ’ ανώτατο όριο από έντεκα ποδοσφαιριστές (με εξαίρεση τους αναπληρωματικούς), ένας εκ των οποίων πρέπει να αγωνίζεται στη θέση του τερματοφύλακα. Οι κανόνες της διοργάνωσης μπορεί να καθορίζουν ένα ελάχιστο αριθμό ποδοσφαιριστών που μπορεί να θεωρηθούν ομάδα.

Ο αριθμός αυτός είναι συνήθως 7 ποδοσφαιριστές. Οι τερματοφύλακες είναι οι μόνοι ποδοσφαιριστές που επιτρέπεται να παίξουν τη μπάλα με τα χέρια τους, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκονται μέσα στην μεγάλη περιοχή μπροστά από τη δική τους εστία. Αν και υπάρχει μια πληθώρα από θέσεις που οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές (εκτός από τον τερματοφύλακα) μπορούν να τοποθετηθούν από ένα προπονητή, οι θέσεις αυτές δεν καθορίζονται ούτε απαιτούνται από τους Κανονισμούς του Ποδοσφαίρου.

Ένας αριθμός ποδοσφαιριστών μπορεί να αντικατασταθεί από τους αναπληρωματικούς ποδοσφαιριστές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο μέγιστος αριθμός αλλαγές που επιτρέπονται στα περισσότερα πιο ανταγωνιστικά διεθνή και τοπικά πρωταθλήματα είναι τρεις για κάθε ομάδα. Σε άλλες διοργανώσεις ή σε φιλικά παιχνίδια ο αριθμός αυτός μπορεί να διαφέρει.

Κοινοί λόγοι για αλλαγή ενός ποδοσφαιριστή είναι ο τραυματισμός, η κούραση, η αναποτελεσματικότητα, η αλλαγή στην τακτική της ομάδα ή η προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος προς το τέλος του παιχνιδιού όταν το αποτέλεσμα βολεύει την ομάδα του.

Στα παιχνίδια ενηλίκων, ο ποδοσφαιριστής που έχει αντικατασταθεί συνήθως δεν μπορεί να λάβει περαιτέρω μέρος στο παιχνίδι. Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο συνιστά ότι ένας αγώνας δεν θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν υπάρχουν λιγότεροι από επτά παίκτες σε τουλάχιστον μία από τις δύο ομάδες. Η απόφαση για τους βαθμούς σε παιχνίδια που έχουν διακοπεί για τον πιο πάνω λόγω επαφίεται στις επιμέρους ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες.

Ποδόσφαιρο: Εξοπλισμός ποδοσφαιριστή

Οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού καθορίζουν το βασικό εξοπλισμό που πρέπει να φοριέται από όλους τους ποδοσφαιριστές στον Κανονισμό 4: Ο Εξοπλισμός του Ποδοσφαιριστή. Αναφέρονται πέντε ξεχωριστά αντικείμενα: φανέλα ή κοντομάνικη φανέλα, παντελονάκι, κάλτσες, υποδήματα και επικαλαμίδες. Επίσης, επιτρέπεται οι τερματοφύλακες να φοράνε μακριές φόρμες αντί για κοντά παντελονάκια. Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές φοράνε ποδοσφαιρικά παπούτσια με καρφιά αν και οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού δε διευκρινίζουν ότι απαιτούνται.

Οι φανέλες πρέπει να έχουν μανίκια (είτε κοντά είτε μακριά) και ο κάθε τερματοφύλακας πρέπει να φέρει χρώματα τα οποία θα τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους παίκτες, το διαιτητή και τους βοηθούς διαιτητές.

Μπορούν επίσης να φορεθούν κάτω από το παντελονάκι εφαρμοστά εσώρουχα («κολλάν»), εφόσον έχουν το ίδιο χρώμα με το παντελονάκι αλλά δεν πρέπει να είναι μακρύτερα από το γόνατο.

Οι επικαλαμίδες πρέπει να καλύπτονται πλήρως από τις κάλτσες, να είναι κατασκευασμένες από καουτσούκ, πλαστικό ή παρόμοιο υλικό και «να παρέχουν ικανοποιητικό βαθμό προστασίας». Επιπρόσθετα, οι Κανονισμοί του Παιχνιδιού θέτουν τον περιορισμό ότι ένας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ή να φέρει εξοπλισμό που είναι επικίνδυνος για τον ίδιο ή κάποιο άλλο ποδοσφαιριστή.

Ποδόσφαιρο: Διαιτητής και βοηθοί διαιτητές

Ένα παιχνίδι ελέγχεται από ένα διαιτητή, ο οποίος έχει την πλήρη εξουσία να επιβάλει τους Κανονισμούς του Παιχνιδιού στο παιχνίδι στο οποίο έχει οριστεί (Κανονισμός 5) και του οποίου οι αποφάσεις είναι τελεσίδικες. Κινείται σε όλο των αγωνιστικό χώρο και ελέγχει το παιχνίδι χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα και κάνοντας σήματα με τα χέρια του.

Ο διαιτητής δέχεται βοήθεια από δύο βοηθούς διαιτητές, οι οποίοι κινούνται κατά μήκος των πλάγιων γραμμών. Υποδεικνύουν παραβάσεις με μια σημαία.

Σε παιχνίδια υψηλού επιπέδου υπάρχει ακόμη και ο τέταρτος διαιτητής ο οποίος βοηθά το διαιτητή και μπορεί να τον αντικαταστήσει σε περίπτωση ανάγκης.

Ποδόσφαιρο: Διάρκεια του αγώνα

Ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου αποτελείται από δύο περιόδους των 45 λεπτών έκαστη, γνωστές ως ημίχρονα. Ο χρόνος κάθε ημιχρόνου τρέχει συνεχώς, χωρίς να σταματάει όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού. Μεταξύ των δύο ημιχρόνων υπάρχει ένα διάλειμμα, το οποίο συνήθως έχει διάρκεια 15 λεπτά.

Ο διαιτητής είναι ο επίσημος χρονομέτρης του αγώνα και μπορεί να προσθέσει περαιτέρω χρόνο (μερικά λεπτά) σε κάθε ημίχρονο εξαιτίας του χρόνου που χάνεται για τις αλλαγές των ποδοσφαιριστών, τους τραυματισμούς που χρήζουν προσοχής ή για άλλες διακοπές του παιχνιδιού.

Ο χρόνος που προστίθεται από το διαιτητή συνήθως αναφέρεται ως «χρόνος καθυστερήσεων» ή «καθυστερήσεις του αγώνα». Η διάρκεια του χρόνου αυτού είναι στη διακριτική ευχέρεια του διαιτητή. Μόνο ο διαιτητής σηματοδοτεί το τέλος του αγώνα.

Εάν στον αγώνα έχει οριστεί και τέταρτος διαιτητής, προς το τέλος κάθε ημιχρόνου ο διαιτητής κάνει σύνθημα στον τέταρτο διαιτητή για το πόσα λεπτά καθυστερήσεων προτίθεται να προσθέσει. Έπειτα, ο τέταρτος διαιτητής ενημερώνει τους ποδοσφαιριστές και τους θεατές, κρατώντας μια πινακίδα που δείχνει τον αριθμό των λεπτών των καθυστερήσεων. Ο αριθμός αυτός μπορεί να παραταθεί από τον διαιτητή.

Ο χρόνος των καθυστερήσεων εισήχθη εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη το 1891 κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μεταξύ της Στόουκ Σίτι Φ.Κ. και της Άστον Βίλα. Το σκορ του αγώνα ήταν 1-0 και υπολείπονταν δύο λεπτά για να συμπληρωθεί το ενενηντάλεπτο. Η Στόουκ κέρδισε πέναλτι.

Ο τερματοφύλακας της Άστον Βίλα κλώτσησε την μπάλα εκτός γηπέδου και μέχρι να επαναφερθεί εντός γηπέδου, ο χρόνος των ενενήντα λεπτών είχε εξαντληθεί. Ο κανονισμός καθορίζει ακόμη ότι σε περίπτωση που πρέπει να εκτελεστεί ή επαναληφθεί ένα πέναλτι, η διάρκεια κάθε ημιχρόνου παρατείνεται μέχρι να εκτελεστεί το πέναλτι.

Σε μερικές περιπτώσεις, όπου στο παιχνίδι πρέπει οπωσδήποτε να βγει κάποιος νικητής (π.χ. σε τελικό κυπέλλου ή νοκ-άουτ αγώνες), το παιχνίδι μπορεί να παραταθεί μετά το τέλος των 90 λεπτών (και των καθυστερήσεων), οπότε παίζεται επί πλέον χρόνος που ονομάζεται παράταση (σήμερα η παράταση διαρκεί μισή ώρα και χωρίζεται σε δύο δεκαπεντάλεπτα ημίχρονα, που και γι’ αυτά υπάρχει η δυνατότητα περαιτέρω ολιγόλεπτης επέκτασης). Αν και πάλι δεν προκύψει νικητής, το παιχνίδι οδηγείται στην διαδικασία των πέναλτι.

Εκεί η κάθε ομάδα εκτελεί διαδοχικά πέναλτι. Σε διοργανώσεις νοκ-άουτ όπου κάθε ομάδα διαγωνίζεται εντός και εκτός έδρας με την αντίπαλη ομάδα, το συνολικό σκορ των δύο αγώνων καθορίζει την πρόκριση. Όταν το συνολικό σκορ για κάθε ομάδα είναι ίσο, μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας του εκτός έδρας γκολ για να καθοριστεί ο νικητής.

Στην περίπτωση αυτή νικήτρια είναι η ομάδα που έχει επιτύχει τα περισσότερα εκτός έδρας γκολ. Αν το αποτέλεσμα είναι και πάλι ίσο, προστίθεται παράταση και αν το αποτέλεσμα παραμείνει ισόπαλο εκτελούνται πέναλτι.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο πειραματίστηκε με διάφορους τρόπους καθορισμού του νικητή, χωρίς να απαιτείται η διαδικασία των πέναλτι, η οποία συχνά θεωρείται ως ένας ανεπιθύμητος τρόπος για να ολοκληρωθεί ένας αγώνας.

Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς ένα παιχνίδι ολοκληρώνεται πριν να ολοκληρωθεί η παράταση, είτε όταν μια ομάδα πετύχει γκολ (χρυσό γκολ), είτε αν μια ομάδα κατέχει το προβάδισμα στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης (ασημένιο γκολ).

Το χρυσό γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1998 και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002. Το πρώτο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου που κρίθηκε με το χρυσό γκολ ήταν η νίκη της Εθνικής Γαλλίας επί της Εθνική Παραγουάης το 1998.

Η Εθνική Γερμανίας ήταν η πρώτη ομάδα που σκόραρε χρυσό γκολ σε σημαντική διοργάνωση, κερδίζοντας την Εθνική Τσεχίας στον τελικό του Euro 1996. Το ασημένιο γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Euro 2004 με την Εθνική Ελλάδος να κερδίζει την Εθνική Τσεχίας στον ημιτελικό και να προκρίνεται στον τελικό. Και τα δύο αυτά πειράματα διακόπηκαν από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο.

Ποδόσφαιρο: Η μπάλα εντός και εκτός παιχνιδιού

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Παιχνιδιού, οι δύο βασικές καταστάσεις του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του είναι «μπάλα εντός» και «μπάλα εκτός» παιχνιδιού.

Η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, δηλαδή «δεν παίζει», όταν περάσει ολόκληρη έξω από τη γραμμή τέρματος ή την πλάγια γραμμή, είτε στο έδαφος, είτε στον αέρα και όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί από τον διαιτητή.

Η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού, δηλαδή «παίζει», σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου η μπάλα αναπηδάει από ένα κάθετο ή οριζόντιο δοκάρι ή το κοντάρι με τη σημαία και παραμείνει μέσα στα αγωνιστικό χώρο ή όταν αναπηδήσει είτε επάνω στο διαιτητή ή ένα βοηθό διαιτητή όταν βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

Όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, το παιχνίδι επαναρχίζει με ένα από τους οκτώ τρόπους επανεκκίνηση, ανάλογα με το πώς βγήκε από το παιχνίδι:

Ένας ποδοσφαιριστής εκτελεί άμεσο ελεύθερο λάκτισμα και οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές κάνουν «τοίχος» για να μπλοκάρουν την μπάλα.

Εναρκτήριο λάκτισμα (Σέντρα): Πραγματοποιείται στην αρχή κάθε ημιχρόνου ή μετά από την επίτευξη τέρματος από την αντίπαλη ομάδα.

Επαναφορά από την πλάγια γραμμή (Πλάγιο άουτ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει την πλάγια γραμμή. Εκτελείται με τα χέρια από ποδοσφαιριστή της αντίπαλης ομάδας του ποδοσφαιριστή που άγγιξε τελευταίος την μπάλα πριν περάσει την πλάγια γραμμή.

Από τέρματος λάκτισμα (Άουτ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει εξολοκλήρου τη γραμμή τέρματος (χωρίς να έχει επιτευχθεί τέρμα) και όταν ο τελευταίος που την άγγιξε ήταν ποδοσφαιριστής της επιτιθέμενης ομάδας. Εκτελείται από την αμυντική ομάδα.

Το γωνιαίο λάκτισμα (Κόρνερ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει εξολοκλήρου τη γραμμή τέρματος (χωρίς να έχει επιτευχθεί τέρμα) και όταν ο τελευταίος που την άγγιξε ήταν ποδοσφαιριστής της αμυνόμενης ομάδας. Εκτελείται από την επιτιθέμενη ομάδα.

Έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα: Εκτελείται από την αντίπαλη ομάδα μετά από φάουλ που δεν είναι πέναλτι, ορισμένες τεχνικές παραβάσεις ή όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί προκειμένου να παρατηρηθεί ένας ποδοσφαιριστής, χωρίς να έχει συμβεί ένα συγκεκριμένο φάουλ. Δεν μπορεί να σημειωθεί απευθείας τέρμα από έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα, αν δεν αγγίξει την μπάλα κάποιος άλλος ποδοσφαιριστής πρώτα.
Άμεσο ελεύθερο λάκτισμα: Εκτελείται από την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε φάουλ (αλλά δεν είναι πέναλτι). Μπορεί να επιτευχθεί τέρμα από άμεσο ελεύθερο λάκτισμα.

Επανορθωτικό λάκτισμα (Πέναλτι): Το πέναλτι επιβάλλεται σε βάρος μιας ομάδας που διαπράττει οποιαδήποτε από τις παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλεται ένα άμεσο ελεύθερο λάκτισμα, ενώ η μπάλα βρίσκεται μέσα στη δική της περιοχή πέναλτι (μεγάλη περιοχή). Ο ποδοσφαιριστής τοποθετεί την μπάλα σε απόσταση 11 μέτρων από το τέρμα της αντίπαλης ομάδας (στο σημείο του πέναλτι) και προσπαθεί με ένα ελεύθερο κτύπημα να βάλει γκολ στον αντίπαλο τερματοφύλακα. Οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές και των δύο ομάδων πρέπει να βρίσκονται έξω από τη μεγάλη περιοχή και πίσω από το σημείο του πέναλτι, σε απόσταση τουλάχιστον 9,15 μέτρα από αυτό.

Ελεύθερο διαιτητή: Πραγματοποιείται όταν ο διαιτητής έχει διακόψει το παιχνίδι για οποιοδήποτε λόγο, όπως ο τραυματισμός ενός ποδοσφαιριστή, παρεμβολές από εξωτερικούς παράγοντες ή όταν η μπάλα γίνει ελαττωματική.

Ποδόσφαιρο: Οφσάιντ

Το οφσάιντ (αγγ.: offside) ή στα ελληνικά «εκτός πεδιάς» είναι ο 11ος κανονισμό του ποδοσφαίρου, που έχει ως σκοπό να περιορίσει το πόσο μπροστά μπορούν να βρεθούν οι παίκτες της επιτιθέμενης ομάδας όταν επηρεάζουν τη φάση που εξελίσσεται στο παιχνίδι.

Με απλά λόγια, ο κανονισμός ορίζει ότι ένας παίκτης δεν μπορεί να αποκτήσει πλεονέκτημα περιμένοντας κοντά στο τέρμα του αντιπάλου, έχοντας μόνο τον τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος (στη συνηθισμένη περίπτωση που ο τερματοφύλακας είναι όντως ο τελευταίος αμυνόμενος παίκτης).

Η κίνηση του βοηθού διαιτητή που υποδεικνύει παράβαση του κανονισμού για το οφσάιντ, από παίκτη που βρισκόταν στο μέσον της απόστασης του βοηθού από την άλλη άκρη του γηπέδου.
Σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Παιχνιδιού, το γεγονός και μόνο ότι ένας παίκτης βρίσκεται σε θέση οφσάιντ, δεν αποτελεί παράπτωμα.

Για να αποτελεί παράπτωμα πρέπει ο ποδοσφαιριστής αυτός να είναι πλησιέστερα στην αντίπαλη γραμμή τέρματος από τη μπάλα και τον προτελευταίο αντίπαλο. Ένας ποδοσφαιριστής δεν βρίσκεται σε θέση οφσάιντ αν βρίσκεται στο μισό γήπεδο της δικής του ομάδας, αν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τον προτελευταίο αντίπαλο ή αν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τους δύο τελευταίους αντιπάλους.

Ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται σε θέση οφστάιντ τιμωρείται μόνο αν τη στιγμή που η μπάλα αγγίξει ή μεταβιβαστεί από έναν συμπαίκτη του, αυτός συμμετέχει ενεργά στο παιχνίδι, κατά την άποψη του διαιτητή, με το να επηρεάζει το παιχνίδι ή με το να επηρεάζει έναν αντίπαλο του ή με το να αποκτά πλεονέκτημα ευρισκόμενος στη θέση αυτή. Ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται σε θέση οφσάιντ δεν τιμωρείται αν δεχθεί τη μπάλα απευθείας από τέρματος λάκτισμα ή από επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια ή από γωνιακό λάκτισμα (κόρνερ).

Σε περίπτωση παράβασης οφσάιντ, ο διαιτητής καταλογίζει ένα έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα υπέρ της αντίπαλης ομάδας, το οποίο εκτελείται από το σημείο στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση.

Το οφσάιντ είναι ένας από τους πρώτους κανονισμούς που εδραιώθηκαν στο ποδόσφαιρο, πριν αυτό πάρει τη μορφή με την οποία το ξέρουμε σήμερα και έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μοντέρνα μορφή του ποδοσφαίρου.

Θεωρείται από τους πιο περίπλοκους κανονισμούς του ποδοσφαίρου και πολλές φορές παίκτες, προπονητές και θεατές θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις που λαμβάνονται από το διαιτητή και τους βοηθούς του σε έναν αγώνα.

Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες αναθεώρησης του κανονισμού από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ώστε ο κανονισμός να είναι αποτελεσματικός και να βελτιώνει την ποιότητα του ποδοσφαίρου ως θέαμα. Εντούτοις, κάθε νέα αναθεώρηση δεν αφομοιώνεται εύκολα και έχουν υπάρξει αντιδράσεις.

Τα τελευταία χρόνια ο κανονισμός του οφστάιντ έχει δεχτεί κριτική και υπάρχουν προπονητές, παίκτες ή αναλυτές που τείνουν προς την κατάργηση ή την αλλαγή του.

Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά

Ποδόσφαιρο: Εντός αγωνιστικού χώρου

Οι ποδοσφαιριστές προειδοποιούνται με μια κίτρινη κάρτα και αποβάλλονται με μια κόκκινη κάρτα. Αυτά τα χρώματα εισήχθησαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1970 και από τότε χρησιμοποιούνται συνεχώς.

Ένας ποδοσφαιριστής σκοράρει πέναλτι που δόθηκε μετά από παράβαση στη μεγάλη περιοχή.
Μια παράβαση (φάουλ) συμβαίνει όταν ένας ποδοσφαιριστής υποπίπτει σε μία από τις αναφερόμενες στους Κανονισμούς του Παιχνιδιού, ενώ η μπάλα είναι εντός παιδιάς (δηλαδή «παίζει»). Οι παραβάσεις που τιμωρούνται με κτύπημα φάουλ αναφέρονται στον Κανονισμό 12:Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά.

Ο σκόπιμος χειρισμός της μπάλας με το χέρι, το κράτημα ή το σπρώξιμο του αντιπάλου είναι παραδείγματα παραβάσεων που τιμωρούνται με κτύπημα φάουλ και εκτελούνται από την αντίπαλη ομάδα με άμεσο ελεύθερο λάκτισμα, εκτός αν η παράβαση έγινε στην μεγάλη περιοχή, οπότε το φάουλ τιμωρείται με χτύπημα πέναλτι από την αντίπαλη ομάδα. Άλλα φάουλ τιμωρούνται με έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα.

Ο διαιτητής μπορεί να τιμωρήσει την ανάρμοστη συμπεριφορά ενός ποδοσφαιριστή ή ενός αναπληρωματικού με μια προειδοποίηση (κίτρινη κάρτα) ή με αποβολή από το παιχνίδι (κόκκινη κάρτα). Μια δεύτερη κίτρινη κάρτα στο ίδιο παιχνίδι για τον ίδιο ποδοσφαιριστή οδηγεί σε μια κόκκινη κάρτα και σε αποβολή.

Όταν ένας παίκτης δεχτεί κίτρινη ή κόκκινη κάρτα σημειώνεται από το διαιτητή στο επίσημο σημειωματάριο του. Εάν ένας ποδοσφαιριστής αποβληθεί, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο ποδοσφαιριστή, οπότε η ομάδα του αγωνίζεται με ένα λιγότερο ποδοσφαιριστή.

Παραβάσεις μπορεί να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Παρόλο που οι παραβάσεις που οδηγούν σε καταλογισμό κτυπήματος φάουλ είναι καταγεγραμμένες, οι ορισμοί είναι ευρείς.

Συγκεκριμένα, η παράβαση της «αντιαθλητικής συμπεριφοράς» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα γεγονότα που παραβιάζουν το πνεύμα του παιχνιδιού, ακόμα και αν δεν είναι καταγεγραμμένα σαν συγκεκριμένες παραβάσεις.

Οι προπονητές, βοηθοί προπονητές και το υπόλοιπο προσωπικό μιας ομάδας δεν δέχεται κίτρινη ή κόκκινη κάρτα, αλλά μπορεί να εκδιωχθεί από την τεχνική περιοχή εφόσον δεν συμπεριφέρεται με υπεύθυνο τρόπο.

Αντί να σταματήσει το παιχνίδι, ο διαιτητής μπορεί να επιτρέψει να συνεχιστεί, αν κάτι τέτοιο θα ωφελήσει την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε η παράβαση. Αυτό είναι γνωστό ως «πλεονέκτημα».

Ο διαιτητής μπορεί να καλέσει τον ποδοσφαιριστή που διέπραξε την παράβαση και να τον τιμωρήσει, αν το αναμενόμενο πλεονέκτημα δεν προκύψει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.

Ακόμα και αν η παράβαση δεν τιμωρείται λόγω του πλεονεκτήματος, ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά την επόμενη διακοπή του παιχνιδιού.

Οι αποφάσεις του διαιτητή για κάθε θέμα εντός του αγωνιστικού χώρου θεωρούνται οριστικές.

Το σκορ του αγώνα δεν μπορεί να τροποποιηθεί μετά από το παιχνίδι, ακόμη και αν αργότερα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων των γκολ που μέτρησαν ή δεν μέτρησαν) ήταν λανθασμένες.

Ένας διαιτητής μπορεί να αλλάξει την απόφαση του μόνο κατά τη διάρκεια του αγώνα εάν συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος ή αφού συμβουλευτεί ένα βοηθό διαιτητή ή τον τέταρτο διαιτητή (η τελική απόφαση είναι του διαιτητή), εφόσον το παιχνίδι δεν έχει αρχίσει εκ νέου ή δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ποδόσφαιρο: Εκτός αγωνιστικού χώρου

Μαζί με τη γενική διοίκηση του αθλήματος, οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και οι διοργανωτές των ποδοσφαιρικών διοργανώσεων προσπαθούν να επιβάλλουν επίσης καλή συμπεριφορά σε ευρύτερες πτυχές του παιχνιδιού, όπως τα σχόλια στον Τύπο, την οικονομική διαχείριση των ομάδων, το ντόπινγκ, την συμπεριφορά των νομικών προσώπων-φορέων των ομάδων, το ευ αγωνίζεσθαι κ.τ.λ.

Μερικά περιστατικά εντός αγωνιστικού χώρου, εάν θεωρηθούν σοβαρά (όπως συνθήματα φυλετικών διακρίσεων), μπορεί να χρειάζονται περαιτέρω αντιμετώπιση πέρα από αυτή που είναι στις αρμοδιότητες του διαιτητή εντός αγωνιστικού χώρου.

Ορισμένες ομοσπονδίες επιτρέπουν προσφυγές από τις ομάδες κατά των ποινών που επιβάλλονται σε ποδοσφαιριστές εντός του αγωνιστικού χώρου, εφόσον πιστεύουν ότι η απόφαση του διαιτητή ήταν λανθασμένη ή υπερβολικά σκληρή.

Κυρώσεις για τις πιο πάνω παραβάσεις μπορεί να επιβληθούν σε άτομα ή σε ομάδες. Οι κυρώσεις μπορεί να κυμαίνονται από πρόστιμα και αφαίρεση βαθμών (σε διοργάνωση πρωταθλήματος) έως αποβολή από διοργανώσεις.

Για παράδειγμα, τα αγγλικά και σκωτσέζικα πρωταθλήματα συχνά αφαιρούν 10 βαθμούς από μία ομάδα που εισέρχεται σε καθεστώς οικονομικής διαχείρισης.