Pac-Man: Πώς το παιχνίδι Pac-Man ξεμένει από μνήμη και δεν μπορεί πια να εμφανίσει μια ολοκληρωμένη πίστα. Τι δεν σκέφτηκε ο δημιουργός του; Όλες οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.
Το πρώτο Pac-Man κάνει το ντεμπούτο του σε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά στην πολύβουη περιοχή Shibuya του Τόκιο.
Για την ακρίβεια, το λένε PuckMan και όχι Pac-Man και αρχικά δεν κάνει κάποια τεράστια επιτυχία. Όμως όταν το παιχνίδι με τα φαντασματάκια φτάνει στις ΗΠΑ (υπό το όνομα Pac-Man πια, αφού υπήρχε ο φόβος ότι τα παιδιά θα άλλαζαν το «P» σε «F» πάνω στα μηχανήματα), γεννιέται μία παγκόσμια μανία.
Την εποχή εκείνη, τα βιντεοπαιχνίδια ήταν ακόμα σχετικά νέα και τα περισσότερα ήταν βίαια, αφού κυρίως ζητούσαν από τον παίκτη να πυροβολεί εξωγήινους.
Ο δημιουργός του Pac-Man, ένας νεαρός σχεδιαστής παιχνιδιών που δούλευε για την ιαπωνική Namco, ήθελε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό.
«Όταν άρχισα τα πρώτα σχέδια για αυτό το project, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα μαγαζιά με τα ηλεκτρονικά ήταν γεμάτα με βίαια παιχνίδια. Ήταν σκοτεινά μέρη, όπου σύχναζαν μόνο αγόρια.
Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να μετατρέψω αυτά τα μαγαζιά σε πιο ζωντανά μέρη, όπου γυναίκες και ζευγάρια θα μπορούσαν να διασκεδάσουν, για αυτό και σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να σχεδιάσω ένα παιχνίδι με τις γυναίκες στο μυαλό μου», έχει πει ο Toru Iwatani.
«Ξεκίνησα υποθέτοντας ότι θέματα όπως η μόδα και ο έρωτας θα ταίριαζαν σε ένα γυναικείο κοινό. Αλλά μετά σκέφτηκα –και αυτό ίσως να ήταν παράτολμο εκ μέρους μου- ότι στις γυναίκες αρέσει επίσης να τρώνε».
Έτσι, καθώς κατέβαζε ιδέες για ένα παιχνίδι που θα ήταν εστιασμένο στο φαγητό, ο Iwatani πήρε ένα κομμάτι από το κουτί με την πίτσα και τότε του ήρθε μια σπουδαία ιδέα: Τα κομμάτια που είχαν μείνει στο κουτί έδωσαν το σχήμα στον Pac-Man.
Ο Iwatani σχεδίασε το παιχνίδι με μεγάλη λεπτομέρεια. Κάθε φαντασματάκι έχει το δικό του όνομα και προσωπικότητα.
Ο Blinky κυνηγά διαρκώς τον Pac-Man, ο Pinky προσπαθεί να τον αιφνιδιάσει, ο Inky κινείται τυχαία ανάλογα με τη θέση του Pac-Man και ο Clyde πλησιάζει τον παίκτη και μετά προσπαθεί να φύγει στην κάτω αριστερή γωνία, για να του κόψει τις οδούς διαφυγής.
Ο Pac-Man είχε πολλές καινοτομίες για την εποχή εκείνη, όπως για παράδειγμα το πρώτο «power-up», το μεγάλο χάπι που κάνει τα φαντάσματα ευάλωτα.
Μετά την επέκταση του στις ΗΠΑ και την αλλαγή του ονόματος, το παιχνίδι έκανε απότομη επιτυχία, με αποτέλεσμα από το 1981 έως το 1987 να πουληθούν 300.000 μονάδες σε όλο τον κόσμο.
Ο Iwatani πράγματι κατάφερε να φέρει τις γυναίκες στα ηλεκτρονικά, αλλά και να βάλει το Pac-Man στην μόνιμη συλλογή του Museum of Modern Art (MoMA) της Νέας Υόρκης, το 2012.
Και ενώ μοιάζει πολύ απλό (άλλωστε, είναι ένα παιχνίδι που δεν απαιτεί από τον χρήση να πατάει κουμπιά, αλλά να χειρίζεται μόνο έναν μοχλό), στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο. Χρειάστηκαν σχεδόν 20 χρόνια για να μπορέσει κάποιος να παίξει ένα τέλειο παιχνίδι Pac-Man, δηλαδή να τελειώσει όλες τις πίστες χωρίς να έχει χάσει ζωές και έχοντας πάρει τον μέγιστο αριθμό των πόντων σε κάθε πίστα.
Ο Billy Mitchell ήταν ο πρώτος που το κατάφερε, το 1999, έπειτα από ένα παιχνίδι που κράτησε 5-6 ώρες. Στο διάστημα αυτό, έφτασε στην 256η πίστα και πέτυχε 3.333.360 βαθμούς.
Σε αυτό το σημείο, το παιχνίδι ξεμένει από μνήμη και δεν μπορεί πια να εμφανίσει μια ολοκληρωμένη πίστα, με αποτέλεσμα η μισή οθόνη να δείχνει «αλαμπουρνέζικα».
Καθώς δεν πίστευε ότι κάποιος θα έφτανε ως εκεί, ο Iwatani δεν είχε σχεδιάσει καν ένα πανηγυρικό τέλος του παιχνιδιού.
Pac-Man: Γιατί τα Playmobil δεν έχουν μύτη – Η άγνωστη ιστορία πίσω από το αγαπημένο παιχνίδι
2 Φεβρουαρίου 1974
Ένας Ινδιάνος, ένας οικοδόμος και ένας πρίγκιπας κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην έκθεση παιχνιδιών της Νυρεμβέργης. Τα πλαστικά ανθρωπάκια των 7,5 εκατοστών δεν εντυπωσιάζουν, όμως τα επόμενα χρόνια, παιδιά από όλο τον κόσμο θα τα αγαπήσουν κάνοντας τον δημιουργό τους δισεκατομμυριούχο.
Στην πραγματικότητα, η ιστορία των Playmobil ξεκινά πολύ πιο παλιά. Το 1876 ιδρύεται στην Βαυαρία μια επιχείρηση που κατασκευάζει περίτεχνες κλειδαριές και εξαρτήματα για φέρετρα. Καθώς τα χρόνια περνούν, η εταιρεία περνά από γενιά σε γενιά και σταδιακά επεκτείνεται, φτιάχνοντας μεταλλικούς κουμπαράδες, τηλέφωνα και ταμειακές μηχανές, που πουλά ανά την Ευρώπη.
Ο Horst Brandstaetter ήταν μόλις 19 ετών το 1952, όταν μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση, την οποία εκείνη την εποχή «έτρεχαν» οι δύο θείοι του.
Ανήσυχο πνεύμα, πιέζει την γηρασμένη επιχείρηση να μπει σε νέες αγορές.
Γίνεται κανονικός μέτοχος σε ηλικία 21 ετών και τελικά παίρνει τον έλεγχο της εταιρείας, την οποία και διοίκησε για τις επόμενες έξι δεκαετίες.
Στο διάστημα αυτό, φροντίζει πάντα να προσαρμόζεται στις συνθήκες και τις επιταγές της εποχής.
Όπως πολλοί από τους Γερμανούς επιχειρηματίες αυτής της γενιάς, παίρνει ιδέες από την Αμερική και τις μεταφέρει στη χώρα του, όπου μεταπολεμικά χτίζεται ένα οικονομικό θαύμα.
Κάπως έτσι, τη δεκαετία του 1950 κάνει στροφή από τα μεταλλικά παιχνίδια που έως τότε έφτιαχνε στα πλαστικά. Το 1958, η εταιρεία φέρνει στην Ευρώπη το χούλα χουπ.
Όμως στην πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, το πλαστικό είναι ακριβό και δυσεύρετο και έτσι ο Brandstaetter ζητά από τον βασικό σχεδιαστή του, τον Hans Beck, να φτιάξει παιχνίδια που δεν χρειάζονται πολύ από αυτό.
Μαζί, δημιουργούν τα Playmobil όπως τα γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα. Τα πλαστικά ανθρωπάκια με τα χαμογελαστά πρόσωπα ήταν σχεδιασμένα ώστε να προσφέρουν «τη μέγιστη δυνατή αξία παιχνιδιού με την ελάχιστη δυνατή ποσότητα πλαστικού».
Ο Beck έφτιαξε τα ανθρωπάκια σε κλίμακα 1:24, ώστε να χωρούν εύκολα στα παιδικά χεράκια. «Έβαζα τις μικρές φιγούρες στα χέρια τους χωρίς να πω το παραμικρό για το τι ήταν. Και τις δέχονταν αμέσως. Έφτιαχναν μικρές ιστορίες για αυτές. Ποτέ δεν βαριούνταν να παίζουν μαζί τους», θα έλεγε χρόνια μετά, σε μία συνέντευξή του ο Beck.
Ο σχεδιαστής παρατηρούσε πολύ τις ζωγραφιές των παιδιών και αντλούσε έμπνευση από αυτές. Όπως στις παιδικές ζωγραφιές, όπου τα πρόσωπα έχουν συνήθως μάτια και στόμα αλλά όχι μύτη, έτσι και στα Playmobil, λείπουν οι μύτες.
Μπορεί τα Playmobil να μην κατάφεραν ποτέ να βγουν από τη σκιά των Lego, όμως ο Brandstaetter είχε στα χέρια του ένα χρυσορυχείο. «Η επιτυχία τους τη στιγμή εκείνη, μας έσωσε από τη χρεοκοπία», θα παραδεχόταν αργότερα ο επιχειρηματίας.
Η εταιρεία έχει φτιάξει μέχρι σήμερα περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια Playmobil και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των λεγόμενων Mittelständler, των μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων που κρατώντας ψηλά τον πήχυ της μηχανικής και του ντιζάιν, θεωρούνται η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας.
Ο ίδιος ο Brandstaetter παρέδωσε τη διοίκηση της Playmobil το 2000, αλλά συνέχισε να πηγαίνει καθημερινά στα γραφεία της εταιρείας έως τον θάνατό του, τον Ιούνιο του 2015, σε ηλικία 81 ετών.
Πριν τον θάνατό του, το αμερικανικό περιοδικό Forbes υπολόγιζε την προσωπική του περιουσία στα 1,2 δισ. δολάρια.