Οργή από τους καταναλωτές: Τι μας περιμένει από το 2022 στα ράφια

Ακρίβεια: Νέα ψυχρολουσία για τους καταναλωτές φέρνει το 2022 καθώς οι τιμές σε βασικά προϊόντα θα πάρουν την… ανιούσα! Δείτε τι έχει συμβεί στο xristika.gr

Συνταγή απέναντι στην ακρίβεια που το νέο κύμα της είναι προ των πυλών από την νέα χρονιά, προσπαθεί να βρει η Κυβέρνηση, οι βιομηχανίες και οι αλυσίδες λιανικής, ενώ έντονος είναι ο προβληματισμός που επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο λόγω του πληθωρισμού, αλλά και του αρνητικού κλίματος που διαμορφώνεται εξαιτίας των ανατιμήσεων.

Μάλιστα η αδυναμία προώθησης οριζόντιων μέτρων στήριξης λόγω της δημοσιονομικής συγκυρίας, αλλά και η έλλειψη «επιθετικών» παρεμβάσεων στην αγορά, λόγω και των περιορισμών που θέτει η ΕΕ στα «εργαλεία» παρέμβασης, «γκριζάρουν» τη θετική εικόνα για την οικονομία.

Έρχονται ανατιμήσεις
Μπορεί λοιπόν βιομηχανίες, αλυσίδες και εστίαση να προσπαθούν να βρουν μια «χρυσή τομή» σε μια προσπάθεια να μην χάσουν τους πελάτες τους αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει.

Μάλιστα με την έλευση του νέου χρόνου, οπότε και αναμένονται νέοι τιμοκατάλογοι από προμηθευτές, προβλέπεται το κύμα ανατιμήσεων να ενταθεί.

Ήδη αυξήσεις που ξεκινούν από μονοψήφια νούμερα της τάξης του 2-3% και φτάνουν σε διψήφια, όπως 20-30% έχουν καταγραφεί στα ράφια. Σε αυτά θα έλθουν να προστεθούν και νέες αυξήσεις που εκτιμάται ότι σταδιακά θα περάσουν στις τιμές το επόμενο διάστημα.

Έτσι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου εφέτος, καταγράφηκαν ανατιμήσεις σε βασικά είδη, όπως: Πατάτες (6,1%), Ζυμαρικά (3,9%), Πουλερικά (3,3%), Γλυκά κουταλιού- μαρμελάδες- μέλι (3,2%), Καύσιμα και λιπαντικά (3%), Αλλαντικά (2,4%), Τυριά (2,3%), Αυτοκίνητα καινούργια (2,2%), Ελαιόλαδο (1,9%), Καφέ- κακάο- τσάι (1,6%), Ένδυση και υπόδηση (1,5%), Ψωμί (1,1%).

Επίσης με βάση πληροφορίες από την αγορά αναμένονται, να περάσουν, έστω και με δόσεις, ανατιμήσεις 10-15% στα σπορέλαια (κυρίως ηλιέλαιο), στο ελαιόλαδο (8-13%), στον καφέ (7-10%), στις κονσέρβες ψαρικών (8-10%), στα όσπρια (6-8%), στα τυροκομικά (4-17%), στα κατεψυγμένα αλιεύματα (10-15%), στα προϊόντα αλουμινίου (10%), στο εισαγόμενο μοσχαρίσιο κρέας (12%) και στη ζάχαρη (6-9%).

Είναι ενδεικτικό ότι ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης συνέστησε στις επιχειρήσεις «ψυχραιμία και όχι βιαστικές αποφάσεις εν θερμώ» σε σχέση με τη μετακύλιση των αυξήσεων στην λιανική.

«Οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και των πρώτων υλών, οι οποίες δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στο διάστημα αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις επιχειρήσεις με ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση σε ό,τι αφορά τη μεταφορά του σχετικού κόστους στις τιμές καταναλωτή, και να συνυπολογίσουν στις αποφάσεις τους ότι έχουν μπροστά τους μια περίοδο δυναμικής ανάπτυξης στην οποία θα μπούμε από το 2022 και στα επόμενα χρόνια, την οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακυβεύσουμε παρασυρόμενοι στον φαύλο κύκλο των πληθωριστικών προσδοκιών» ανέφερε ο κ. Σκυλακάκης με αφορμή την ανακοίνωση των στοιχείων για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Όπως τονίζουν μάλιστα στελέχη του οικονομικού επιτελείου «η κρίσιμη η μάχη που πρέπει να δώσουμε σε αυτήν την περίοδο, είναι να αντιμετωπίσουμε τις πληθωριστικές προσδοκίες. Οι αυξήσεις στις τιμές διεθνώς δημιουργούν ένα τέτοιο κλίμα και αυτός ο κίνδυνος είναι που πρέπει να αποφύγουμε. Στην Ελλάδα ως τώρα τον έχουμε αποφύγει γιατί η χώρα προερχόταν από μια μακρά περίοδο αποπληθωρισμού. Αλλά αυτή η περίοδος θέλει προσοχή».

Είναι προφανές ότι καθώς η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι και του χρόνου η πορεία του ΑΕΠ θα είναι έντονα αυξητική, ο φόβος ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες μπορεί να φρενάρουν την ανάκαμψη είναι έντονος. «Ένας φαύλος κύκλος ανατιμήσεων θα είχε ίσως μεγαλύτερη επίπτωση και από την πανδημία» τονίζεται σχετικά. Μάλιστα οι επικείμενες αυξήσεις των μισθών εντείνουν την ανησυχία αυτή.

Ακρίβεια: Παγκόσμιο φαινόμενο το ράλι τιμών!

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με μετρήσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών αυξήσεις παρατηρήθηκαν και σε άλλα είδη όπως η φέτα, το γιαούρτι, τα αυγά. Ωστόσο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το συνολικό ποσοστό αύξησης στον οικογενειακό προϋπολογισμό συγκρατήθηκε στο 0,7%, καθώς εξισορροπήθηκε από προϊόντα σε προσφορά.

Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΙΕΛΚΑ, Κωνσταντίνος Μαχαίρας, στον enikos.gr «οι ανατιμήσεις αφορούν σε ολόκληρη την Ευρώπη καθώς ανεβαίνουν οι πρώτες ύλες». Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουμε «μεσοσταθμικές αυξήσεις 5%-6% εφέτος και το λιανεμπόριο έως τώρα έχει απορροφήσει ένα 4% και στην τελική τιμή του προϊόντος έχει… περάσει ένα 2%. Με το που άνοιξαν έξω οι αγορές, ήρθαν και οι ανατιμήσεις. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι ελληνικό».

Ο Γιώργος Λεχουρίτης, πρόεδρος του ΙΝΚΑ, βλέπει ωστόσο πιο μόνιμα χαρακτηριστικά στις ανατιμήσεις, οι οποίες όπως είπε ξεκίνησαν από τον Ιανουάριο.

Όπως είπε σε συνέντευξή του στο OPEN το μπαράζ ανατιμήσεων παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα προϊόντα από τα μακαρόνια και όσπρια μέχρι το λάδι και το ρύζι. Μάλιστα, επεσήμανε ότι οι ανατιμήσεις είναι μεγάλες εάν αναλογιστεί κανείς δεν υπάρχει καμιά αύξηση στις αποδοχές των εργαζομένων και στις συντάξεις.

Στο ερώτημα εάν συνδέονται οι ανατιμήσεις με το κύμα της πανδημίας ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ σημείωσε ότι δεν υπάρχει καμιά συσχέτιση της πανδημίας με τις αυξήσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και στα προϊόντα που φτάνουν στα ράφια του σούπερ μάρκετ.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΝΚΑ, «αυτό που επικαλούνται για παράδειγμα οι πωλητές λαϊκών αγορών ότι πήγαιναν κάθε 15 ημέρες και ότι μειώθηκαν οι πάγκοι, γι’ αυτό και αυξήθηκαν οι τιμές, δεν ισχύει για τα σούπερ μάρκετ, καθώς αυτά δεν έκλεισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας.

Όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τις αυξημένες τιμές προϊόντων, βρίσκουμε δικαιολογίες. Θεωρούμε λοιπόν ως ΙΝΚΑ ότι πολλές επιχειρήσεις βρίσκουν δικαιολογίες για να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων. Η αύξηση των τιμών πρώτων υλών επηρεάζει τις τελικές τιμές αλλά δεν δικαιολογούνται τέτοιου είδους αυξήσεις.

Παράλληλα ενώ μειώθηκε ο ΦΠΑ από το 24% στο 13% θα περιμέναμε και γενικότερη μείωση τιμών στα προϊόντα, ωστόσο αυτές δεν μειώθηκαν, παρέμειναν σταθερές ή ίσως και να αυξήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις».

Την ίδια στιγμή ο πλανήτης βιώνει μία οξεία επισιτιστική κρίση. Συγκεκριμένα, σχεδόν 20 εκατ. επιπλέον άνθρωποι προστέθηκαν στους πληγέντες των επισιτιστικών κρίσεων στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, ενώ οι προοπτικές για το άμεσο μέλλον φαντάζουν εξίσου δυσοίωνες, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Δίκτυο Κατά των Επισιτιστικών Κρίσεων (GNAFC).