Τιμές: Ντόμινο ανατιμήσεων σε προϊόντα και υπηρεσίες και στην Ελλάδα προοιωνίζεται η συνεχής άνοδος των ενεργειακών προϊόντων και των τιμών των πρώτων υλών για τη βιομηχανία σε συνδυασμό με το άνοιγμα των οικονομιών μετά την ύφεση της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού.
Η τιμή του αργού πετρελαίου έχει αυξηθεί κατά 45% το πρώτο εξάμηνο το 2021 φτάνοντας χθες τα 75 δολάρια το βαρέλι (την υψηλότερη τιμή από το 2018) από 55 δολάρια τον Ιανουάριο, αφού η αύξηση της ζήτησης δεν έχει καλυφθεί με αύξηση της παραγωγής από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες .
Ως γνωστό η τιμή του πετρελαίου επηρεάζει το κόστος παραγωγής και μεταφοράς του συνόλου των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγονται ή εισάγονται στην Ελλάδα.
Ενας πρόσθετος λόγος ανησυχίας για τσουνάμι ανατιμήσεων τους επόμενους μήνες είναι και το γεγονός ότι πριν μια εβδομάδα η ΡΑΕ ενέκρινε αυξήσεις από 3,6% έως και 15,6% στα τιμολόγια ρεύματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά από 1ης Αυγούστου, κάτι που θα έχει σοβαρό αντίκτυπο και στις τελικές τιμές λιανικής στο σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών
Τιμές: Καθησυχασμός αλλά μέχρι πότε;
Προς το παρόν το οικονομικό επιτελείο καθησυχάζει ότι οι όποιες ανατιμήσεις είναι συγκυριακού χαρακτήρα και δεν πρόκειται να φτάσουν σε σπιράλ ανατιμήσεων.
Ωστόσο δεν κρύβει και το προβληματισμό του για τη συνέχεια όσο το φαινόμενο του εισαγόμενου πληθωρισμού διατηρείται.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει χαμηλά.
Εφτασε μόλις στο 0,1% τον Μάιο και είναι πολύ μακριά από το 2,6% του Βελγίου ή το 2,1% της Γερμανίας.
Ωστόσο έχει σταθερά ανοδική πορεία από την αρχή του χρόνου αφού έχει αυξηθεί ήδη πάνω από δυο μονάδες. Από -2% τον Ιανουάριο έφτασε το -1,3% τον Φεβρουάριο το -1,6% τον Μάρτιο, το -0,3 τον Απρίλιο φτάνοντας στο οριακά θετικό 0,1% τον Μάιο, όταν στο μεγαλύτερο τμήμα του μήνα η αγορά ήταν κλειστή.
Τιμές: «Εγκεφαλικό» στα… ράφια
Οι σημαντικές ανατιμήσεις, ακόμη και σε βασικά είδη διατροφής οι οποίες έχουν αρχίσει να καταγράφονται στις τιμοληψίες που γίνονται από το ΥΠΑΝ αλλά και τα ινστιτούτα καταναλωτών, αναμένεται να συνεχιστούν αφού η μελλοντική τάση προδιαγράφεται και από πρόδρομους δείκτες.
Για παράδειγμα, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία, ο οποίος παρακολουθεί τη διακύμανση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων που πωλούνται εντός και εκτός της χώρας, κατάγραψε για τον Μάιο αύξηση 13,7% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2020.
Η μεγάλη αυτή αύξηση έρχεται σε συνέχεια της αύξησης κατά 14,6% για τον Απρίλιο και 9,1% για τον Μάρτιο.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις για τον Μάιο σε ό,τι αφορά στην εγχώρια αγορά εντοπίζονται στα ενεργειακά προϊόντα:
Οι τιμές στην παραγωγή οπτανθράκων και προϊόντων διύλισης πετρελαίου κατά 71,3%, οι τιμές για την εξόρυξη άνθρακα και λιγνίτη κατά 35,4% και της κατασκευής ηλεκτρολογικού υλικού κατά 10,3%.
Οι τιμές στην παραγωγή μετάλλων αυξήθηκαν κατά 7% και τροφίμων κατά 1,5%.
Ο συγκεκριμένος δείκτης είναι προάγγελος των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων στη λιανική αγορά, μόλις εξαντληθούν τα αποθέματα που υπήρχαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αν και προς στιγμή οι αυξήσεις σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης καταγράφονται σχετικά περιορισμένες, οι αυξήσεις θα είναι μεγαλύτερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τούτο με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι ακόμη σε μεγάλο ποσοστό εξαρτημένη από την κατανάλωση πετρελαίου.
Συνεπώς η ανοδική πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου θα έχει άμεση επίπτωση και στις τιμές λιανικής όχι μόνο των καυσίμων.
Στο επόμενο διάστημα αναμένονται ανατιμήσεις στα ράφια των σούπερ μάρκετ σε προϊόντα όπως στο χοιρινό κρέας, τα τυριά, τα έλαια, τα όσπρια, ζάχαρη, βρεφικά γάλατα, με δεδομένο ότι έχουν ήδη αυξηθεί τα λιπάσματα οι ζωοτροφές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές από το χωράφι ή την κτηνοτροφική μονάδα να καταγράφουν με τη σειρά τους αυξήσεις που ξεπερνούν σε μέσα επίπεδα το 6%.
Αν η τιμή του πετρελαίου παραμείνει ψηλά τον επόμενο μήνα οι καταναλωτές θα έρθουν αντιμέτωποι και με τις ανατιμήσεις του ηλεκτρονικού ρεύματος τόσο άμεσα, στην οικιακή κατανάλωση, όσο και έμμεσα στις τιμές στο ράφι.
Η δε δυνατότητα των επιχειρήσεων να απορροφήσουν τις αυξήσεις μετά από περίπου 16 μήνες πανδημίας θα είναι από ελάχιστη έως μηδενική.
Τιμές: Παγκόσμιο φαινόμενο το ράλι!
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με μετρήσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών αυξήσεις παρατηρήθηκαν και σε άλλα είδη όπως η φέτα, το γιαούρτι, τα αυγά. Ωστόσο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το συνολικό ποσοστό αύξησης στον οικογενειακό προϋπολογισμό συγκρατήθηκε στο 0,7%, καθώς εξισορροπήθηκε από προϊόντα σε προσφορά.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΙΕΛΚΑ, Κωνσταντίνος Μαχαίρας, στον enikos.gr «οι ανατιμήσεις αφορούν σε ολόκληρη την Ευρώπη καθώς ανεβαίνουν οι πρώτες ύλες». Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουμε «μεσοσταθμικές αυξήσεις 5%-6% εφέτος και το λιανεμπόριο έως τώρα έχει απορροφήσει ένα 4% και στην τελική τιμή του προϊόντος έχει… περάσει ένα 2%. Με το που άνοιξαν έξω οι αγορές, ήρθαν και οι ανατιμήσεις. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι ελληνικό».
Ο Γιώργος Λεχουρίτης, πρόεδρος του ΙΝΚΑ, βλέπει ωστόσο πιο μόνιμα χαρακτηριστικά στις ανατιμήσεις, οι οποίες όπως είπε ξεκίνησαν από τον Ιανουάριο.
Όπως είπε σε συνέντευξή του στο OPEN το μπαράζ ανατιμήσεων παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα προϊόντα από τα μακαρόνια και όσπρια μέχρι το λάδι και το ρύζι. Μάλιστα, επεσήμανε ότι οι ανατιμήσεις είναι μεγάλες εάν αναλογιστεί κανείς δεν υπάρχει καμιά αύξηση στις αποδοχές των εργαζομένων και στις συντάξεις.
Στο ερώτημα εάν συνδέονται οι ανατιμήσεις με το κύμα της πανδημίας ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ σημείωσε ότι δεν υπάρχει καμιά συσχέτιση της πανδημίας με τις αυξήσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και στα προϊόντα που φτάνουν στα ράφια του σούπερ μάρκετ.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΝΚΑ, «αυτό που επικαλούνται για παράδειγμα οι πωλητές λαϊκών αγορών ότι πήγαιναν κάθε 15 ημέρες και ότι μειώθηκαν οι πάγκοι, γι’ αυτό και αυξήθηκαν οι τιμές, δεν ισχύει για τα σούπερ μάρκετ, καθώς αυτά δεν έκλεισαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τις αυξημένες τιμές προϊόντων, βρίσκουμε δικαιολογίες. Θεωρούμε λοιπόν ως ΙΝΚΑ ότι πολλές επιχειρήσεις βρίσκουν δικαιολογίες για να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων. Η αύξηση των τιμών πρώτων υλών επηρεάζει τις τελικές τιμές αλλά δεν δικαιολογούνται τέτοιου είδους αυξήσεις.
Παράλληλα ενώ μειώθηκε ο ΦΠΑ από το 24% στο 13% θα περιμέναμε και γενικότερη μείωση τιμών στα προϊόντα, ωστόσο αυτές δεν μειώθηκαν, παρέμειναν σταθερές ή ίσως και να αυξήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις».
Την ίδια στιγμή ο πλανήτης βιώνει μία οξεία επισιτιστική κρίση. Συγκεκριμένα, σχεδόν 20 εκατ. επιπλέον άνθρωποι προστέθηκαν στους πληγέντες των επισιτιστικών κρίσεων στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, ενώ οι προοπτικές για το άμεσο μέλλον φαντάζουν εξίσου δυσοίωνες, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Δίκτυο Κατά των Επισιτιστικών Κρίσεων (GNAFC).