Κύματα ραδιενέργειας από την Βουλγαρία – Μεγάλη ανησυχία στην Ελλάδα

Ραδιενέργεια: Υπερβολικά αυξημένες τιμές ραδιοακτινοβολίας μετρήθηκαν ξαφνικά, το βράδυ της 14ης Δεκεμβρίου, στη νότια Βουλγαρία, κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα.

Τις μετρήσεις κατέγραψε η ειδική υπηρεσία της διαδικτυακής πλατφόρμας Windy, η οποία εκτός από τις γνωστές πληροφορίες για τον καιρό, προσφέρει και ειδικές υπηρεσίες.

Κατά τη Windy λοιπόν, οι τιμές οι οποίες καταγράφηκαν από σταθμό μέτρησης στη Βουλγαρία, έφθασαν τα 7780 nSv/hr (nanosivert ανά ώρα) ενώ οι τιμές γύρω από το σημείο εκείνο ήταν περίπου στα 130-195 nanosivert ανά ώρα. Σημειώνεται ότι το διεθνές αυτό σύστημα καταγράφει ιονίζουσα ακτινοβολία.

Δείτε την εικόνα με την ξαφνική αύξηση της ραδιενέργειας:

Αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τον χάρτη της Κεντρικής Ευρώπης αντιλαμβάνεται πως την ίδια ώρα υψηλές είναι και οι τιμές στην περιοχή του Τσέρνοπμπιλ στα σύνορα Ουκρανίας- Ρωσίας. Όμως η περιοχή αυτή είναι επιβαρυμένη εδώ και δεκαετίες από το τραγικό πυρηνικό ατύχημα.

Στην περιοχή ωστόσο όπου παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της έκλυσης ιονίζουσας ακτινοβολίας, στην Κεντρική – Νότια Βουλγαρία, υφίστανται οι εγκαταστάσεις του πυρηνικού σταθμού Κοζλοντούι.

Στις 19 Δεκεμβρίου -πέντε ημέρες μετά- οι τιμές σε nanosivert/hr, ήταν φυσιολογικές ενώ αντιθέτως οι τιμές στην περιοχή του Τσέρνομπιλ εξακολουθούσαν να είναι υψηλές.

Δείτε τον χάρτη με τις σημερινές μετρήσεις:

Ραδιενέργεια: Ο αόρατος θάνατος που βρίσκεται σε 23 πάρκα στην Αθήνα

Καθημερινά σε… ραδιενέργεια εκτίθενται οι Έλληνες πολίτες, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Όπως αποκαλύπτει έρευνα του Εργαστηρίου Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του Ενικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε 23 πάρκα του Λεκανοπεδίου διαπιστώθηκε η παρουσία Καισίου 137 που αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα προϊόντα σχάσης του ουρανίου.

Το 1986, λίγες ημέρες ύστερα από το πυρηνικό ατύχημα, επιστήμονες του ΕΜΠ και του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» είχαν καταγράψει στη χώρα μας υψηλές συγκεντρώσεις επικίνδυνων ραδιοϊσοτόπων, όπως ραδιοκαισίου αλλά και ιωδίου και τελλουρίου.

Μετρήσεις που έγιναν δέκα χρόνια μετά έδειξαν ότι η Ελλάδα είχε σχεδόν απαλλαγεί από όλα, με εξαίρεση το καίσιο 137.

Οι επιστήμονες διευκρινίζουν πως τα επίπεδα που εντόπισαν στην πρόσφατη έρευνα τους είναι πολύ κάτω από το όριο κινδύνου, όμως είναι ενδεικτικά της επιμονής παρουσίας του καισίου, το οποίο χρειάζεται 30 χρόνια για να υποδιπλασιαστεί.

Τα δείγματα που έλαβαν οι ερευνητές συγκρίθηκαν με αντίστοιχες μετρήσεις από τη Βαρκελώνη, όπου κατεγράφησαν χαμηλότερα επίπεδα, και από το Βουκουρέστι, όπου βρέθηκαν υψηλότερες ποσότητες.

Στόχος των επιστημόνων είναι να επεκτείνουν την έρευνά τους και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως τα Γρεβενά ή την Καρδίτσα, που θεωρείται ότι επηρεάστηκαν περισσότερο από το πυρηνικό ατύχημα του 1986.

«Στην Ελλάδα γίνεται έρευνα, υπάρχουν πολλοί νέοι ερευνητές που αν στηριχθούν κατάλληλα, μπορούν να φέρουν σοβαρά αποτελέσματα στο μέλλον» λέει στα ΝΕΑ ο Θεόδωρος Μερτζιμέκης, αναπληρωτής καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής στο ΕΚΠΑ.

«Αυτό που κάναμε ήταν μία εκτενής προσπάθεια καταγραφής των επιπέδων φυσικής ραδιενέργειας σε αστικά πάρκα της Αττικής 37 έτη μετά το Τσερνόμπιλ.

Μαζί με τα επίπεδα φυσικής ραδιενέργειας που σχετίζονται άμεσα με τη γεωλογικη σύσταση εδαφών που μελετήθηκαν, βρέθηκαν και ίχνη ραδιοκαισίου που αποδίδεται στη διασπορά από το Τσέρνομπιλ.

Ραδιενέργεια: Αυτές είναι οι πιο μολυσμένες πόλεις της Ελλάδας

Καθημερινά σε… δηλητήριο εκτίθενται οι Έλληνες πολίτες, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Η εταιρεία IQAir, η οποία ειδικεύεται στην προστασία από τους ατμοσφαιρικούς ρύπους και στην ανάπτυξη προϊόντων παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα και του καθαρισμού του, δημοσίευσε σήμερα έκθεση στην οποία αναφέρεται ότι το Τσαντ στην κεντρική Αφρική αντικατέστησε κατά τον περασμένο χρόνο το Μπανγκλαντές ως η χώρα με την μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση.

Η εταιρεία μετράει τα επίπεδα της ποιότητας του αέρα με βάση τη συγκέντρωση των αιωρούμενων σωματιδίων, καταστροφικών για τους πνεύμονες, που είναι γνωστά ως PM2.5 (δηλαδή έχουν διάμετρο μικρότερη από 2,5 μικρόμετρα).

Την ετήσια έκθεσή της επικαλούνται ευρέως ερευνητές και κυβερνητικές οργανώσεις.

Η ποιότητα του αέρα στη Λαχώρη επιδεινώθηκε στα 97,4 μικρογραμμάρια PM2.5 ανά κυβικό μέτρο, από 86,5 που ήταν το 2021, καθιστώντας την τήν πιο μολυσμένη πόλη παγκοσμίως.

Η πόλη Χοτάν είναι η μοναδική κινεζική πόλη που βρίσκεται στις πρώτες 20 θέσεις, ακολουθεί την Λαχώρη με 94,3 μικρογραμμάρια PM2.5 ανά κυβικό μέτρο, μια ωστόσο βελτίωση από 101,5 που ήταν το 2021.

Οι επόμενες δύο πόλεις στην κατάταξη είναι ινδικές: το Μπιγουάντι, στα περίχωρα του Νέου Δελχί, με επίπεδα ρύπανσης 92,7 και το Δελχί αμέσως μετά με 92,6.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συστήνει ως όριο ασφαλείας τη μέγιστη συγκέντρωση 5 μικρογραμμαρίων PM2.5 ανά κυβικό μέτρο.

Ενώ το Τσαντ έχει κατά μέσον όρο 89,7, το Ιράκ–το οποίο είναι η δεύτερη πιο μολυσμένη ατμοσφαιρικά χώρα–έχει 80,1.

Το Πακιστάν, όπου βρίσκονται οι δύο από τις πέντε πόλεις με τον πιο μολυσμένο αέρα για το 2022, είναι η τρίτη χώρα στην παγκόσμια αυτή κατάταξη με 70,9 και ακολουθεί το Μπαχρέιν με 66,6.

Η ποιότητα του αέρα του Μπανγκλαντές βελτιώθηκε από το 2021, όταν ήταν η χώρα με την χειρότερη ατμοσφαιρική ρύπανση.

Στην τελευταία αυτή έκθεση βρίσκεται στην πέμπτη θέση με επίπεδα PM2.5 στο 65,8 από 76,9.

Η Ινδία, που έχει ορισμένες από τις πόλεις με την χειρότερη ατμοσφαιρική ρύπανση παγκοσμίως, βρίσκεται στην όγδοη θέση στην τελευταία έκθεση με επίπεδα PM2.5 στα 53,3.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ινδία και το Πακιστάν έχουν την χειρότερη ποιότητα αέρα στην περιοχή της Κεντρικής και Νότιας Ασίας, όπου σχεδόν το 60% του πληθυσμού ζει σε περιοχές με συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 τουλάχιστον επτά φορές υψηλότερη από τα προτεινόμενα επίπεδα από τον ΠΟΥ.

Όπως αναφέρει, ένας στους δέκα ανθρώπους στον κόσμο ζει σε μια περιοχή όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση συνιστά απειλή για την υγεία του.

Το νησί Γκουάμ στον Ειρηνικό Ωκεανό έχει τον καθαρότερο αέρα παγκοσμίως με συγκέντρωση PM2.5 1,3, ενώ η Καμπέρα τον καθαρότερο για πρωτεύουσα με 2,8.

Η έκθεση συντάσσεται χρησιμοποιώντας δεδομένα από περισσότερα από 30.000 συστήματα παρακολούθησης σε πάνω από 7.300 τοποθεσίες σε 131 χώρες, εδάφη και περιοχές.

Σύμφωνα, με την IQAir, ο αέρας στην Αθήνα καταγράφεται στα 10,8 μικρογραμμαρίων PM2.5 ανά κυβικό μέτρο, δηλαδή δύο φορές πάνω από το όριο ασφάλεια του ΠΟΥ.

Ενώ, ο αέρας στην Θεσσαλονίκη εμφανίζεται πιο μολυσμένος, στα 17,2 μικρογραμμάρια PM2.5 ανά κυβικό μέτρο.

Ραδιενέργεια: Το άγνωστο καρκινογόνο που βρίσκεται στον αέρα

Μια χημική ουσία που εντοπίζεται σε πλήθος προϊόντων διατροφής αλλά και σε φάρμακα βρίσκεται στο «μικροσκόπιο» των ευρωπαϊκών ελεγκτικών αρχών.

Πρόκειται για τις νιτροζαμίνες, τις χημικές ουσίες που προκύπτουν από τη χημική αντίδραση νιτρικών και νιτρωδών αλάτων (που χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά ή υπάρχουν φυσικά στα τρόφιμα) και από ορισμένες αμίνες (λόγω αλκαλικής διάβρωσης).

Οι νιτροζαμίνες θεωρούνται καρκινογόνες και γονιδιοτοξικές, δηλαδή μπορούν να βλάψουν το DNA.

«Για όλες τις ηλικιακές ομάδες στον πληθυσμό της ΕΕ, το επίπεδο έκθεσης σε νιτροζαμίνες στα τρόφιμα εγείρει ανησυχία για την υγεία», έχει προειδοποιήσει η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA).

Προειδοποίηση είχε εκδώσει και ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) τονίζοντας τους κινδύνους που διατρέχει η υγεία των πολιτών λόγω των νιτροζαμινών που μπορεί να παραχθούν στα τρόφιμα κατά την προετοιμασία και την επεξεργασία τους.

Σύμφωνα με αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), τουλάχιστον δέκα νιτροζαμίνες που βρίσκονται στα τρόφιμα είναι καρκινογόνες και γονιδιοτοξικές.

«Η αξιολόγησή μας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για όλες τις ηλικιακές ομάδες στον πληθυσμό της Ε.Ε., το επίπεδο έκθεσης σε νιτροζαμίνες στα τρόφιμα εγείρει ανησυχία για την υγεία» επεσήμανε ο Δρ. Dieter Schrenk, πρόεδρος της Επιτροπής για τους Επιμολυντές στην Τροφική Αλυσίδα, και συμπλήρωσε:

«Με βάση τις μελέτες σε ζώα, θεωρήσαμε τη συχνότητα των ηπατικών όγκων στα τρωκτικά ως την πιο κρίσιμη επίδραση στην υγεία».

Οι νιτροζαμίνες έχουν βρεθεί σε διάφορους τύπους τροφίμων.

Μια από τις πιο σημαντικές ομάδες τροφίμων στις οποίες έχουν εντοπιστεί είναι το κρέας και τα προϊόντα κρέατος.

Εντοπίζονται επίσης και σε πολλά άλλα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των επεξεργασμένων λαχανικών, των δημητριακών, του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, των ψαριών και των θαλασσινών ή των τροφών που έχουν υποστεί ζύμωση.

Έχουν εντοπιστεί ακόμα στο τουρσί, στο κακάο και στα καρυκεύματα, στις μπύρες και σε άλλα αλκοολούχα ποτά, ακόμη και σε φάρμακα.

Σημειώνεται πως τα νιτρικά και τα νιτρώδη άλατα, από την αντίδραση των οποίων προκύπτουν οι νιτροζαμίνες, αποτελούν νόμιμα πρόσθετα στα τρόφιμα, καθώς καταστέλλουν τον πολλαπλασιασμό επιβλαβών βακτηρίων (όπως για παράδειγμα αυτών που προκαλούν αλλαντίαση) και επιμηκύνουν την διάρκεια ζωής των τροφίμων.

Επίσης στο κρέας και τα αλλαντικά χρησιμοποιούνται για να διατηρηθεί το έντονο κόκκινο/ροζ χρώμα και βελτιώνοντας την γεύση.

Ασκούν επίσης, αντιοξειδωτική δράση, ενώ στα λαχανικά εμφανίζονται από το έδαφος στο οποίο φύονται/καλλιεργούνται.

Η περιεκτικότητα του εδάφους σε νιτρικά και σε νιτρώδη εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως τα λιπάσματα, η ποιότητα του εδάφους και του νερού και οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα.

Φαίνεται ωστόσο να υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ του τρόπου με τον οποίο τα νιτρικά και τα νιτρώδη συσκευάζονται στο κρέας σε σχέση με την φυσική ύπαρξή τους στα λαχανικά και αυτή η διαφορά ενδεχομένως να επηρεάζει και την καρκινογόνο δράση τους.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Γαλλικού Πρακτορείου, η EFSA παραδέχεται πως υπάρχουν αρκετά γνωστικά κενά σχετικά με τη παρουσία νιτροζαμινών σε συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων.

«Για να διασφαλίσουμε υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, δημιουργήσαμε το χειρότερο σενάριο για την αξιολόγηση επικινδυνότητας. Υποθέσαμε ότι όλες οι νετροζαμίνες που βρίσκονται στα τρόφιμα είχαν την ίδια δυνατότητα να προκαλέσουν καρκίνο στους ανθρώπους με την πιο επιβλαβή νιτροζαμίνη, αν και αυτό είναι απίθανο», δήλωσε ο Dieter Schrenk.

Η αρμόδια ρυθμιστική αρχή εκτιμά πως η εξισορρόπηση της διατροφής με την κατανάλωση μεγαλύτερης ποικιλίας τροφών θα μπορούσε να βοηθήσει τους καταναλωτές να μειώσουν την πρόσληψη νιτροζαμινών.

Έρευνες αποκαλύπτουν πως οι νιτροζαμίνες θα μπορούσαν να «μολύνουν» και ορισμένα φάρμακα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει μια επανεκτίμηση της άδειας κυκλοφορίας τους, ιδιαίτερα εάν τα επίπεδα των επικίνδυνων ουσιών υπερβούν ένα αποδεκτό όριο.

Σύμφωνα με άρθρο στη Pharmaceutical Journal, όπου αναφέρθηκε για πρώτη φορά η είδηση, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) είχε βρει περίπου 20 φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να περιέχουν υπερβολικά επίπεδα νιτροζαμινών.

Εκπρόσωπος του EMA δήλωσε ότι οι αρχές «εξετάζουν προσεκτικά» την ανάγκη λήψης ρυθμιστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα κρίσιμα φάρμακα θα παραμείνουν διαθέσιμα στους ασθενείς.

Υπενθυμίζεται πως το 2019 η ρανιτιδίνη – ένα μη συνταγογραφούμενο αντιόξινο φάρμακο που πωλούταν με την εμπορική ονομασία Zantac – αποσύρθηκε από τις αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ λόγω της παρουσίας νιτροζαμίνης.

Σε αυτή την περίπτωση υπήρχαν εναλλακτικές θεραπείες, οπότε οι ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν κάποιο άλλο φάρμακο.

Επίσης το 2018 οι φαρμακοβιομηχανίες που παράγουν σαρτάνες, μια συγκεκριμένη κατηγορία ρυθμιστών αρτηριακής πίεσης, αναγκάστηκαν να αναδιαμορφώσουν την παραγωγή τους μετά από μαζικές ανακλήσεις λόγω της παρουσίας νιτροζαμινών.