«Κούρεμα» δανείων, που σε αρκετές περιπτώσεις ενδέχεται να αγγίξει ακόμη και το 40%, προσφέρουν οι τράπεζες στους «κόκκινους» δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο.
Τα επίμαχα δάνεια παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός πεδίου ρύθμισης.
Κι αυτό γιατί, όπως σημειώνουν στον «Ελεύθερο Τύπο» υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη, πολλοί από τους οφειλέτες επέλεγαν να αφήσουν αναπάντητες τις όποιες κλήσεις των ιδρυμάτων για διακανονισμό των χρεών τους, «πατώντας» σε σειρά δικαστικών αποφάσεων που τους δικαίωναν, έστω και πρωτοδίκως.
«Η τελευταία απόφαση υπέρ της Eurobank, που, όμως, αφορά σε όλες τις τράπεζες, φέρνει νέα τροπή στα πράγματα», προσθέτουν τα ίδια στελέχη, εκτιμώντας πως προσεχώς μεγάλη μερίδα των συγκεκριμένων δανειοληπτών θα υποχρεωθεί να προσέλθει στα γκισέ για ρύθμιση.
Οι λύσεις που προτείνουν οι τράπεζες είναι αντίστοιχες με εκείνες που ήδη εφαρμόζονται στα στεγαστικά σε ευρώ.
Οπως, ωστόσο, σπεύδουν να τονίσουν παράγοντες της τραπεζικής αγοράς, το haircut στην περίπτωση των δανείων με ελβετικό είναι μεγαλύτερο, μιας και τα ιδρύματα αναγνωρίζουν ότι το ζήτημα της ισοτιμίας ευρώ – φράγκου κατέστησε εξαιρετικά δύσκολη την αποπληρωμή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα επίμαχα δάνεια συνήφθησαν την περίοδο 2006 – 2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55 – 1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor, με συνέπεια οι οφειλέτες να βλέπουν τη μηνιαία δόση τους να αυξάνεται ακόμη και κατά 57%.
Στο πλαίσιο αυτό, το «κούρεμα» που επιλέγεται φέρεται να είναι ανάλογο με την αύξηση του άληκτου κεφαλαίου του δανείου λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας.
Οι επιλογές, λοιπόν, που έχουν οι δανειολήπτες κινούνται στη λογική του γνωστού Split Balance, αλλά και της… ιρλανδικής εκδοχής του Split and Freeze.
«Κούρεμα» δανείων: Τι ισχύει
Στην πρώτη περίπτωση, γίνεται διαχωρισμός της οφειλής σε δύο τμήματα, ένα, το οποίο ο οφειλέτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και ένα δεύτερο, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη.
Για παράδειγμα, στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, με ανεξόφλητο υπόλοιπο 200.000 ευρώ, «κόβεται» σε δύο μέρη. Το πρώτο, αξίας, για παράδειγμα, 100.000 ευρώ, ρυθμίζεται είτε με βάση τις δυνατότητες του δανειολήπτη είτε με κριτήριο την πραγματική αξία του ακινήτου και ορίζοντα αποπληρωμής τη 15ετία. Η αποπληρωμή των υπόλοιπων 100.000 μετατίθεται για αργότερα, αν και πρέπει να ορίζεται σαφώς στο συμφωνητικό που υπογράφουν τα εμπλεκόμενα μέρη.
Στη δεύτερη περίπτωση, η οφειλή «σπάει» επίσης σε δύο τμήματα, μόνο που το δεύτερο ναι μεν θα επανεξετάζεται στο μέλλον, χωρίς να τοκοφορείται, θα τίθεται, ωστόσο, σε σταδιακό κούρεμα, σε αντιστοιχία με τη συνέπεια καταβολών του δανειολήπτη. Προς επίρρωση, στο παραπάνω στεγαστικό δάνειο το πρώτο κομμάτι ρυθμίζεται επίσης σε βάθος 15ετίας, το υπόλοιπο, ωστόσο, υπόκειται σε ποσοστιαίο «κούρεμα» (4% ετησίως), με απαραίτητη προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα παραμένει συνεπής. Μετά το πέρας του επίμαχου διαστήματος, δηλαδή, θα έχει διαγραφεί ένα ποσό της τάξεως των 60.000 ευρώ, ήτοι 4.000 τον χρόνο. Οι υπόλοιπες 40.000 ευρώ που απομένουν θα ρυθμιστούν εκ νέου.
Επισημαίνεται ότι οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις επιλέγονται πλέον από το σύνολο των συστημικών τραπεζών, μιας και ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας τους -άνω της διετίας- αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικός σε σύγκριση με τις βραχυπρόθεσμες λύσεις.