Εφορία: Ετήσιος φόρος επιβάλλεται σε περίπου 100.000 άτομα που κατέχουν βάρκες και σκάφη αναψυχής, καθώς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ενεργοποιεί μια διάταξη ενός νόμου του 1975.
Πρόκειται για το άρθρο 12 του ν. 27/1975, το οποίο ενεργοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2023 με το άρθρο 46 του ν. 5036/2023.
Για την βεβαίωση και την πληρωμή του φόρου, κάθε ιδιοκτήτης βάρκας / σκάφους οφείλει να υποβάλει δήλωση φόρου πλοίων β’ κατηγορίας σε ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή του TAXISnet. Ο φόρος, αφού βεβαιωθεί, πρέπει να πληρωθεί είτε σε δύο δόσεις είτε εφάπαξ έως το τέλος Σεπτεμβρίου.
Το ύψος του φόρου κυμαίνεται από 100 έως 200 ευρώ ανάλογα με το μήκος της βάρκας ή του σκάφου, αναψυχής και θα πληρώνεται στην ΑΑΔΕ κάθε χρόνο.
Αναλυτικότερα με βάση το συγκεκριμένο άρθρο, όλα τα μικρά και μεσαία θαλάσσια σκάφη και πλοία, είτε επαγγελματικά είτε ιδιωτικά – με εξαίρεση μόνο τα αλιευτικά και τα ρυμουλκά των οποίων ο χρόνος δραστηριοποίησης σε υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών δεν υπερβαίνει το 50% του συνολικού χρόνου δραστηριοποίησής τους – οφείλουν να καταβάλλουν κάθε χρόνο φόρο πλοίων β’ κατηγορίας, ο οποίος ανέρχεται σε 100 ευρώ εφόσον το μήκος του σκάφους δεν υπερβαίνει τα 7 μέτρα και σε 200 ευρώ εφόσον το μήκος υπερβαίνει τα 7 μέτρα και φθάνει μέχρι τα 12 μέτρα.
Η υποχρέωση αυτή ισχύει, δηλαδή, και για φορολογούμενους φυσικά πρόσωπα που κατέχουν ιδιωτικά ερασιτεχνικά σκάφη αναψυχής (απλές βάρκες, φουσκωτά, ταχύπλοα κ.λπ.).
Η βεβαίωση του φόρου μέχρι το 2022 προβλεπόταν να γίνεται από την ΑΑΔΕ με βάση στοιχεία που η ίδια είχε στη διάθεσή της. Η διαδικασία αυτή όμως δεν διασφάλιζε την είσπραξη του φόρου από όλους τους υπόχρεους, καθώς η ΑΑΔΕ δεν ήταν σε θέση να τους εντοπίζει.
Από τον Μάρτιο του 2023, με το άρθρο 46 του ν. 5036/2023, καθιερώθηκε νέα διαδικασία για τη βεβαίωση του φόρου, σύμφωνα με την οποία όλοι οι ιδιοκτήτες σκαφών αναψυχής και όλοι οι λοιποί πλοιοκτήτες – φυσικά πρόσωπα ή εταιρίες – που είναι εγγεγραμμένοι κατά την πρώτη Ιανουαρίου εκάστου έτους στο οικείο νηολόγιο ή λεμβολόγιο/Βιβλίο Εγγραφής Μικρών Σκαφών (ΒΕΜΣ) οφείλουν να υποβάλλουν ηλεκτρονικά δήλωση φόρου πλοίων δεύτερης κατηγορίας στην αρμόδια για το πλοίο φορολογική αρχή, για το εκάστοτε προηγούμενο έτος ώστε με την υποβολή της δήλωσης να γίνεται άμεσος προσδιορισμός (βεβαίωση) του φόρου.
Την ίδια υποχρέωση για υποβολή δήλωσης φόρου πλοίων β’ κατηγορίας έχουν και οι ναυλωτές ή ναυλώτριες εταιρείες πλοίου υπό γυμνή ναύλωση, καθώς και οι μισθωτές ή μισθώτριες εταιρείες πλοίου υπό χρηματοδοτική μίσθωση.
Η καταβολή του φόρου γίνεται σε δύο ισόποσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Απριλίου και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουνίου αντίστοιχα.
Αν το πλοίο ανήκει σε περισσότερους του ενός πλοιοκτήτες, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης και καταβολή του φόρου είναι οι πλοιοκτήτες κατά το ποσοστό ιδιοκτησίας του καθενός.
Σε περίπτωση έναρξης εργασιών συμπλοιοκτησίας ή κοινωνίας, υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης και καταβολή του φόρου είναι η συμπλοιοκτησία ή η κοινωνία με αλληλέγγυα ευθύνη όλων των συμπλοιοκτητών ή κοινωνών αντίστοιχα.
Ειδικά για το έτος 2023 η διάταξη του άρθρου 46 του ν. 5036/2023 προέβλεπε ότι η δήλωση έπρεπε να είχε υποβληθεί μέχρι τις 30 Ιουνίου 2024. Όμως, με απόφαση που εξέδωσε ο Διοικητής της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλής περί τα μέσα Ιουνίου, η προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρατάθηκε μέχρι τις 26 Ιουλίου 2024, δηλαδή μέχρι 26 Ιουλίου.
Με νεώτερη απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, Γ. Πιτσιλή και του αρμοδίου υφυπουργού Οικονομικών, Χρ. Δήμα, η προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρατάθηκε έως τις 26 Σεπτεμβρίου.
Βάσει της ίδιας απόφασης, η καταβολή του φόρου για το 2023 πρέπει να γίνει είτε σε δύο δόσεις είτε εφάπαξ κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της δήλωσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Σεπτεμβρίου 2024.
Από το 2025 και μετά, η δήλωση φόρου πλοίων δεύτερης κατηγορίας για τη βεβαίωση του φόρου των 100 ή των 200 ευρώ πρέπει να υποβάλλεται κάθε Μάρτιο, η πρώτη δόση πρέπει να καταβάλλεται μέχρι το τέλος Απριλίου και η δεύτερη δόση μέχρι το τέλος Ιουνίου.
Εφορία: Ποια χρέη ξεχνιούνται
Για να διαγραφεί ή να μπει στο «αρχείο» μια οφειλή, θα πρέπει να έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης και να μην έχουν αποδώσει, ενώ αν πρόκειται, για μεγάλα χρέη, θα πρέπει να υπάρξει η σύμφωνη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
- Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
- Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
- Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν.
- Εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του 1.500.000 ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από την οποία και ελέγχονται. Αν κρίνεται αναγκαίο, έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και στις πράξεις της παρούσας που αφορούν συνολική βασική οφειλή κατώτερη του ως άνω ποσού.
Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
- Αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
- Δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
- Δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
- Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
- Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Εφορία: Πότε διαγράφονται τα χρέη προς το Δημόσιο
Ο νέος ΚΕΔΕ προβλέπει επίσης και τη διαδικασία διαγραφής των χρεών προς το Δημόσιο.
Ειδικότερα, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατό να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
- έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
- έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
- έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών, εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Ακόμη, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατό να διαγραφούν, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:
- οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,
- οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.