Επιχειρηματικά δάνεια: Ποιοι κόβονται και γιατί; Το «κόλπο» για να πάρετε χιλιάδες ευρώ

Επιχειρηματικά δάνεια: Τα προβλήματα για του μικρούς και το αυξημένο κόστος για τους μεγάλους. Τα «εξτρά» που ζητούν σύμβουλοι και ελεγκτές για επιχειρηματικά δάνεια. Το δίλημμα που βάζουν οι τράπεζες. Όλες οι λεπτομπέρειες στο xristika.gr.

Τα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να… «είναι εκεί και ναι περιμένουν» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να τα πάρουν όλοι! Και μόνο το ότι τα δάνεια αυτά περνούν από την «κρησάρα» των τραπεζών (καθώς συμμετέχουν στην συνολική χρηματοδότηση) είναι αρκετό για να κοπεί μεγάλος αριθμός υποψηφίων που ζητούν επιχειρηματικά δάνεια.

Ως γνωστό, η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται εκτός τραπεζικού δανεισμού λόγω υποχρεώσεων και εκκρεμοτήτων για επιχειρηματικά δάνεια του παρελθόντος. Από 850.000 ΑΦΜ μόλις 50.000 επιχειρήσεις θεωρούνται επιλέξιμες για δανεισμό. Πρόκειται για 500 μεγάλες επιχειρήσεις (με βάση τον κοινοτικό ορισμό) περίπου 4.500 μεσαίες και 45.000 μικρές.

Πρακτικά, δηλαδή, μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το τραπεζικό σύστημα, κάτι που σημαίνει ότι μόνο αυτές μπορούν να πάρουν και επιχειρηματικά δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Έτσι λοιπόν, μόνο τυχαίο δεν είναι το ότι –ειδικά- για τις μεγάλες επιχειρήσεις, το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης αυξήθηκε και διαμορφώνεται, πλέον, σε σταθερό 1%.

Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις επιχειρήσεις, αυτές δηλαδή που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη (όπου το επιτόκιο παραμένει αμετάβλητο στο 0,35%) δεν μπορούν να πάρουν -με την ίδια ευκολία- τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Οι περισσότεροι μικρομεσαίοι απορρίπτονται από τις τράπεζες που έχουν συμμετοχή, φωνή και λόγο στα… εν λόγω επιχειρηματικά δάνεια.

Υπενθυμίζεται ότι κάθε σχέδιο που εγκρίνεται, χρηματοδοτείται σε ποσοστό έως 50% με δάνειο από το Ταμείο Ανάκαμψης και τουλάχιστον κατά 30% με δάνειο από τη συνεργαζόμενη τράπεζα, ενώ το 20% της επένδυσης καλύπτεται με ίδια συμμετοχή.

Και τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί! Όσες μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις καταφέρνουν να περάσουν το σκόπελο της αρχικής επιλογής αντιμετωπίζουν το εξής δίλημμα:

Να προχωρήσουν σε δανεισμό μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (και να “γλυτώσουν” το Euribor) ή να πάρουν επιχειρηματικό δάνειο; Γιατί όπως εξηγούν τραπεζικοί παράγοντες, οι επενδύσεις των μικρών επιχειρήσεων είναι συνήθως χαμηλούς προϋπολογισμού.

Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, τα έξοδα για να ενταχθεί κάποιος σε δάνειο του Ταμείο Ανάκαμψης, αντιστοιχούν ή ξεπερνούν το επιπλέον επιτοκιακό κόστος ενός επιχειρηματικού δάνειο με Euribor 4% (για παράδειγμα).

Διότι, για να περάσει ένα επενδυτικό σχέδιο στο Ταμείο Ανάκαμψης χρειάζεται και ορκωτό ελεγκτή και ανεξάρτητο οικονομικό σύμβουλο, μάνι μάνι, 15.000 – 20.000 € μόνο για έξοδα!

Ετσι, τα έξοδα για «τρίτους» εξανεμίζουν το όφελος από το μειωμένο επιτόκιο για μικρές επενδύσεις, ενώ υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος να μην είναι εγκριθεί τελικά (και παρόλα αυτά) το σχέδιο για το Ταμείο Ανάκυψης (ενώ για το επιχειρηματικό δάνειο τα πράγματα είναι ευκολότερα)

Όπως προαναφέρθηκε το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από τους τραπεζικούς φορείς προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένει σταθερό στο 0,35%, ενώ για τις υπόλοιπες, αυξάνεται και διαμορφώνεται, πλέον, σε επίσης σταθερό 1%.

Το παραπάνω επιτόκια ισχύουν για όσες δανειακές συμβάσεις συναφθούν μεταξύ των τραπεζικών φορέων και των δικαιούχων με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από 25/10/2022.

Η αύξηση του σταθερού επιτοκίου από 0,35% σε 1% για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις δεν αφορά όσες έχουν, ήδη, συνάψει, το αργότερο έως 24/10/2022, σύμβαση με ανεξάρτητο αξιολογητή για τον έλεγχο του επενδυτικού τους σχεδίου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, μέχρι σήμερα, έχουν υποβληθεί 160 επενδυτικά σχέδια, συνολικού προϋπολογισμού 7,14 δισ. ευρώ (σε 2,98 δισ. ευρώ ανέρχονται τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, σε 2,55 δισ. ευρώ τα κεφάλαια των τραπεζών και σε 1,61 δισ. ευρώ τα ίδια κεφάλαια). Από το ποσό αυτό, πάνω από 1 δισ. ευρώ αφορούν επενδύσεις από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Επιχειρηματικά δάνεια: Δες πόσα παραπάνω θα πληρώσει στη δόση του επόμενου μήνα

Σε ακόμη μία – την τρίτη κατά σειρά από τον περασμένο Ιούλιο – αύξηση επιτοκίων αναμένεται να προχωρήσει αύριο, Πέμπτη, η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με τους μεν, δανειολήπτες που έχουν  στεγαστικό δάνειο να βλέπουν τις δόσεις τους να «φουσκώνουν» και τους δε, καταθέτες να… ανταμείβονται με το σταγονόμετρο.

Ειδικότερα, η αγορά έχει προεξοφλήσει την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και αναχρηματοδότησης κατά 75 μονάδες βάσης, στο πλαίσιο της προσπάθειας της κεντρικής τράπεζας να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ο οποίος επιμένει να κινείται σε σχεδόν διψήφια ποσοστά και σίγουρα πολύ πάνω από τον στόχο του 2%.

Αυτό πρακτικά μεταφράζεται αφενός, σε σημαντική αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και δη, σε μία περίοδο, όπου νοικοκυριά και επιχειρήσεις προσπαθούν να διαχειριστούν το ήδη αυξημένο κόστος διαβίωσης και λειτουργίας και αφετέρου, σε «τιμωρία» για τους αποταμιευτές, μιας και οι τράπεζες αρνούνται – τουλάχιστον προς ώρας – να περάσουν την όποια αύξηση στα αντίστοιχα προιόντα.

Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τα παραδείγματα που παρουσιάζει το newmoney, σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων κατά 0,75% η δόση για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ, με μέσο αρχικό επιτόκιο 3% και διάρκεια αποπληρωμής τα 15 έτη, ήτοι 180 μήνες, θα αυξηθεί από τα 696 ευρώ/μήνα στα 733 ευρώ/μήνα (επιπλέον επιβάρυνση κατά περίπου 37 ευρώ).

Εάν η διάρκεια ανέρχεται στα 20 έτη ή 240 μήνες, τότε το μηνιαίο κόστος αυξάνεται στα 39 ευρώ, με τη δόση να διαμορφώνεται στα 600 ευρώ.

Αντιστοίχως, για ένα μέσο επιχειρηματικό τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ύψους 200.000 ευρώ, με μέσο αρχικό επιτόκιο 5,5% και διάρκεια αποπληρωμής τα 10 χρόνια, η αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης μεταφράζεται σε αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 76 ευρώ/μήνα (από αρχική δόση 2.230 ευρώ σε 2.307 ευρώ).

Αξίζει να αναφερθεί πως οι αυξήσεις της ΕΚΤ «ακουμπούν» πρωτίστως τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο που αποτελούν και την πλειονότητα στην Ελλάδα, αλλά και τα νέα δάνεια με σταθερό (σ.σ. εξ άλλου, όπως είχε γράψει το newmoney τα περίπου 27.000 δάνεια που χορηγήθηκαν την τελευταία τριετία με σταθερό επιτόκιο έχουν προκαθορισμένες δόσεις).

Οι τράπεζες, προκειμένου να «κλειδώσουν» μέσω Interest Rate Swap το κόστος χρηματοδότησης των κεφαλαίων που αντλούν από τη διατραπεζική αγορά, έχουν ένα κόστος της τάξεως των 320 ποσοστιαίων μονάδων, στο οποίο προστίθενται και άλλα κόστη, όπως για την κάλυψη του πιστωτικού και λειτουργικού κινδύνου, της διαχείρισης κ.ο.κ..

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η επίμαχη δραστηριότητα αποδεικνύεται μάλλον ασύμφορη, με τις ίδιες να προχωρούν αφενός, σε αυξήσεις στα σταθερά επιτόκια, με, ταυτόχρονη, επαναφορά του «πέναλτι» στην πρόωρη εξόφληση και αφετέρου, σε μειώσεις στα spreads δανεισμού για τα κυμαινόμενα, σε μία προσπάθεια να τα καταστήσουν πιο ελκυστικά.

«Τους τελευταίους μήνες έχουμε προχωρήσαμε σε μειώσεις στα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου 80 και 50 μονάδες βάσης, συνολικά, δηλαδή, -1,30%. Ταυτόχρονα, αυξήσαμε, κατά μέγιστο, 40 και 50 μονάδες βάσης τα προγράμματα σταθερού επιτοκίου, ήτοι +0,9% maximum», τονίζουν στο newmoney αρμόδιες πηγές.

Επιχειρηματικά δάνεια: Οι καταθέσεις

Στον αντίποδα, στο μηδέν παραμένουν τα επιτόκια καταθέσεων, με τις τράπεζες να έχουν μόλις πρόσφατα «περάσει» τις πρώτες, μικρές αυξήσεις, «αγνοώντας» τις δύο προηγούμενες κινήσεις της ΕΚΤ.

Όπως εξηγούν στο newmoney αρμόδια στελέχη, οι λόγοι πίσω από την… αργοπορία είναι αφενός, η πλεονάζουσα ρευστότητα, απόρροια έως ένα βαθμό και των μέτρων στήριξης κατά της πανδημίας και αφετέρου, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα ουδέποτε επέβαλαν αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις πελατών τους.

Υπογραμμίζεται πως οι τράπεζες έχουν ήδη τιμολογήσει ευνοϊκά συγκεκριμένες κατηγορίες καταθετών, όπως, για παράδειγμα, τις επιχειρήσεις ή τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, εστιάζοντας πλέον την προσοχή τους στις προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς έχουν αποταμιευτική χροιά.

Στο πλαίσιο αυτό, Alpha Bank και Eurobank προχώρησαν πρώτες σε αναπροσαρμογή των επιτοκίων από τη ζώνη του 0,01% – 0,03% στο 0,02% – 0,20%, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος θα κυμανθούν – πιθανότατα μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ – και οι υπόλοιπες (σ.σ. το μέσο επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων στη χώρα μας διαμορφώνεται στο 0,11%).