Επενδύσεις: Λίγοι ασχολούνται μέχρι στιγμής με το ελληνικό χαβιάρι, αλλά τα κέρδη τους είναι τεράστια. Όσα πρέπει να γνωρίζετε για το ελληνικό «χρυσάφι», στο xristika.gr.
Χρυσοπράσινες μελανές πέρλες ακουμπούν σε ένα μπολ πάγου. Ενα μικρό κουταλάκι από φίλντισι σκύβει μπροστά τους για να τις μεταφέρει σε μια μπουκιά ψωμιού, με εκλεκτό κρύο βούτυρο. Ποτήρια με απόσταγμα σταφυλιού υψώνονται, τσουγκρίζουν και συνοδεύουν το έδεσμα.
Θα μπορούσε αυτή η σκηνή να είναι από ένα γεύμα με νοστιμιές της παλατιανής κουζίνας της Ρωσίας, της χώρας που έχει συνδεθεί όσο καμία άλλη με το χαβιάρι, ή του Ιράν, όπου το χαβιάρι συνηθίζεται. Το χαβιάρι αυτό όμως είναι ηπειρώτικο και το απόσταγμα ντόπιο, ένα στιβαρό τσίπουρο, που του ταιριάζει γάντι.
Το χαβιάρι είναι τα αλατισμένα αυγά του οξύρρυγχου, ενός ψαριού που ως άγριο συναντάται κυρίως στην Κασπία Θάλασσα.
Λόγω της μείωσης των πληθυσμών τους τα τελευταία χρόνια ο οξύρρυγχος θεωρείται είδος προς εξαφάνιση και από το 2002 προστατεύεται από διεθνείς οργανισμούς, απαγορεύεται η αλιεία του, ενώ η μαζική αναπαραγωγή του γίνεται πλέον αποκλειστικά σε πιστοποιημένες φάρμες.
Για την παραγωγή του χαβιαριού διαφόρων τύπων οξύρρυγχου χρησιμοποιούνται πλέον αυγά από ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας.
Στην Ελλάδα οξύρρυγχοι ποιοτικής εκτροφής έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν πολύ καλά στο περιβάλλον της σύγχρονης μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας της Thesauri, που βρίσκεται μεταξύ Άρτας και Πρέβεζας.
Πρόκειται για την πρώτη και μοναδική ελληνική εταιρεία παραγωγής χαβιαριού, και από τις ελάχιστες παγκοσμίως.
Εκεί, από τις αρχές του 90’ και μετά από έρευνα και τεχνογνωσία των συνεργατών τους, των caviar experts από την Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν, παράγουν σήμερα δυο τύπους εξαιρετικής ποιότητας χαβιάρι, Ossetra από ρώσικο οξύρρυγχο και Baerii από Σιβηριανό οξύρρυγχο.
Ο οξύρρυγχος Ossetra είναι ενδημικό είδος στην Ελλάδα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που εγκλιματίστηκε με τέτοια αποτελέσματα. Άλλος ένας λόγος που συμβάλλει στην ποιότητα των προϊόντων Thesauri είναι η ποιότητα του νερού.
Η θέση της μονάδας δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς το νερό είναι αρτεσιανό (από πηγάδι), έχει σταθερή θερμοκρασία όλο το χρόνο και τους επιτρέπει να δημιουργούν ένα ανοιχτό κύκλωμα που προσομοιάζει σε συνθήκες ποταμού. Παρέχουν δηλαδή στα ψάρια αυτό που θα ήταν το ιδανικό, φυσικό τους περιβάλλον.
«Δέκα χρόνια αφότου φέραμε τα πρώτα αυγά οξύρρυγχου από το Αστραχάν, οι προσπάθειες μας επιβραβεύτηκαν με την παραγωγή ενός εξαιρετικού προϊόντος, η ποιότητα του οποίου βαθμολογείται ως “άριστη” (“excellent”), λόγω της καταγωγής του αλλά και του μοναδικού οικοσυστήματος στο οποίο δραστηριοποιούμαστε.
Το ελληνικό χαβιάρι μας αναγνωρίζεται και πωλείται ακόμη και στη Ρωσία, την παγκόσμια πρωτεύουσα του οξύρρυγχου και του χαβιαριού» λένε σήμερα οι υπεύθυνοι της εταιρείας.
Η εταιρεία απασχολεί σήμερα περίπου 15 άτομα και εξάγει το 95% της παραγωγής της σε 20 χώρες στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία, στη Μέση Ανατολή και την Ιαπωνία.
«Είμαστε περήφανοι για την εξαγωγή των προϊόντων τόσο στη Ρωσία, όσο και για την αγορά της Αμερικής, που είναι ιδιαιτέρως απαιτητική» δηλώνει η Μαρία Παπαγιάννη, υπεύθυνη του τμήματος Marketing.
Σε λίγο καιρό αναμένουμε το πρώτο ελληνικό χαβιάρι Beluga, το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ τους. Μέχρι τότε θα αναζητούμε τα δυο άλλα εκλεκτά τους προϊόντα, που έχουν διαφορετικά γευστικά χαρακτηριστικά ανάλογα με το είδος του ψαριού. Οι αρχάριοι καλούνται να αναζητήσουν τα αυγά του γένους Baerii, ένα χαβιάρι πιο γλυκό, ντελικάτο και ελαφρώς βουτυρώδες.
Οι εξοικειωμένοι ουρανίσκοι ίσως βρουν πιο ενδιαφέρον το χαβιάρι Ossetra, του οποίου η γεύση είναι έντονα θαλασσινή, πολυεπίπεδη και θυμίζει στρείδι. Ο καλύτερος τρόπος να απολαύσουμε και τα δυο είναι πάνω σε κράκερ ή ψωμί, με το χαβιάρι κρύο και χωρίς άλλα αρτύματα που μπορεί να καλύψουν την ιδιαίτερη γεύση του.
Στο εξωτερικό, ο αφρώδης οίνος και η βότκα συνηθίζεται να συνοδεύουν το έδεσμα ωστόσο ένα ποιοτικό μονοποικιλιακό τσίπουρο, παγωμένο, θα ήταν το ιδανικό pairing στον τόπο που γεννήθηκαν και τα δυο.
Τα προϊόντα της εταιρείας μπορούμε να τα προμηθευτούμε απευθείας από το ηλεκτρονικό τους κατάστημα www.thesauricaviar.com, ενώ στην Αθήνα σε κάποια συνεργαζόμενα καταστήματα, όπως κάβα ΟΑΚ (Λεωφόρος Κηφισίας 282, Χαλάνδρι), YOLENIS (Σόλωνος 9, Κολωνάκι), κάβα Alfa Sigma ( Φιλελλήνων 14, Σύνταγμα).
Επενδύσεις: Αυτή η καλλιέργεια δίνει έως και 9.000 ευρώ το στρέμμα
Για αυτή την καλλιέργεια δεν απαιτείται μεγάλη αρχική επένδυση για να ξεκινήσεις. Δείτε στο xristika.gr ποιο είναι το χρυσοφόρο δέντρο.
Κερδίζει διαρκώς έδαφος η καλλιέργεια της παουλόβνιας, που θεωρείται μία από τις πλέον προσοδοφόρες εναλλακτικές δραστηριότητες στον πρωτογενή τομέα και έχει να κάνει με την παραγωγή ενός πανάκριβου ξύλου το οποίο αναπτύσσεται με μεγάλη ταχύτητα.
Η ακαθάριστη πρόσοδος από την ξυλεία της παουλόβνιας είναι από 3.200 ευρώ έως και 12.000 ευρώ ανά έτος και στρέμμα, ανάλογα με την ποιότητα του ξύλου, χωρίς να υπολογίσουμε τα έσοδα από την πώληση των καυσόξυλων.
Η παουλόβνια είναι ένα δένδρο φυλλοβόλο που χρειάζεται ελάχιστη φροντίδα, ενώ δεν απαιτείται μεγάλη αρχική επένδυση για την εγκατάστασή της.
Τα φυτά της παουλόβνιας πρέπει να καλλιεργούνται σε εδάφη που είναι βαθιά, ώστε να αναπτύξουν το πλούσιο ριζικό τους σύστημα, να έχουν καλή στράγγιση και να μη κατακλύζονται από τα νερά.
Ο υπόγειος ορίζοντας του νερού του εδάφους πρέπει να ευρίσκεται τουλάχιστον 60-70 cm κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Τα εδάφη που έχουν μία ελαφρά κλίση είναι κατάλληλα. Η παουλόβνια καλλιεργείται για το ξύλο της, το οποίο στο διεθνές εμπόριο έχει την ονομασία «ΚΙΡΙ».
Το ξύλο της παουλόβνιας έχει εξαιρετικές ιδιότητες, όπως:
η ελαφρότητα του ξύλου αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι χίλιες σανίδες της ζυγίζουν 630 κιλά, ενώ της βελανιδιάς 1.600 και για αυτό είναι εξαιρετικό για την οικοδομική στην κατασκευή στεγών, δοκαριών κ.λπ.
η ανθεκτικότητά του είναι τέτοια, ώστε ανέχεται το κάρφωμα και δεν σχίζεται κατά την επεξεργασία, ενώ μπορεί να βαφεί χωρίς προβλήματα
η ελαφρότητά του λόγω του χαμηλού ειδικού βάρους που έχει
η σταθερότητα της κατεργασίας του
η εύκολη αποξήρανσή του
η χαμηλή του θερμική αγωγιμότητα το καθιστούν κατάλληλο για μονώσεις σε ψυγεία, κυψέλες κ.λπ. Στην Ιαπωνία και την Κίνα χρησιμοποιείται για κατασκευή μουσικών οργάνων
δεν σαπίζει εύκολα
χρησιμοποιείται στην παραγωγή εκλεκτής ποιότητας κόντρα πλακέ
χρησιμοποιείται στην παραγωγή ξυλοκάρβουνου.
Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να γνωρίζουν οι καλλιεργητές είναι πως θα πάρουν προϊόν -θα ξηλεύσουν δηλαδή τα δέντρα- στη δεκαετία, συνεπώς η παυλώνια χρειάζεται υποµονή και επιµονή.
«Από τεχνοοικονοµικές µελέτες του Ινστιτούτου ∆ασικών Ερευνών προκύπτει ότι στη δεκαετία ένα δέντρο παυλώνιας, σε καλές εδαφοκλιµατικές συνθήκες και µε σωστή καλλιέργεια και φροντίδα, µπορεί να παράγει ένα κυβικό µέτρο τεχνικής ξυλείας, που σηµαίνει 150 ευρώ ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα ανά δέντρο» λέει στον «Αγρότη» ο τακτικός ερευνητής του Ι∆Ε, Κώστας Σπανός.
Αν µάλιστα υπολογίσει κανείς ότι στο ένα στρέµµα φυτεύονται έως και 60 δέντρα, τα έσοδα στο στρέµµα φτάνουν στη δεκαετία στα 9.000€ και σε µια έκταση 10 στρεµµάτων στα 90.000€.
Ο Αγγελος Γραµµάτης καλλιεργεί 20 στρέµµατα µε παυλώνια στην Προσοτσάνη ∆ράµας.
Εβαλε τα δέντρα πριν από 2,5 χρόνια και περιµένει, ωστόσο ενηµερώνεται συνεχώς για τα πάντα γύρω από αυτό το είδος και ήδη έχουν έρθει σε επαφή µαζί του εκπρόσωποι από εταιρεία κατασκευής πλοίων από την Αγγλία αλλά και επιχειρηµατίες από την Αυστρία.
«Στην Ελλάδα κανείς δεν έχει πάρει παραγωγή ακόµη. Εκτιµώ ότι υπάρχουν περίπου 50 καλλιεργητές σε όλη τη χώρα και όχι περισσότερα από 700 στρέµµατα» µας λέει ο Α. Γραµµάτης, ενώ εξηγεί ότι υπάρχουν πολλά και διαφορετικά είδη παυλώνιας και πως το είδος της Ιαπωνίας δεν έχει καµία σχέση µε τις τέσσερις ποικιλίες που αναπτύσσονται εδώ.
«Πρέπει να έχουµε υποµονή και να µελετούµε καλά το συγκεκριµένο είδος. Γράφονται υπερβολές σχετικά µε τις αποδόσεις του, µένει να δούµε πώς θα πάει. Αλλά αυτή η συζήτηση θα γίνει στο µέλλον».
Η παυλώνια έχει ευρεία χρήση. Από τον κορµό έως τα φύλλα και τα ευωδιαστά άνθη, το δέντρο προσφέρεται για πολλές χρήσεις. Το ξύλο της είναι συµπαγές, χωρίς ρόζους και χρησιµοποιείται στη ναυπηγική, την αεροναυπηγική, την κατασκευή ιστιοσανίδων, τροχόσπιτων κ.ά.
Είναι δύο φορές πιο ανθεκτικό στη φωτιά και είναι χαρακτηριστικό πως αναφλέγεται σε δύο φορές πιο υψηλή θερµοκρασία (400ºC) από το ξύλο πεύκου.
Επενδύσεις: Φεβρουάριο και Μάρτιο η φύτευση της παυλώνιας
Οι ειδικοί συνιστούν στους καλλιεργητές να φυτεύουν την παυλώνια στο τέλος του χειµώνα, δηλαδή Φεβρουάριο µε Μάρτιο, ενώ µπορούν να προµηθευτούν πιστοποιηµένο γενετικό υλικό (σπόρο, ριζοµοσχεύµατα, φυτά) από το Ινστιτούτου ∆ασικών Ερευνών.
Πριν πάρουν την απόφαση για φύτευση είναι καλό να έχει γίνει εδαφολογική ανάλυση και ένα βαθύ όργωµα.
Στη διάρκεια της καλλιέργειας θα γίνονται όλες οι απαραίτητες εργασίες, όπως κοπή του κύριου βλαστού σύρριζα στο έδαφος, αποµάκρυνση των µασχαλιαίων κλαδιών, καταστροφή των χόρτων, άρδευση, λίπανση, καταπολέµηση τυχόν εντόµων.
Στο τέλος της δεκαετίας οι καλλιεργητές θα πάρουν καθαρό κορµόξυλο µήκους 6-8 µέτρων, διαµέτρου κορµού 30-40 εκατ. και όγκου 0,5-1 κ.µ. για κάθε δέντρο. Το µέγιστο ύψος του δέντρου µπορεί να φτάσει έως και τα 20 µέτρα, µε διάµετρο 60-120 εκατ.
Οι υποψήφιοι καλλιεργητές, ωστόσο, πρέπει να έχουν υποµονή και να µην παρασύρονται από τιµές που αναγράφονται, γιατί ποτέ δεν θα τις πάρουν.
Τα δισεκατοµµύρια πόροι αέρα καθιστούν την παυλώνια εξαιρετικά καλό θερµοµονωτικό και ηχοµονωτικό υλικό, γι’ αυτό και χρησιµοποιείται στις σάουνες, στα λυόµενα σπίτια, στις επιστρώσεις πατωµάτων, στους τοίχους.
Επενδύσεις: Και τροφή για ζώα η παυλώνια
Τα φύλλα του δέντρου αποτελούν τροφή για ζώα, καθώς έχουν θρεπτική αξία όπως το τριφύλλι. Περιέχουν 20% πρωτεΐνες, είναι πλούσια σε πολύτιµα χηµικά στοιχεία και η ευπεψία τους φτάνει στο 60%.
Στην Κίνα τα φύλλα της παυλώνιας βρίσκουν εφαρµογή στη φαρµακευτική για την αντιµετώπιση παθήσεων που σχετίζονται µε το πάγκρεας, τη βρογχίτιδα κ.ά., ενώ τα άνθη της τραβούν τις µέλισσες και αυτό συνεισφέρει στην ανάπτυξη της µελισσοκοµίας.
Επιπλέον, τα άνθη χρησιµοποιούνται σε τσάι, σε σιρόπια, αλλά και για την παραγωγή αρωµάτων και καλλυντικών.
Όσο για τα υπολείµµατα της παυλώνιας (κλαδιά, κορυφές), µπορούν να γίνουν πέλετ ή κοµπόστα.
Επενδύσεις: Αυτό το ελληνικό προϊόν είναι περιζήτητο στο εξωτερικό
Την ευκαιρία να επεκταθεί και σε νέες αγορές έχει το ελληνικό ακτινίδιο καθώς υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από χώρες στις οποίες δεν έχει αυτή τη στιγμή παρουσία. Εξάλλου η Ελλάδα, βρίσκεται ανάμεσα στις 5 κορυφαίες χώρες παγκοσμίως στην παραγωγή ακτινιδίων μετά τις Κίνα, Νέα Ζηλανδία, Ιταλία και Ιράν ενώ βρίσκεται στην 3η θέση παγκοσμίως μετά την Ιταλία και τη Νέα Ζηλανδία, στις εξαγωγές ακτινιδίων.
Το 2020 μάλιστα, η χώρα μας έκανε ρεκόρ όλων των εποχών στις εξαγωγές ακτινιδίων με 176.000 χιλ. τόνους, σε μία περίοδο που οι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, επέλεγαν τροφές πλούσιες σε βιταμίνη C, λόγω της πανδημίας.
Η νέα αγορά στην οποία επεκτάθηκε πρόσφατα το ελληνικό ακτινίδιο είναι αυτή της Νότιας Κορέας καθώς μέσα στον Μάρτιο αναμένεται για πρώτη φορά να βρεθεί στα ράφια 20 καταστημάτων αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
Όπως επισημαίνει στο insider.gr o Γιώργος Πολυχρονάκης, Ειδικός Σύμβουλος, εκπρόσωπος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT-HELLAS, «αναμφισβήτητα πρόκειται για μία θετική εξέλιξη ωστόσο, το πρόβλημα όσον αφορά στο πρωτόκολλο το οποίο έχει υπογραφεί μεταξύ των δύο χωρών είναι ότι προβλέπεται να γίνεται ο έλεγχος των προϊόντων που εξάγονται, από Νοτιοκορεάτες εμπειρογνώμονες πριν από την φόρτωση των προϊόντων.
Ο έλεγχος αυτός θα μπορούσε να γίνεται μετά την παραλαβή των προϊόντων, καθώς με τον τρόπο που συμβαίνει δημιουργείται ένα έμμεσο εμπόδιο για τις συγκεκριμένες εξαγωγές» τονίζει.
Ο ίδιος σημειώνει ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για εξαγωγές ελληνικών ακτινιδίων από χώρες, όπως το Βιετνάμ, η Ιαπωνία, η Βραζιλία και η Ταϊβάν ενώ υπογραμμίζει πως θα πρέπει άμεσα να επιταχυνθεί η διαδικασία που αφορά στα υγειονομικά πρωτόκολλα μεταξύ της Ελλάδας και των συγκεκριμένων χωρών, ώστε να συνεχιστεί το περαιτέρω άνοιγμα του συγκεκριμένου προϊόντος σε νέες αγορές.
Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, όσον αφορά στις εξαγωγές το 60% της παραγωγής ετησίως εξάγεται κυρίως σε ευρωπαϊκές αγορές, όπως Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Πολωνία, Ρουμανία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και Τσεχία, ενώ από τις τρίτες χώρες ανοδικά κινούνται οι εξαγωγές στην Κίνα, Ινδία, ΗΠΑ, Καναδά, Ουκρανία, Τουρκία και Αίγυπτο.