Εφορία: Τη δυνατότητα αναδρομικής διόρθωσης σφαλμάτων σε αποφάσεις της εφορίας που έχουν εκδοθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, αφορούν υποθέσεις πολλών εκατομμυρίων, και εκκρεμούν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια δίνει τροπολογία που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο για το ψηφιακό τέλος συναλλαγών.
Η τροπολογία αυτή θα φέρει τα πάνω κάτω σε εκατοντάδες φορολογικές αποφάσεις, καθώς με την καθυστερημένη αναγνώριση του «mea culpa» της φορολογικής διοίκησης θα πρέπει να επιστραφούν φόροι, πρόστιμα και προσαυξήσεις πριν ακόμη κριθούν από τα διοικητικά δικαστήρια.
Η επιλογή του νομοθέτη για δεκαετή αναδρομικότητα της ρύθμισης σαφώς προβληματίζει, καθώς θα προκαλέσει απώλειες για τον κρατικό προϋπολογισμό. Την ίδια στιγμή, είναι προβληματικό πως μια αρχική κρίση της φορολογικής διοίκησης, διορθώνεται με νεότερη ακόμη και σε βάθος δεκαετίας, πριν το ζήτημα κριθεί οριστικά από τη Δικαιοσύνη.
Με τον τρόπο αυτό δίνεται η εντύπωση πως η κρίση της φορολογικής διοίκησης δεν είναι εξ αρχής αξιόπιστη.
Η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία αναφέρει τα εξής:
«Tροποποιείται το άρθρο 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας που ρυθμίζει τη δυνατότητα να ανακαλούνται πράξεις της Φορολογικής Διοίκησης, σε περίπτωση πρόδηλων σφαλμάτων. Η ισχύουσα διάταξη δεν επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να εξετάσει πρόδηλα σφάλματα, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια. Έτσι, οι φορολογούμενοι πρέπει είτε να ζητήσουν από τη Φορολογική Διοίκηση να επανεξετάσει την πράξη που έχει εκδοθεί εις βάρος τους, κινδυνεύοντας να απωλέσουν την προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή για την προσφυγή στα δικαστήρια, είτε να αναμένουν τη λήξη της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων χωρίς, στο διάστημα αυτό, η Φορολογική Διοίκηση να έχει τη δυνατότητα να διορθώσει ένα προφανές σφάλμα που έχει κάνει.
Η προτεινόμενη διάταξη επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να διορθώνει σφάλματά της, ακόμη και αν υπάρχει προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια που είναι εκκρεμής, διορθώνοντας ταχύτερα αδικίες που μπορεί να έχουν γίνει. Δεν επέρχεται πάντως η οποιαδήποτε μεταβολή ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης, για την οποία απαιτείται περιοριστικά είτε πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης είτε λογιστικά ή υπολογιστικά σφάλματα.
Παράλληλα, για λόγους ενότητας στην εφαρμογή του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβλέπεται ότι η διαδικασία του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α’ 58) θα ισχύει για όλες τις πράξεις που έχουν εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, ημερομηνία ισχύος του αρχικού Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170).
Προβλέπεται επίσης, ότι η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής.
Τέλος, προβλέπεται ότι εάν έχουν γίνει βεβαιώσεις ποσών εις βάρος των φορολογουμένων και έχουν καταβληθεί ποσά βάσει της εσφαλμένης πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, αυτά δεν θεωρούνται παραγεγραμμένα εις βάρος του φορολογουμένου και επιστρέφονται».
Η σχετική διάταξη αναφέρει επακριβώς τα εξής:
«Ρυθμίσεις για την ακύρωση ή τροποποίηση άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας – Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 74, προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 74 και προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 84 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
- Στην παρ. 5 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 5104/2024, Α’ 58), περί ακύρωσης ή τροποποίησης άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Η διαδικασία του παρόντος δεν αναστέλλει την προθεσμία και δεν κωλύει την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ή της προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή η εκκρεμοδικία δεν κωλύουν τη διαδικασία του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία της παρ. 2 λήγει ένα (1) έτος μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.».
- Στο άρθρο 74 του Κ.Φ.Δ., περί ακύρωσης ή τροποποίησης άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου, προστίθεται παρ. 6 ως εξής: «6. Ποσά που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί βάσει των πράξεων που ακυρώνονται, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.».
- Στο άρθρο 84 του Κ.Φ.Δ., περί μεταβατικών διατάξεων, προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης της παρ. 2 του άρθρου 74 υποβάλλεται και η ακύρωση ή τροποποίηση χωρίς αίτηση της παρ. 3 του άρθρου 74 εκδίδεται σε σχέση με πράξεις άμεσου προσδιορισμού ή πράξεις διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξεις επιβολής προστίμου που εκδίδονται από την 1η Δεκεμβρίου 2014 και μετά.»
Να σημειωθεί πως η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει την τροπολογία προβλέπει πως από αυτή θα προκύψει «δαπάνη ή απώλεια εσόδων κατά περίπτωση, από την ακύρωση ή επιστροφή των ποσών που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί, βάσει των πράξεων που ακυρώνονται ή διαγράφονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής».
Σύμφωνα με πηγές της φορολογικής διοίκησης που επικοινώνησαν με το Dnews.gr η τροπολογία δεν αφορά σε αποτελέσματα φορολογικών ελέγχων. Όπως υποστήριξαν, το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης είναι πολύ περιορισμένο και αφορά πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης, λογιστικά ή υπολογιστικά σφάλματα και συναφείς υποθέσεις.
Εφορία: Τα πήρε από χιλιάδες φορολογούμενους άδικα – Τι έκανε
Εφορία: Στη βάσανο του φορολογικού ελέγχου και της δοκιμασίας των εξοντωτικών προστίμων υπέβαλαν άδικα οι ελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ περισσότερους από 21.000 φορολογούμενους, οι οποίοι τελικά δικαιώθηκαν και σβήστηκαν οι φόροι και τα πρόστιμα οποία τους επιβλήθηκαν πρωτοδίκως.
Αυτό αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ίδιας της ΑΑΔΕ που δείχνουν ότι τα τελευταία 11 χρόνια, από το 2013, αμφισβήτησαν τους φορολογικούς ελέγχους 104.464 φορολογούμενοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα).
Οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι υπέβαλαν προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, θεωρώντας ότι αδικήθηκαν από τον φορολογικό έλεγχο. Από τις υποθέσεις αυτές, εκδικάστηκαν από τη ΔΕΔ οι 87.738 υποθέσεις εκ των οποίων:
- Απορρίφθηκαν οι προσφυγές για τις 47.430 περιπτώσεις και επικυρώθηκαν οι φόροι και τα πρόστιμα που επέβαλε αρχικά ο φορολογικός έλεγχος.
- Έγιναν δεκτές εν μέρει ή στο σύνολό τους οι προσφυγές 21.487 φορολογουμένων, το 25%, και διαγράφηκε το σύνολο ή μέρος των φόρων και των προστίμων που είχαν καταλογιστεί.
- Για 662 υποθέσεις οι ελεγχόμενοι παραιτήθηκαν της εκδίκασης από τη ΔΕΔ και αναγνώρισαν εκ των υστέρων το αποτέλεσμα του φορολογικού ελέγχου.
- Αξιοσημείωτο είναι πως εντός του 2024 εκδικάστηκαν 3.319 υποθέσεις από τη Διεύθυνση Επίλυσης
Διαφορών και τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα:
- Απορρίφθηκαν οι προσφυγές για τις 2.263 περιπτώσεις και επικυρώθηκαν οι φόροι και τα πρόστιμα που επέβαλε αρχικά ο φορολογικός έλεγχος.
- Έγιναν δεκτές εν μέρει ή στο σύνολό τους οι προσφυγές 944 φορολογουμένων, το 29%, και διαγράφηκε το σύνολο ή μέρος των φόρων και των προστίμων που είχαν καταλογιστεί.
- Για 7 υποθέσεις οι ελεγχόμενοι παραιτήθηκαν της εκδίκασης από τη ΔΕΔ και αναγνώρισαν εκ των υστέρων το αποτέλεσμα του φορολογικού ελέγχου.
- Για τα μεγάλα ποσοστά των αστοχιών των φορολογικών ελέγχων φταίει η πολυδαίδαλη φορολογική νομοθεσία, που αφήνει πολλές ερμηνείες για μία διαδικασία ή παράβαση, οι πιέσεις στους εφοριακούς υπαλλήλους να διενεργήσουν συγκεκριμένο αριθμό ελέγχων και να βεβαιώσουν συγκεκριμένα ποσά φόρων και προστίμων, καθώς και οι χρόνοι παραγραφής των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, οδηγούν σε πλήθος λαθών, τα οποία ταλαιπωρούν χιλιάδες φορολογούμενους.
Οι παράγοντες αυτοί, έχουν ως αποτέλεσμα να υποβάλλονται κατά χιλιάδες προσφυγές φορολογουμένων στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου να βρουν το δίκιο τους, όταν νιώθουν ότι αδικήθηκαν από τους ελέγχους ή τις διασταυρώσεις των αρχείων του Taxisnet.
Η προσφυγή στη ΔΕΔ υποβάλλεται εντός 30 ημερών από τη ημερομηνία έκδοσης της Πράξης Διοικητικού Προσδιορισμού του Φόρου, ενώ κατόπιν χάνεται το δικαίωμα προσφυγής και ο φορολογούμενος δεν μπορεί να προσφύγει ούτε στα διοικητικά δικαστήρια.
Για να προσφύγει ο ελεγχόμενος στη ΔΕΔ, θα πρέπει να καταβάλει το 50% των φόρων και των προστίμων που του καταλόγισε ο έλεγχος και αν δικαιωθεί, το ποσό επιστρέφεται.
Συγχρόνως παρατηρείται ότι οι μισοί φορολογούμενοι από όσους δεν δικαιώνονται από τη ΔΕΔ, προσφεύγουν κατόπιν στα φορολογικά δικαστήρια και για να τελεσιδικήσει η υπόθεσή τους απαιτούνται πολλά χρόνια.
Μέχρι δε, να τελεσιδικήσει η υπόθεση στα δικαστήρια, παραμένει δεσμευμένο το 50% των φόρων και των προστίμων που έχει καταβάλει ο ελεγχόμενος, αλλά όσο είναι σε εκκρεμότητα παγώνει η είσπραξη για το υπόλοιπο 50%.
Εφορία: Ποια χρέη ξεχνιούνται
Για να διαγραφεί ή να μπει στο «αρχείο» μια οφειλή, θα πρέπει να έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης και να μην έχουν αποδώσει, ενώ αν πρόκειται, για μεγάλα χρέη, θα πρέπει να υπάρξει η σύμφωνη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
- Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
- Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
- Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν.
- Εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του 1.500.000 ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από την οποία και ελέγχονται. Αν κρίνεται αναγκαίο, έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και στις πράξεις της παρούσας που αφορούν συνολική βασική οφειλή κατώτερη του ως άνω ποσού.
Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
- Αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
- Δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
- Δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
- Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
- Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Εφορία: Πότε διαγράφονται τα χρέη προς το Δημόσιο
Ο νέος ΚΕΔΕ προβλέπει επίσης και τη διαδικασία διαγραφής των χρεών προς το Δημόσιο.
Ειδικότερα, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατό να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
- έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
- έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
- έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών, εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Ακόμη, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατό να διαγραφούν, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:
- οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,
- οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.