Εφορία: Αυτή είναι η μεγάλη κοροϊδία – Το 0,2% χρωστάει το… 78% και δεν τους κυνηγάνε!

Εφορία: Την ώρα που οι οφειλέτες των 50 και 100 ευρώ στην εφορία κινδυνεύουν με κατασχέσεις από τους μισθούς τους, το 0,2% χρωστάει το 78% των συνολικών οφειλών!

Αύξηση του αριθμού των μεγαλοοφειλετών φανερώνουν τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. 107,7 δισ. ευρώ τα συνολικά χρέη προς την εφορία.

Αλλαγές στο «χάρτη» των χρεών της Εφορίας, με αύξηση του αριθμού των μεγαλοοφειλετών και μείωση του συνολικού χρέους, αποκαλύπτουν τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ).

Από τα 107,7 δισ. ευρώ που είναι τα συνολικά χρέη προς την εφορία- μετά τη διαγραφή οφειλών του ΟΣΕ ύψους 7,4 δισ. ευρώ – ποσό 84,2 δισ. ευρώ (δηλαδή το 78%) το οφείλουν μόλις 9.023 φορολογούμενοι (το 0,2% του συνόλου των οφειλετών) με τον καθένα να χρωστά πάνω από 9 εκατ. ευρώ.

Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος Απριλίου διαμορφώθηκε στα 107,7 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 4,8 δισ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, λόγω όμως της διαγραφής των χρεών του ΟΣΕ.

Εντυπωσιακή είναι η αύξηση του αριθμού των οφειλετών με χρέη από 10.000 έως 100.000 ευρώ. Έφθασε τα 292.553 πρόσωπα σε σύνολο 3.867.278 οφειλετών όταν τον Απρίλιο του 2022 ανέρχονταν σε μόλις 8.827 πρόσωπα.

Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει:

  • Το 70% των ληξιπρόθεσμων οφειλών ή 58,9 δισ. ευρώ προέρχεται από χρέη νομικών προσώπων. Ο αριθμός των επιχειρήσεων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε σε 5.491, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 115 νομικά πρόσωπα.
  • Στις οφειλές μεταξύ 1 εκατ. και 100 εκατ. ευρώ καταγράφεται αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά 766,6 εκατ. ευρώ, ενώ οι οφειλές άνω των 100 εκατ. ευρώ παρουσιάζουν σημαντική μείωση κατά 6,4 δισ. ευρώ, λόγω της διαγραφής οφειλών της ΟΣΕ ΑΕ.
  • Οι οφειλές στην Εφορία κάτω του 1 εκατ. ευρώ προέρχονται σε μεγαλύτερο βαθμό (κατά 64,5%) από φυσικά πρόσωπα, ενώ η συμμετοχή των φυσικών προσώπων στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο είναι ακόμα υψηλότερη σε χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής.
  • Οφειλές μέχρι 10.000 ευρώ προέρχονται σε ποσοστό 88,7% από φυσικά πρόσωπα. Αντίστοιχα, το πλήθος των φυσικών προσώπων που οφείλουν λιγότερα από 10.000 ευρώ άγγιξε στο τέλος του Απριλίου του 2023 τα 2.959.423, αποτελώντας το 88,5% του συνόλου των οφειλετών αυτής της κατηγορίας οφειλής.
  • Στο τέλος Απριλίου 2023 παρατηρείται μείωση των οφειλετών κατά 257.387 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να διαμορφώνεται στους 3.687.278 οφειλέτες.

Η μείωση προέρχεται από τις χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής μέχρι 10.000 ευρώ, στις οποίες συγκεντρώνεται το 90,7% των οφειλετών, με τον αριθμό των οφειλετών να μειώνεται συνολικά κατά 272.411 πρόσωπα.

Αντιθέτως, στις υπόλοιπες κατηγορίες οφειλής παρατηρείται αύξηση του αριθμού των οφειλετών με τη μεγαλύτερη, κατά 13.134 πρόσωπα, να καταγράφεται στο εύρος οφειλής από 10.000 έως 100.000 ευρώ

Μόνο το 57% των συνολικών οφειλών ή 46,3 δισ. ευρώ, προέρχεται από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.).

Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών πηγάζει από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 29,7% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,2 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.), οι οποίες αποτελούν το 13,3% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 10,9 δισ. ευρώ.

Εφορία: Έχετε καταθέσεις; Αυτούς θα τσεκάρει άμεσα – Ποιοι θα έχετε πρόβλημα

Δεν ξεφεύγει κανείς από το άγρυπνο βλέμμα της Εφορίας, η οποία έχει στο… μάτι τις καταθέσεις μας!

Μπλεξίματα με την Εφορία έχουν χιλιάδες φορολογούμενοι που συμβαίνει να έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς στις τράπεζες, καθώς καλούνται συχνά να δικαιολογήσουν τα ποσά των καταθέσεών τους.

Βασικό κριτήριο ελέγχου αποτελεί η συμφωνία των ποσών των καταθέσεων με τα εισοδήματα που έχουν δηλώσει κατά καιρούς στην Εφορία, ώστε τα ποσά των καταθέσεών τους να προκύπτουν από τα δηλωθέντα εισοδήματα ή από τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.

Σε διαφορετική περίπτωση επιβάλλεται φόρος 33% στη διαφορά, προσαυξήσεις από το έτος που έτος που διαπιστώθηκε η παράβαση και εισφορά αλληλεγγύης.

Λόγω του δαιδαλώδους νομοθετικού πλαισίου, οι περισσότεροι φορολογούμενοι δεν γνωρίζουν πότε μπορεί να μπλέξουν με την Εφορία και να αντιμετωπιστούν ως φοροφυγάδες για ένα ποσό καταθέσεων.

Στο πλαίσιο αυτό η Διεύθυνση επίλυσης διαφορών της ΑΑΔΕ, με νέα απόφασή της (229/25-4-2023) παρέχει νέες διευκρινίσεις για το καθεστώς ελέγχου των τραπεζικών καταθέσεων.

Επισημαίνεται ότι ο έλεγχος της Εφορίας στις τραπεζικές καταθέσεις σε τραπεζικά καταστήματα που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορεί να γίνει μόνο για πέντε χρόνια πίσω, ενώ για τις καταθέσεις που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού, ο έλεγχος επεκτείνεται μια δεκαετία πίσω.

Εφορία: Οι οδηγίες της ΔΕΔ

  • Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία, θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
  • Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή
  • είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία, είτε απαλλάσσεται από τον φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
  • Αυτά ισχύουν σε οποιαδήποτε προσαύξηση περιουσίας, που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή και αιτία προέλευσης, και ορίζεται ότι ο φορολογούμενος, έχει τη δυνατότητα να αποδείξει την πραγματική πηγή ή την αιτία προέλευσης ή ότι η εν λόγω προσαύξηση φορολογήθηκε ή απαλλάχθηκε νόμιμα.
  • Σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%). Επίσης, απαιτείται να ελέγχονται και να συνεκτιμώνται και οι τυχόν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
  • Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα.

Εφορία: Μεταφορές ποσών μεταξύ λογαριασμών

  • Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα. Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
  • Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
  • Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.
  • Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε. Ο φορολογούμενος δύναται σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός είναι διάφορος από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο.

Επίσης η ΔΕΔ διευκρινίζει τα ακόλουθα:

  • Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κτλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.
  • Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμόςδεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά
  • των. κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων του ν.2238/1994 ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος.
  • Γενικά, επισημαίνεται ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματα του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
  • Ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.

Ο χαρακτηρισμός μιας πίστωσης σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει ο ελεγχόμενος ως προερχόμενης ή σχετιζόμενης με ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα εξετάζεται ως πραγματικό γεγονός.

Εφόσον αποδειχθεί ότι προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή προσδιορίζεται το είδος της παρασχεθείσας υπηρεσίας και ο λήπτης αυτής ή το πωληθέν αγαθό και ο αγοραστής αυτού, τότε φορολογείται, κατά περίπτωση και υπόκειται σε τυχόν λοιπές φορολογίες (π.χ. ΦΠΑ), εάν δεν έχει ήδη φορολογηθεί.

Στην περίπτωση που ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (ΟΕ, EE. ΑΕ. ΕΠΕ. IKE), κοινωνία ή κοινοπραξία, και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο είναι ποσό που αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας, δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης.

Στην περίπτωση αυτή το ποσό δύναται να συνιστά δάνειο (αν τούτο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία), ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης, κατά την κρίση του ελέγχου.

Αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο (ή κοινωνία ή κοινοπραξία) πριν από την διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση (ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά) για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο.

Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούνται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη και του αναλογούντος ΦΠΑ. ανάλογα με την περίπτωση.

Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται μεν τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας.