Δάνειο: Συναγερμό στους δανειολήπτες φέρνει η αύξηση των επιτοκίων. Τι πρέπει να κάνετε όταν πάτε στην τράπεζα. Γιατί δεν πρέπει να δεχτείτε τους όρους που θα σας προτείνουν. Όλες οι εξελίξεις στο xristika.gr.
Σπεύδουν να κλειδώσουν επιτόκιο οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, που σε ποσοστό 95% των νέων συμβάσεων επιλέγουν σταθερό μακράς διαρκείας έως και 20 ετών.
Η προοπτική ανόδου των επιτοκίων έχει κινητοποιήσει και τους δανειολήπτες που έχουν στεγαστικό με κυμαινόμενο επιτόκιο από το παρελθόν, κυρίως από το 2005 και μετά και οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», απευθύνονται στις τράπεζες, κάποιοι με αίτημα τη μετατροπή του επιτοκίου τους σε σταθερό.
Ενόψει της ανόδου του βασικού επιτοκίου από την ΕΚΤ, οι τράπεζες άλλωστε ετοιμάζουν αλλαγές και στα σταθερά επιτόκια – κάποιες έχουν ήδη προχωρήσει σε μικρές τροποποιήσεις στα τιμολόγιά τους – διαπιστώνοντας ότι τα σημερινά επίπεδα είναι μη διατηρήσιμα με βάση την άνοδο του κόστους χρήματος.
Με βάση στοιχεία από τις τράπεζες, το μέσο σταθερό επιτόκιο για μια 10ετία είναι κοντά 3% και της 20ετίας στο 3,5%, αλλά όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη το επίπεδο αυτό είναι οριακά στο break even, δηλαδή μετά βίας η τράπεζα καλύπτει το κόστος της.
Σύμφωνα με τους αρμόδιους της στεγαστικής πίστης τα σημερινά σταθερά επιτόκια αποτελούν παράθυρο ευκαιρίας για όσους θέλουν να κλειδώσουν τη δόση του στεγαστικού τους δανείου σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς με βάση τις προβλέψεις η άνοδος έχει προεξοφληθεί και μπορεί να φτάσει έως και τη 1 μονάδα έως τα τέλη του χρόνου.
Για όσους έχουν δάνειο από το παρελθόν η άσκηση για το κατά πόσο συμφέρει η μετατροπή του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό -η μετατροπή είναι χωρίς πέναλτι με τον δανειολήπτη να επιβαρύνεται με 200 ευρώ για έξοδα φακέλου- θα πρέπει να λάβει υπόψη το πότε υπογράφηκε η σύμβαση και το κατά πόσο είναι κοντά στη λήξη της τοκοχρεωλυτικής περιόδου, δηλαδή του χρόνου που η δόση του δανείου είναι κυρίως τόκοι και όχι κεφάλαιο.
Με δεδομένο ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια ήταν ελάχιστη, τα περισσότερα δάνεια που έχουν σήμερα στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες έχουν συναφθεί από το 2002 έως και το 2009, περίοδος που τα spreads των επιτοκίων ήταν χαμηλά και δεν ξεπερνούσαν το 2%.
Με τη μείωση του euribor σε αρνητικά επίπεδα, τα δάνεια αυτά ωφελήθηκαν όλη την κρίσιμη περίοδο από το 2011 έως και σήμερα, εξασφαλίζοντας για τους οφειλέτες τους χαμηλό επίπεδο δόσης.
Ετσι όσοι κατάφεραν και έμειναν συνεπείς στην εξυπηρέτηση των στεγαστικών τους υποχρεώσεων, πέτυχαν την αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους του δανείου τους που επιβαρύνεται εμπροσθοβαρώς με τόκους καθ’ όλη την πρώτη 10ετία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την αρχική σύναψη ενός στεγαστικού δανείου και εάν η δόση είναι π.χ. 500 ευρώ, τα πρώτα 400 είναι κυρίως τόκοι, οι οποίοι αρχίζουν να απομειώνονται με το πέρασμα του χρόνου και έτσι το δάνειο όταν φτάνει προς τη λήξη του, η σχέση τόκων και κεφαλαίου αντιστρέφεται.
Για τις περιπτώσεις αυτές, όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη, η μετατροπή του δανείου δεν συμφέρει τον πελάτη, ο οποίος δεν έχει λόγο να κλειδώσει το μικρό έστω μέρος της τοκοφόρου περιόδου με υψηλότερο σταθερό επιτόκιο από αυτό που έχει σήμερα και το οποίο είναι κατά κανόνα χαμηλότερο.
Ζητούμενο αποτελεί η μετατροπή του επιτοκίου για την ενδιάμεση κατηγορία δανειοληπτών, οι οποίοι θα πρέπει να σταθμίσουν τα δεδομένα τους με βάση αφενός τα σημερινά χαμηλά επίπεδα που έχουν τα κυμαινόμενα επιτόκια, τα οποία ωστόσο έχει προεξοφληθεί ότι θα αυξηθούν έως και 1 μονάδα έως τα τέλη του χρόνου, αφετέρου την υπόλοιπη διάρκεια του δανείου τους.
Δάνειο: Την πάτησες! «Νταβατζιλίκι» 1.000 ευρώ το χρόνο
«Καπέλο» έναν μισθό το χρόνο φέρνει η αύξηση των επιτοκίων. Απελπισία στους δανειολήπτες που ήδη βρίσκονται στα όριά τους. Όλες οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.
Επιβάρυνση που μεσοσταθμικά φτάνει ή και ξεπερνά τον ένα μισθό σε ετήσια βάση φέρνουν οι αναμενόμενες αυξήσεις των επιτοκίων για όσους έχουν στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Ανάλογα με το ύψος του δανείου αλλά και τη διάρκεια, το επιπλέον κόστος –εφόσον επαληθευθούν οι προβλέψεις- μπορεί να ξεπερνά τα 100 ευρώ το μήνα ή τα 1.200 ευρώ το χρόνο, φέρνοντας επιπλέον επιβάρυνση στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Ενδεικτικό είναι πως, σύμφωνα με τον ανεξάρτητο οίκο οικονομικής ανάλυσης Capital Economics, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να προχωρήσει σε μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο, της τάξης των 25 μονάδων βάσης (χωρίς να αποκλείει και μια μεγαλύτερη αύξηση).
Εν συνεχεία, αναμένεται να γίνουν εντός του 2022 άλλες δύο αυξήσεις των 25 μονάδων βάσης έκαστη, η πρώτη το Σεπτέμβριο και η δεύτερη το Δεκέμβριο και μετά πέντε επιπλέον αυξήσεις κινήσεις μέσα στο 2023.
Έτσι, συνολικά το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα φτάσει στο 1,5% έναντι -0,5% σήμερα.
Μάλιστα, όπως αναφέρει η Capital Economics «τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη έχουν συνηθίσει σε πολύ χαμηλά επιτόκια, με το κόστος του δανεισμού τόσο για αγορές κατοικίας όσο και στην καταναλωτική πίστη να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα εδώ και αρκετά χρόνια».
Αντίστοιχα, οι επιβαρύνσεις για τους δανειολήπτες εξαρτώνται από μία σειρά από παράγοντες. Ανάμεσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται το πώς μετακυλίονται τα επιτόκια της ΕΚΤ στο κόστος δανεισμού, το μερίδιο των δανείων που είναι κυμαινόμενου επιτοκίου και τη διάρκεια των δανείων.
Με βάση και τα παραπάνω η Capital Economics εκτιμά πως οι πληρωμές τόκων των νοικοκυριών της Ευρωζώνης θα αυξηθούν από το 0,5% που ήταν το 2021 σε πάνω από 2% έως τα τέλη του 2023.
Εντούτοις, οι αναλυτές αναφέρουν πως η επιβάρυνση δεν θα είναι τόσο μεγάλη σε σχέση με την κρίση του 2008, καθώς η στροφή στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου κατά την τελευταία δεκαετία προστατεύει κάπως τα νοικοκυριά.
«Σε μία περίοδο όπου το κόστος των τροφίμων και της ενέργειας εκτινάσσονται και οι μισθοί δεν έχουν αρχίσει ακόμα να αυξάνονται ουσιαστικά, αυτό προσθέτει μία ακόμα δυσκολία για τα νοικοκυριά και αποτελεί έναν αρνητικό παράγοντα κινδύνου για την πρόβλεψή μας ότι η ανάπτυξη θα αρχίσει να ανακάμπτει από το τέταρτο τρίμηνο και μετά, καθώς ο πληθωρισμός θα μετριάζεται», καταλήγει η Capital Economics.
Δάνειο: Η επιβάρυνση σε αριθμούς
Σε απόλυτους αριθμούς, και αν δεχθούμε τις προβλέψεις για άνοδο του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο 1,5%, η επιβάρυνση είναι σημαντική για όσους δεν έχουν «κλειδώσει» το επιτόκιο του στεγαστικού τους δανείου σε σταθερό.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα κυμαινόμενα επιτόκια βασίζονται στο διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 3μήνου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί αυτό της ΕΚΤ. Σήμερα αυτό βρίσκεται σε αρνητικό επίπεδο, όμως για τις ανάγκες υπολογισμού του τελικού επιτοκίου λογίζεται ως μηδέν.
Έτσι για παράδειγμα, ένα στεγαστικό δάνειο με υπόλοιπο 150.000 ευρώ και διάρκεια 20 ετών σήμερα, με τελικό επιτόκιο 3% (Euribor 0% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3%) μεταφράζεται σε δόση 831 ευρώ (χωρίς τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις).
Αν το Euribor ανέβει στο 1,5% τότε το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 4,5% και αντίστοιχα η δόση σε 948 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή επιπλέον επιβάρυνση 117 ευρώ το μήνα ή 1.404 ευρώ το χρόνο.
Αντίστοιχα, αν πάρουμε ένα παράδειγμα δανείου 100.000 ευρώ με 15ετή διάρκεια, πάντα με τα ίδια επιτόκια, η δόση σήμερα ανέρχεται σε 756 ευρώ και με την αύξηση των επιτοκίων ανεβαίνει στα 830 ευρώ. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή το επιπλέον κόστος ανέρχεται σε 74 ευρώ ή 888 ευρώ κατ’ έτος.
Τέλος, η επιβάρυνση γίνεται σαφώς υψηλότερη στην περίπτωση μεγαλύτερων δανείων με αντίστοιχα μεγαλύτερη διάρκεια.
Για παράδειγμα, ένα δάνειο 200.000 ευρώ με διάρκεια 30 ετών με επιτόκιο 3% επιβαρύνεται σήμερα με μηνιαία δόση 975 ευρώ.
Αν όμως το επιτόκιο ανέβει στο 4,5% η δόση διαμορφώνεται στα 1.145 ευρώ.
Προκύπτει δηλαδή επιπλέον κόστος 170 ευρώ το μήνα ή 2.040 ευρώ το χρόνο για τον δανειολήπτη.
Δάνειο: Τι συμβαίνει με τα σταθερά επιτόκια
«Θωρακισμένοι» απέναντι σε όλες τις παραπάνω αυξήσεις είναι όσοι πρόλαβαν και «κλείδωσαν» σταθερά επιτόκια για τα δάνειά τους κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Μάλιστα, κατά την περίοδο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων οι τράπεζες διέθεταν στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου ακόμη και κάτω από το 3%, γεγονός που ώθησε πλήθος δανειοληπτών προς αυτή την κατεύθυνση.
Σήμερα, καθώς τουλάχιστον η πρώτη αύξηση των επιτοκίων έχει σε κάποιο βαθμό προεξοφληθεί, τα σταθερά επιτόκια έχουν «τσιμπήσει» αντίστοιχα, φτάνοντας κατά περίπτωση ακόμη και το 3,5%.
Εντούτοις, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις περί μπαράζ ανόδου στο κόστος δανεισμού, παραμένουν συμφέροντα σε σχέση με το πού θα έχουν διαμορφωθεί τα κυμαινόμενα επιτόκια μέχρι το τέλος του 2023.