Κατώτατος μισθός: Όνειρο ήταν και πάει για εκατομμύρια Έλληνες η αύξηση του κατώτατου μισθού καθώς «κλείδωσε» η απόφαση που τον κρατάει στα όρια της… φτώχειας!
Τον τόνο για τον κατώτατο μισθό δίνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που σύμφωνα με πληροφορίες της «Καθημερινής», εισηγείται τη διατήρησή του στα 650 ευρώ, όσο παραμένουν η αβεβαιότητα και οι περιορισμοί στην οικονομία.
Ειδικότερα, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και οι εντονότατες πιέσεις που ασκούνται στην οικονομία από την πανδημία δεν ευνοούν στη δεδομένη συγκυρία την αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμά το ΚΕΠΕ, που συστήνει τη διατήρησή του στα 650 ευρώ και την αύξησή του όταν αποκατασταθεί η ομαλότητα και η οικονομία ανακάμψει.
Συνολικά, στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων οι τοποθετήσεις είναι επιφυλακτικές και στην πρόταση στον υπουργό Εργασίας οι εισηγήσεις είναι από πάγωμα του κατώτατου μισθού έως αύξηση το πολύ 4%.
Κάποια μέλη της επιτροπής στάθηκαν στην έντονη αβεβαιότητα και στη μεγάλη ύφεση που έχει προκαλέσει η πανδημία και εισηγούνται μηδενική αύξηση. Κάποια άλλα που προτείνουν αύξηση έως 4% εστιάζουν στη διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη και στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη.
Η οριστική απόφαση ανήκει στον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος θα λάβει υπόψη του την πρόταση των εμπειρογνωμόνων και θα αποφασίσει έως το τέλος του μηνός, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
Σημειώνεται, ότι η συντριπτική πλειονότητα των κοινωνικών εταίρων (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ, ΕΣΕΕ, ΣΒΕ) προτείνουν πάγωμα του κατώτατου μισθού, με μόνη την ΓΣΕΕ να ζητεί αύξησή του στα 751 ευρώ (15,4%).
Κατώτατος μισθός: Αυξήσεις στην Ευρώπη!
Υπενθυμίζεται, ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), παρότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, τρία κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019.
Από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατήρησαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία, είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ, πάνω μόνο από την Ουγγαρία, την Λετονία, την Εσθονία και την Βουλγαρία. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.
Η χώρα μας με λιγότερα από 4,5 ευρώ ίδιας αγοραστικής δύναμης έχει πλέον χαμηλότερη πραγματική αγοραστική δύναμη από ορισμένα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο. Παρατηρείται λοιπόν απόκλιση του κατώτατου μισθού της Ελλάδας από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης και επιδείνωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμής του στην ΕΕ.
Κατώτατος μισθός: Επηρεάζονται οι μισοί εργαζόμενοι!
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μια αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στο 60% του διάμεσου μισθού θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό είναι αυτό της Πολωνίας (26%), το οποίο είναι αρκετά χαμηλότερο από της Ελλάδας, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι του Βελγίου (μόλις 3%). Το εύρημα αυτό είναι ενδεικτικό των συνθηκών που δημιούργησε η εφαρμογή εισοδηματικής λιτότητας την περασμένη δεκαετία, εδραιώνοντας ένα παραγωγικό πρότυπο το οποίο στηρίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη εργασία.
Στη χώρα μας ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας. Είναι υπερβολικά χαμηλός για να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Ένα μεγάλο ποσοστό μισθωτών λαμβάνει τον κατώτατο μισθό, επομένως ο κίνδυνος φτώχειας για τους απασχολουμένους (in-work poverty) και ειδικότερα για τις γυναίκες είναι αρκετά υψηλός, και γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν συμπεριλάβουμε εκείνους που αμείβονται χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό.
Κατώτατος μισθός: Οι 4+1 λόγοι που τον κρατούν χαμηλά
Υπάρχουν 4 λόγοι που φρενάρουν την όποια αναπροασαρμογή του κατώτατου μισθού, συν η απόλυτη αντίθεση του ΣΕΒ ακόμα και στη σκέψη, μιας τέτοιας εξέλιξης.
Στο πλαίσιο αυτό, το «πράσινο φως» που άναψε από τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, για την έναρξη του διαλόγου, σχετικά με τον κατώτατο μισθό είναι μια καθαρά προσχηματική και επικοινωνιακή κίνηση, η οποία δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αύξηση των κατώτατων αποδοχών.
Αντίθετα μάλιστα, οι συνθήκες της οικονομίας, που λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωσή του, με αντικειμενικά κριτήρια συνηγορούν υπέρ της μείωσής του!
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Εργασίας και η κυβέρνηση συνολικά εμφανίζονται να μην αναβάλουν για τέτερτη φορά τις διαδικασίες αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθούς γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει πρόταση αύξησή του και στην καλύτερη περίπτωση, θα μείνει παγωμένος στα 650 ευρώ ή 534 ευρώ, καθαρά.
Υπενθυμίζεται ότι ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, (ήταν παγωμένος από το 2012) και διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ, από τα 586,08 ευρώ, ενώ τότε καταργήθηκε και ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους εργαζόμενους ηλικίας έως 25 ετών.
Ο κατώτατος μισθός επρόκειτο να αυξηθεί ξανά τον Φεβρουάριο του 2020, αλλά το υπουργείο Εργασίας ανέβαλε την έναρξη των σχετικών διαδικασιών. Ακολούθησαν και άλλες αναβολές λόγω της πανδημίας, ενώ είχε προηγηθεί οξεία κριτική από τον ΣΕΒ στην προοπτική να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Στις 13 Φεβρουαρίου 2020, ο ΣΕΒ είχε «συστήσει», όπως «επιδειχθεί σύνεση από την πολιτεία στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2020, καθώς μια επανάληψη της μαξιμαλιστικής πολιτικής του 2019 θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία». Μάλιστα υποστήριζε ότι οι αυξήσεις μισθών που έγιναν πέρυσι «φαίνεται να έχουν οδηγήσει σε επιβράδυνση της απασχόλησης».
Παρατηρείται όμως, ότι, όλοι οι παράγοντες αυτοί είναι αρνητικοί για να υποστηρίξουν οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού και συγκεκριμένα:
- Η οικονομία έρχεται από ύφεση 8,2% το 2020, ύφεση θα παρουσιάσει και στο πρώτο τρίμηνο του 2021 ενώ αβεβαιότητα επικρατεί για τη συνέχεια, καθώς, λόγω της πανδημίας όλα είναι στον αέρα.
- Ο δείκτης τιμών καταναλωτή (πληθωρισμός) είναι σταθερά αρνητικός από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2021 και όσο παραμένουν τα lockdown και η χαμηλή ζήτηση, δεν αναμένεται να ανακάμψει.
- Η παραγωγικότητα της εργασίας (ΑΕΠ/συνολική απασχόληση) το 2020 μειώθηκε κατά 8,4%, από αύξηση 0,6% το 2019 και αύξηση 0,15% το 2018, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
- Η ανεργία συγκρατείται με τεχνητές «αναπνοές» στα επίπεδα του 15,8% (Δεκέμβριος 2020), λόγω των αναστολών συμβάσεων εργασίας σε περισσότερους από 600.000 εργαζόμενους. Επίσης θετικά επιδρούν στη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και οι περιορισμοί που βάζουν οι επιστρεπτέες προκαταβολές, καθώς, όσες επιχειρήσεις λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις απαγορεύεται να μειώσουν τις θέσεις απασχόλησης, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Με τη λήξη των μέτρων στήριξης, οι εργατολόγοι αναμένουν έκρηξη των απολύσεων.