Αττική Οδός: «Τρέχει» ο διαγωνισμός για τη νέα σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού, καθώς το ΤΑΙΠΕΔ ολοκληρώνει μια σειρά από προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει ανάδοχος το συντομότερο δυνατόν.
Το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου ενέκρινε την τελική μορφή της σύμβασης παραχώρησης, καθώς δεν θα υπάρξει περαιτέρω διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους επενδυτές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πλέον το κείμενο της σύμβασης έχει σταλεί στο υπουργείο Οικονομικών για τυχόν παρατηρήσεις και την τελική έγκριση (κάτι που αναμένεται εντός 10 ημερών το αργότερο) κι ενώ έχει ήδη προηγηθεί η σύμφωνη γνωμάτευση και του υπουργείου Υποδομών.
Οι όποιες παρατηρήσεις θα μπορούν να ενσωματωθούν στο τελικό κείμενο απευθείας από τον ίδιο τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΤΑΙΠΕΔ Δημήτρη Πολίτη, καθώς έχει εξασφαλιστεί η σχετική εξουσιοδότηση από το διοικητικό συμβούλιο.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η ημερομηνία υποβολής δεσμευτικών προσφορών πρόκειται να μετατεθεί για το πρώτο 15νθήμερο του Ιουλίου, καθώς θα δοθεί παράταση λόγω του ότι η τρέχουσα ημερομηνία της 29ης Μαΐου, μία εβδομάδα μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, δεν είναι και η πλέον ιδανική.
Επίσης, το πιθανότερο είναι να μην έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες διαδικασίες (και εγκρίσεις) έως τότε.
Μεταξύ των σημαντικών παραμέτρων της νέας σύμβασης είναι το γεγονός ότι το αντίτιμο των διοδίων «κλείδωσε», όπως αναμενόταν, στα 2,5 ευρώ (από 2,8 ευρώ που είναι σήμερα), αλλά δίνεται η δυνατότητα στον ανάδοχο να αιτηθεί αναθεώρηση προς τα πάνω μετά το πέρας των πρώτων πέντε ετών της σύμβασης.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να υπάρξει σαφής και αναλυτική αιτιολόγηση με κυκλοφοριακές μελέτες και άλλα δεδομένα που οφείλει να προσκομίσει ο ανάδοχος για να τεκμηριώσει τη μείωση της κυκλοφορίας και των εσόδων (συγκριτικά με την απόδοση της σύμβασης), ώστε να εξασφαλίσει την αύξηση του αντιτίμου.
Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη, η οποία είναι πιθανό να περιορίσει τις «γκρίνιες» που ακούγονταν στην αγορά τους τελευταίους μήνες κι έφταναν μέχρι του σημείου της υποτίμησης της ελκυστικότητας της νέας σύμβασης, ιδίως μεταξύ μερίδας των εγχώριων κατασκευαστικών ομίλων.
Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στο κόστος της χρηματοδότησης θα διαδραματίσει και η εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας, στοιχείο που θα επέτρεπε την πρόσβαση και σε κεφάλαια από τις ευρωπαϊκές αναπτυξιακές τράπεζες.
Αλλωστε οι υφιστάμενες συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθώς μεσολάβησε η αύξηση των επιτοκίων.
Παρ’ όλα αυτά, εκτιμάται ότι το ενδιαφέρον για τη νέα σύμβαση παραχώρησης θα είναι υψηλό, δεδομένου ότι πρόκειται για μία από τις τελευταίες συμβάσεις μεγάλης αξίας που δημοπρατούνται στην ελληνική αγορά (η άλλη αφορά τον άξονα του ΒΟΑΚ στην Κρήτη).
Αττική Οδός: Οι… μνηστήρες
Τη νέα σύμβαση διεκδικούν η κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – FS Ark Holdco, το σχήμα Ακτωρ Παραχωρήσεις – Αβαξ – Ardian, η κοινοπραξία Μυτιληναίος – Vinci Highways – Vinci Concessions – Mobility Partner και η κοινοπραξία Macquarie – Fincop Infrastructure.
Η εν λόγω εταιρεία αποτελεί το «όχημα» με το οποίο συμμετέχει ο όμιλος Κοπελούζου.
Επίσης, πριν από μερικούς μήνες η Intrakat εξασφάλισε τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό, αποτελώντας το 30% της κοινοπραξίας των εταιρειών Brisa – Autoestradas de Portugal και Rubicone Bidco, από την Πορτογαλία και τη Μεγάλη Βρετανία αντιστοίχως.
Υπάρχουν και σχήματα με αμιγώς διεθνή παρουσία.
Πρόκειται για την Abertis Infraestructuras από την Ισπανία, το ιταλικό σχήμα των Gruppo FININC – INC SpA (μέλος του ίδιου ομίλου της οικογένειας Ντολιάνι από το Τορίνο) και η γαλλικής προέλευσης κοινοπραξία των VAUBAN – DIF – EGIS.
Κεφάλαια της τάξεως των 600 εκατ. ευρώ με τη μορφή μερισμάτων και επιστροφής κεφαλαίου έχουν εισπράξει από το 2016 μέχρι και τη χρήση του 2022 οι μέτοχοι της Αττικής Οδού, δηλαδή οι όμιλοι Ελλάκτωρ (65,7%) και Αβαξ (34,2%).
Κατά τη χρήση του 2022 αναμένεται η είσπραξη μερισμάτων της τάξεως των 46,8 εκατ. ευρώ, πέραν του προμερίσματος ύψους 30 εκατ. ευρώ, ήτοι συνολικά 76,8 εκατ. ευρώ.
Το 2021 το συνολικό ποσό από μερίσματα είχε ανέλθει σε 84,4 εκατ. ευρώ, ενώ είχε καταβληθεί και επιστροφή κεφαλαίου της τάξεως των 82,8 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, το 2020 είχαν διανεμηθεί 82,6 εκατ. ευρώ και το 2019 είχαν εισπραχθεί 100,3 εκατ. ευρώ.
Κατά τη διάρκεια του 2022 οι επιδόσεις της Αττικής Οδού ανέκαμψαν σημαντικά και ξεπέρασαν το προ της πανδημίας επίπεδο. Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις κατέγραψαν αύξηση κατά 11,6% σε 197,3 εκατ. ευρώ, τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 17,5% σε 67 εκατ. ευρώ και η κυκλοφορία των οχημάτων ενισχύθηκε κατά 12,5%.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως οι μέτοχοι της Αττικής Οδού θα συνεχίσουν να εισπράττουν έσοδα και μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας σύμβασης, τον Οκτώβριο του 2024.
Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του διευθύνοντος συμβούλου του ομίλου Ελλάκτωρ, Ευθύμιου Μπουλούτα, στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αναλυτών για τα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα της εισηγμένης, η σύμβαση της Αττικής Οδού θα συνεχίσει να αποδίδει έσοδα έως και το 2027.
Ειδικότερα, το 2025 θα εισπραχθεί το μέρισμα για τη χρήση του 2024, ενώ θα ακολουθήσουν και οι επιστροφές κεφαλαίου, διαδικασία που θα καλύψει το 2026 και το 2027. Οι επιστροφές αυτές θα προκύψουν με βάση τα κεφάλαια που εισέφεραν οι μέτοχοι κατά την έναρξη της σύμβασης παραχώρησης πριν από δύο και πλέον δεκαετίες.
Πάντως, ο κ. Μπουλούτας δεν θέλησε να συγκεκριμενοποιήσει το ύψος της επιστροφής κεφαλαίου που θα εισπράξουν οι νυν μέτοχοι.
Υπενθυμίζεται ότι κατά τα πρώτα 12 χρόνια λειτουργίας της Αττικής οδού οι μέτοχοι δεν εισέπραξαν κανένα μέρισμα από την εκμετάλλευσή της, καθώς όλα τα έσοδα κατευθύνονταν για την αποπληρωμή των δανείων που είχαν ληφθεί για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου, αλλά και την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας του.
Το κόστος κατασκευής της Αττικής οδού είχε ανέλθει σε 1,3 δισ. ευρώ.
Αττική Οδός: Τα έξοδα συντήρησης
Η σύμβαση παραχώρησης, η οποία είχε αποτελέσει ακόμη και πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είναι η μοναδική του είδους που δεν προβλέπει ανώτατο όριο χρέωσης για τα έξοδα συντήρησης του οδικού άξονα.
Ενώ λοιπόν στους υπόλοιπους οδικούς άξονες έχει επιβληθεί ανώτατο όριο 60.000 ευρώ/χιλιόμετρο ετησίως, στον ισολογισμό της Αττικής Οδού έχει φτάσει να χρεώνεται το σχετικό έξοδο έως 1 εκατ. ευρώ/χιλιόμετρο, ή 70 εκατ. ευρώ!
Ο αντίλογος των μετόχων της παραχωρησιούχου είναι πως η σύμβαση και τα κόστη συντήρησης ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, από την PricewaterhouseCoopers, από την Ernst & Young και από την αρμόδια εποπτεύουσα υπηρεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Πηγή: kathimerini.gr