Ακρίβεια: Αυτό που συμβαίνει είναι αδιανόητο. Ακόμα και 30% αυξήσεις σε βασικά είδη διατροφής. Δυσσοίωνο και το μέλλον. Πώς θα το αντιμετωπίσουμε; Όλες οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.
Αυξήσεις τιµών ακόµη και κατά 30% βλέπουν πλέον οι καταναλωτές σε βασικά είδη σούπερ μάρκετ από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία μέχρι σήμερα.
Οι ανατιμήσεις μάλιστα δεν εντοπίζονται μόνο σε προϊόντα που έχουν άμεση σχέση με τις εισαγωγές πρώτων υλών από Ρωσία και Ουκρανία, όπως είναι το αλεύρι και το ηλιέλαιο, αλλά πλέον αφορούν σειρά αγαθών που επηρεάζονται από τη δραστική αύξηση του κόστους παραγωγής, όπως είναι για παράδειγμα το γάλα και εν γένει τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Με τον κ. Αριστοτέλη Παντελιάδη, επικεφαλής της METRO AEBE, να εκτιμά ότι «ακόμη δεν έχουμε δει το “ταβάνι’” στις ανατιμήσεις», η συνέχεια κάθε άλλο παρά προμηνύεται ευχάριστη για τους καταναλωτές και το είσοδημά τους.
Η συνέχιση των αυξήσεων στα είδη διατροφής που στην Ελλάδα υστέρησε χρονικά σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και η εκτόξευση των τιμών των καυσίμων σε δυσθεώρητα ύψη αναμένεται να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα και τον Μάιο.
Μια πρώτη γεύση θα δώσει η Eurostat την προσεχή Τρίτη με την εκτίμησή της για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, ενώ τα στοιχεία για τον εθνικό δείκτη τιμών καταναλωτή του Μαΐου θα ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις 9 Ιουνίου.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι ότι σε ένα «καλάθι» αποτελούμενο από 25 προϊόντα διατροφής, είδη ατομικής φροντίδας και είδη σπιτιού, μειώσεις τιμών σήμερα σε σύγκριση με την 1η Μαρτίου παρατηρούνται μόνο σε τέσσερα προϊόντα.
Οι οποίες μάλιστα οφείλονται έως ένα βαθμό και σε λόγους εποχικότητας, όπως για παράδειγμα είναι τα μήλα.
Σε δύο προϊόντα η μέση λιανική τιμή παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα, με βάση τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών, καταγράφονται ανατιμήσεις από 1,18% στο ρύζι έως 29,5% στο χαρτί υγείας (συσκευασία 12 τεμαχίων).
Διευκρινίζεται ότι τα στοιχεία αφορούν επώνυμα προϊόντα με ηγετικά μερίδια αγοράς στην κατηγορία τους.
Ακρίβεια: Ποια προϊόντα ακρίβυναν έως και 30% από την αρχή του πολέμου
Πλέον ανησυχητικές είναι οι αυξήσεις σε προϊόντα όπως το φρέσκο γάλα, καθώς αποτελεί βασικό είδος της καθημερινής διατροφής και πραγματοποιείται πολύ συχνά η αγορά του, ακόμη και σε ημερήσια βάση σε κάποια νοικοκυριά.
Η μέση τιμή για συσκευασία φρέσκου γάλακτος 1 λίτρου από 1,38 ευρώ στις αρχές Μαρτίου διαμορφώνεται πλέον σε 1,48 ευρώ, αύξηση δηλαδή 7,24%.
Η τιμή του αλευριού, ενός εκ των προϊόντων όπου από την πρώτη στιγμή καταγράφηκαν πολύ μεγάλες ανατιμήσεις, έχει αυξηθεί μέσα στους τρεις αυτούς μήνες κατά 26,5% περίπου.
Ετσι, μία συσκευασία του ενός κιλού αλευριού για όλες τις χρήσεις πωλείται κατά μέσον όρο προς 1,62 ευρώ από 1,28 ευρώ την 1η Μαρτίου.
Η τιμή του μάλιστα φθάνει ακόμη και το 1,85 ευρώ, και μάλιστα όχι σε περιφερειακά καταστήματα, αλλά σε κορυφαίες αλυσίδες.
Κατά περίπου 24% έχουν αυξηθεί οι τιμές στα μακαρόνια, με την πλέον δημοφιλή συσκευασία, αυτή του πακέτου του μισού κιλού Νο6, να πωλείται κατά μέσον όρο προς 1,04 ευρώ από 0,84 ευρώ την 1η Μαρτίου.
Η τιμή του ηλιελαίου, προϊόν που κυρίως εισάγεται από την Ουκρανία, έχει αυξηθεί κατά 8%, στα 3,91 ευρώ (συσκευασία ενός λίτρου).
Η ανοδική πορεία συνεχίζεται για την τιμή της φέτας, με 7,85% αύξηση τους τρεις τελευταίους μήνες, όπως και για το γιαούρτι (6,55%).
Στα γαλακτοκομικά και τυριά αναμένεται να δούμε περαιτέρω ανατιμήσεις, καθώς η πολύ μεγάλη αύξηση της τιμής των ζωοτροφών έχει οδηγήσει αφενός σε πολύ μεγάλη αύξηση της τιμής παραγωγού και αφετέρου σε μείωση της παραγωγής, καθώς οι κτηνοτρόφοι προτιμούν να οδηγούν στη σφαγή τα ζώα, θεωρώντας ασύμφορη τη συνέχιση της εκτροφής τους.
Η αύξηση των τιμών σε χημικές ύλες, υλικά συσκευασίας και, φυσικά, ενέργεια έχει προκαλέσει σημαντικές ανατιμήσεις και σε είδη όπως τα απορρυπαντικά, τα καθαριστικά σπιτιών κ.ά.
Ακρίβεια: Εφιαλτικό σενάριο – Τα χειρότερα είναι μπροστά μας
Το σοκ από την άνοδο στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και των καυσίμων, που συνδέεται με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 2024 και αυξάνει τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, ανέφερε η Παγκόσμια Τράπεζα στην πιο πρόσφατη έκθεσή της για τις προοπτικές της αγοράς εμπορευμάτων (Commodities Market Outlook).
Στην πρώτη συνολική ανάλυσή της για τον αντίκτυπο του πολέμου στις αγορές εμπορευμάτων, η Παγκόσμια Τράπεζα, που παρέχει δάνεια και επιχορηγήσεις σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, ανέφερε πως ο κόσμος αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο σοκ στις αγορές εμπορευμάτων από τη δεκαετία του 1970.
Επιδεινώνεται, αναφέρει, από τους περιορισμούς στο εμπόριο τροφίμων, καυσίμων και λιπασμάτων που επιτείνουν τις ήδη αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις σε όλον τον κόσμο.
«Οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να εκμεταλλευθούν κάθε ευκαιρία προκειμένου να αυξήσουν την οικονομική μεγέθυνση στη χώρα τους και να αποφύγουν ενέργειες που πλήττουν την παγκόσμια οικονομία», δήλωσε ο Ίντερμιτ Τζιλ, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Δίκαιη Ανάπτυξη, τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα και τους Θεσμούς.
Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο εξαγωγέας φυσικού αερίου και λιπασμάτων και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου.
Μαζί με την Ουκρανία, αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 19% των εξαγωγών καλαμποκιού και στο 80% των εξαγωγών ηλιελαίου.
Η παραγωγή και εξαγωγή αυτών και άλλων εμπορευμάτων έχει διαταραχθεί αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.
Ως αποτέλεσμα, η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει πως οι τιμές της ενέργειας θα αυξηθούν πάνω από 50% το 2022 προτού μετριαστούν το 2023 και 2024, ενώ οι τιμές μη ενεργειακών εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων εκείνων της γεωργίας και των μετάλλων, θα αυξηθούν σχεδόν 20% το 2022 προτού αρχίσουν να μειώνονται.
Η τράπεζα ανέφερε πως οι τιμές των εμπορευμάτων θα υποχωρήσουν ελαφρά μόνο και θα παραμείνουν πολύ πάνω από τον πλέον πρόσφατο μέσο όρο πέντε ετών μεσοπρόθεσμα.
«Σε περίπτωση παρατεταμένου πολέμου, ή επιπρόσθετων (δυτικών) κυρώσεων στη Ρωσία, οι τιμές θα μπορούσαν να είναι ακόμη υψηλότερες και πιο ασταθείς απ΄ ό,τι προβλέπεται τώρα», ανέφερε.
Σε ό,τι αφορά την απόκριση της πολιτικής στην κρίση, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεχωρίζει τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τις επιδοτήσεις που, όπως αναφέρει, τείνουν να επιτείνουν τις ελλείψεις στην προσφορά και τις αυξήσεις των τιμών, καλώντας αντ’ αυτού για προγράμματα σχολικών γευμάτων, καθώς και μεταβιβάσεις μετρητών και προγράμματα δημόσιας απασχόλησης για ευάλωτες ομάδες.