Το τέλος των παραδοσιακών καλλιεργειών. Οι εναλλακτικές για τους Έλληνες παραγωγούς και τις προσφέρουν. Όλες οι λεπτομέρειες στο xristika.gr.
Όταν κυκλοφόρησε η τελευταία μελέτη του Κέντρου Για Την Έρευνα Γεωργικού Τοπίου του Λάιμπνιτς (Leibniz Centre for Agricultural Landscape Research, ZALF) προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση.
Όχι μόνο γιατί ξεκαθάριζε ότι οι μέχρι τώρα παραδοσιακές καλλιέργειες στην Ευρώπη θα αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες, αλλά και γιατί πρότεινε ως εναλλακτική ένα προϊόν που έχει «δαιμονοποιηθεί» στην Ευρώπη: τη σόγια.
«Η κλιματική αλλαγή απαιτεί επανεξέταση της φυτικής παραγωγής προς ποικιλίες και καλλιέργειες που είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στη ζέστη και την ξηρασία» αναφέρει το δελτίο τύπου για την μελέτη “An opportunity in climate change: Soy production to increase in Europe in the future”.
«Η σόγια είναι μια καλλιέργεια που ευδοκιμεί σε θερμές συνθήκες και παρέχει από μόνη της άζωτο, ένα σημαντικό θρεπτικό συστατικό των φυτών που διαφορετικά οι αγρότες θα έπρεπε να λιπαίνουν» συνεχίζει.
Η μελέτη έρχεται μετά από μία χρονιά στην οποία το θερμόμετρο στην Ευρώπη «έπιασε» επίπεδα -ρεκόρ.
Το 2022 ήταν το δεύτερο πιο θερμό έτος που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη και οι περισσότεροι προβλέπουν ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν ήταν συγκυριακά, αλλά προδιαγράφουν μία μόνιμη αλλαγή στις κλιματικές συνθήκες.
Στο «μάτι του κυκλώνα» βρίσκεται η νότια Ευρώπη, όπου οι καλλιέργειες δέχθηκαν ιδιαίτερα ισχυρό πλήγμα, προκαλώντας νέο κύμα ανατιμήσεων στα τρόφιμα.
Ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και επικεφαλής της ερευνητικής πλατφόρμας του Κέντρου Για την Έρευνα του Γεωργικού Τοπίου (ZALF), ο Claas Nendel, μίλησε στο newmoney για τις δύσκολες εποχές που έρχονται και πώς μπορούν να απαντήσουν οι αγρότες.
Το 2022 ήταν μια ιδιαίτερα θερμή χρονιά στην Ευρώπη. Πώς αυτό επηρέασε τις αποδόσεις της παραγωγής τροφίμων;
«Η ζέστη και η ξηρασία επηρέασαν πολύ διαφορετικά τις αποδόσεις σε όλη την Ευρώπη, συχνά ακόμη και πολύ διαφορετικά εντός των χωρών.
Συχνά παρατηρούμε ότι η χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία εκδηλώνεται η ζέστη και η ξηρασία καθορίζει το πώς και ποιες καλλιέργειες επηρεάζονται.
Φέτος, για παράδειγμα, παρατηρήσαμε στην Κεντρική Ευρώπη ότι οι χειμερινές καλλιέργειες τα πήγαν καλά κατά τη διάρκεια της ξηρασίας στις αρχές της περιόδου, καθώς ευημερούσαν με το αποθηκευμένο νερό του εδάφους από το χειμώνα, ενώ οι ανοιξιάτικες καλλιέργειες, όπως η πατάτα, τα ζαχαρότευτλα και ο αραβόσιτος, υπέφεραν από τις υψηλές θερμοκρασίες του Ιουλίου και του Αυγούστου. Επιπλέον, οι υψηλές τιμές της ενέργειας κατέστησαν δύσκολη την άρδευση για ορισμένους αγρότες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να προστατεύσουν επαρκώς τις καλλιέργειές τους.»
Πιστεύετε ότι οι αγρότες πρέπει να προσαρμοστούν στις κλιματικές αλλαγές και αν ναι, πώς θα μπορούσαν να το κάνουν;
«Ναι, πρέπει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κλίμα θα γίνει πιο θερμό και πιο ακραίο και οι αγρότες θα πρέπει να συνεχίσουν να μας παρέχουν τρόφιμα, ζωοτροφές και φυτικές ίνες. Αλλά και πάλι, τα μέτρα προσαρμογής θα πρέπει να σχεδιαστούν σε πολύ τοπικό επίπεδο.
Η συρρίκνωση των υδάτινων πόρων θα καταστήσει την άρδευση όλο και περισσότερο ανταγωνιστική με άλλες απαιτήσεις σε γλυκό νερό, ακόμη και σε περιοχές όπου το νερό ήταν άφθονο στο παρελθόν.
Τα συστήματα καλλιέργειας θα μετατοπιστούν προς το βορρά και τα συνολικά επίπεδα απόδοσης των καλλιεργειών θα μειωθούν, ενώ οι αγρότες πιθανότατα θα επωφεληθούν από τη διαφοροποίηση του συστήματος καλλιέργειάς τους.
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνου για την αντιμετώπιση του κινδύνου αποτυχίας της καλλιέργειας.
Ταυτόχρονα τα πιο διαφοροποιημένα συστήματα έχουν αποδειχθεί πιο ανθεκτικά έναντι διαταραχών, καθώς και έναντι παρασίτων και ασθενειών.»
Οι πρακτικές αυτές είναι αξιοποιήσιμες από όλους τους αγρότες- ανεξάρτητα από το μέγεθος των εκτάσεων που καλλιεργούν;
«Αυτό εξαρτάται από την αγορά/ζήτηση για τα προϊόντα τους. Υποθέτω, όμως, ότι οι περισσότεροι αγρότες θα έχουν την ευκαιρία να προσαρμόσουν τουλάχιστον ελαφρώς τις καλλιέργειές τους και να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα που παράγουν.
Συχνά είναι καλύτερα να εργαστούμε για τέτοιες λύσεις από κοινού με την τοπική κοινότητα, τους καταναλωτές και τους άλλους φορείς της διατροφικής αλυσίδας. Υπάρχουν ήδη πολλά παραδείγματα όπου αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στο σύστημα παραγωγής/κατανάλωσης.»
Είναι αυτή η ανάγκη πιο επείγουσα για τους αγρότες στη νότια Ευρώπη, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα;
«Ναι, δυστυχώς, η νότια Ευρώπη αναμένεται να πληγεί από δυσμενείς καιρικές συνθήκες πιο δραστικά και συχνά από άλλες περιοχές της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των πυρκαγιών και των ισχυρών βροχών/καταιγίδων.»
Γιατί είναι σημαντική η παραγωγή σόγιας;
«Η παραγωγή σόγιας δεν είναι από μόνη της πιο σημαντική από την παραγωγή οποιασδήποτε άλλης καλλιέργειας, αλλά η σόγια είναι ένα από τα παραδείγματα που οι αγρότες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης εξετάζουν ως ένα αναδυόμενο συστατικό των προσαρμοσμένων συστημάτων καλλιέργειας, τα οποία δεν περιλάμβαναν μέχρι σήμερα τη σόγια.
Ως όσπριο, εξοικονομεί πρόσθετες εισροές αζώτου και συμβάλλει στη διαφοροποίηση άλλων συστημάτων καλλιέργειας που κυριαρχούνται από τα δημητριακά.
Ταυτόχρονα, η πρωτεΐνη σόγιας συμβάλλει στην κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης για πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της αλλαγής της διατροφής προς την κατεύθυνση της μείωσης της κατανάλωσης κρέατος.
Επιπλέον, συμβάλλει στη μείωση των μαζικών εισαγωγών πρωτεϊνών σόγιας από π.χ. τη Βραζιλία, όπου η επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής σόγιας εξακολουθεί να καταναλώνει παρθένες περιοχές τροπικών δασών.»
Εκτός από τη σόγια, υπάρχουν άλλες ποικιλίες που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις σημερινές καλλιέργειες;
«Η γεωργική έρευνα σε όλη την Ευρώπη δοκιμάζει επί του παρόντος πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Μεταξύ αυτών είναι τα ρεβίθια, το σόργο, το φαγόπυρο, το φιστίκι, το αγριοκάρυδο, το σουσάμι, το κύμινο και το ορεινό ρύζι, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Όλα αυτά τα είδη καλλιεργούνται εδώ και χιλιετίες σε χώρες με θερμό κλίμα, όπου υπάρχει πλούσια γεωπονική γνώση για τον τρόπο καλλιέργειάς τους. Για τις χώρες που έχουν ήδη θεωρηθεί χώρες με θερμό κλίμα στο παρελθόν, δεν θα παραμείνουν πολλές επιλογές για την παραγωγή τροφίμων στο μέλλον. Για την Ευρώπη, ωστόσο, εξετάζονται ακόμα οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες που προσφέρουν.»
*Στην κεντρική φωτογραφία ο Claas Nendel, συμπρόεδρος της ερευνητικής πλατφόρμας “Ανάλυση και προσομοίωση δεδομένων”, Κέντρο Leibniz για την έρευνα του γεωργικού τοπίου (ZALF).
Αγρότες: Πάρε άμεσα δάνειο 25.000 ευρώ
Την Πέμπτη, 27 Οκτωβρίου 2022 υπογράφηκε η Συμφωνία Χρηματοδότησης του Ταμείου Χαρτοφυλακίου με την επωνυμία «Ταμείο Μικρών Δανείων Αγροτικής Επιχειρηματικότητας», μεταξύ του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γ. Γεωργαντά, και της Προέδρου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Α.Ε. κυρίας Α. Χατζηπέτρου, ως διαχειριστή του Ταμείου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το Ταμείο χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2022 με πόρους ύψους 21,5 εκατ. € με ευθύνη του Γενικού Γραμματέα Ενωσιακών Πόρων και Υποδομών Δημήτρη Οδ. Παπαγιαννίδη.
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Α.Ε. θα εκδώσει την Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για την επιλογή των Χρηματοπιστωτικών Οργανισμών που θα συμμετέχουν στο Ταμείο, οι οποίοι, με πόρους του ΠΑΑ 2014-2022, θα χορηγούν δάνεια επιμερισμένου κινδύνου ύψους από 3.000€ έως 25.000€, προς γεωργικές εκμεταλλεύσεις και μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Ειδικότερα, προβλέπεται μηδενική επιβάρυνση των δανειοληπτών για τα δύο πρώτα έτη (μηδενικό επιτόκιο), ενώ για τα υπόλοιπα το ΠΑΑ θα χρηματοδοτεί άτοκα το 50% του κεφαλαίου κάθε δανείου και ως εκ τούτου το τελικό επιτόκιο θα είναι μειωμένο στο ήμισυ της αγοράς. Επιπλέον, προβλέπεται και η δυνατότητα επιχορήγησης ανά δάνειο για την παροχή τεχνικής και συμβουλευτικής υποστήριξης στους τελικούς αποδέκτες.
Επισημαίνεται ότι τα ποσά που προκύπτουν από την αποπληρωμή των δανείων μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν για χορήγηση νέων δανείων. Άρα δυνητικά μπορούν να χορηγηθούν πολλαπλάσια δάνεια από αυτά του αρχικού κεφαλαίου του Ταμείου (πρόσθετη μόχλευση πόρων).
Η ενεργοποίηση του σημαντικού αυτού χρηματοδοτικού εργαλείου, όπως τόνισε ο κ. Γεωργαντάς «θα συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας μας, μέσω της διευκόλυνσης της πρόσβασης σε χρηματοδότηση των αγροτών και των μικρών, πολύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων του τομέα μεταποίησης γεωργικών προϊόντων σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία».
Αγρότες: Σε απόγνωση – Δεν βρίσκουν ούτε εργάτες γης
Το πρόβλημα της έλλειψης εργατών κάνει περιζήτητους τους λιγοστούς εργάτες που είναι διαθέσιμοι.
Είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που οι αγρότες αντιμετωπίζουν τόσο μεγάλο πρόβλημα.
Η έλλειψη αυτή έχει αυξήσει τις αμοιβές των εργατών κατά 30%, σε μια περίοδο που ο παραγωγός αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα και το κόστος παραγωγής είναι αυξημένο κατά 40%.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως πέρυσι οι εργάτες που καλούνταν για το μάζεμα της ελιάς ζητούσαν 30 – 40 ευρώ, ενώ φέτος το μεροκάματο έχει φτάσει τα 50 ή και τα 60 ευρώ για εργάτες που θα χρησιμοποιήσουν και τα δονητικά ή ελαιοραβδιστικά μαχανήματα.
Για ένα συνεργείο λοιπόν 3 εργατών, ένας ελαιοπαραγωγός χρειάζεται 150 ευρώ για μεροκάματα, συν τις βενζίνες για τα μηχανήματα, συν το (προαιρετικό) κολατσιό των εργατών, συν τα πετρέλαια για τα καύσιμα του τρακτέρ και του αγροτικού… ημερήσιο κόστος λοιπόν, τουλάχιστον 200 ευρώ.
Το θετικό πάντως είναι ότι η τιμή του λαδιού αυτή τη στιγμή είναι πάνω από 4 ευρώ στις περισσότερες περιοχές της χώρας, γεγονός που προκαλεί αισιοδοξία στους παραγωγούς που ούτως ή άλλως δοκιμάζονται από το τεράστιο κόστος παραγωγής.
Παρά το γεγονός ότι πρόσφατα αυξήθηκε με υπουργική απόφαση ο ανώτατος αριθμός αδειών διαμονής για εργασία μετακλητών πολιτών τρίτων χωρών, το πρόβλημα δεν φαίνεται να λύνεται, λόγω και της απροθυμίας των εργατών γης να έρθουν στη χώρα μας.
Οι περισσότεροι εργάτες γης αρνούνται να απασχοληθούν με εργόσημο, γιατί δεν θέλουν να χάσουν τα επιδόματα. Αυτό σημαίνει μεγάλη φορολογική επιβάρυνση για τους παραγωγούς, οι οποίοι ζητούν να επιτραπεί στους απασχολούμενους να συνεχίσουν να παίρνουν μέρος των επιδομάτων και να αμείβονται και για την εργασία τους με εργόσημο.
Οι παραγωγοί τονίζουν πως το κράτος δικαιολογεί μόνο έναν εργάτη ανά 25 στρέμματα, δηλαδή ανά 30 τόνους ελιάς, όταν στην πραγματικότητα χρειάζονται τέσσερα άτομα ανά 25 στρέμματα.
Αν και το πρόβλημα της έλλειψης εργατών γης έχει ήδη επισημανθεί από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τους βουλευτές της περιφέρειας, ωστόσο η κυβέρνηση δεν έχει λάβει μέτρα που θα δώσουν κάποια διέξοδο.