Σεισμός: Προβληματισμένοι οι σεισμολόγοι με τον σεισμό στην Ιτέα. Προσεισμικό φαινόμενο ότι υποχώρησαν τα νερά, λέει ο Λέκκας. Δεν υπάρχουν αρκετοί μετασεισμοί, λέει ο Τσελέντης που φοβάται ισχυρό ξέσπασμα του Εγκέλαδου. Όλες οι εξελίξεις στο xristika.gr.
ροβληματισμένοι εμφανίζονται οι σεισμολόγοι μετά τη σεισμική δόνηση 5,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ στη Φωκίδα, που εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής και έγινε αισθητή στην Αθήνα.
Ερωτηθείς για το πόσο ανησυχεί από τη δόνηση αλλά και κατά πόσο ήταν ο κύριος σεισμός ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύμιος Λέκκας, μιλώντας στο Open, είπε:
«Κοιτάξτε, είχαμε τον σεισμό των 5,1 βαθμών εχθές στη μία η ώρα το πρωί και από τότε έχουμε ουσιαστικά πέντε – έξι μικρούς σεισμούς της τάξεως του 1, 1,5, 2 Ρίχτερ, όχι μεγαλύτερους οι οποίοι εκδηλώθηκαν στην περιοχή».
«Θα θέλαμε να έχουμε περισσότερους τέτοιους σεισμούς και κυρίως σεισμούς της τάξεως των 4, 4,5 βαθμών, 3,5 έστω για να δούμε ότι μπαίνουμε σε μία κατάσταση εκτόνωσης», προσέθεσε.
Απαντώντας σε ερώτημα αν προβληματίζεται από το παραπάνω σημείωσε:
«Κοιτάξτε με προβληματίζει, η ανησυχία εντάξει είναι ένα άλλο θέμα. Η ανησυχία προέρχεται από το γεγονός ότι οι κατασκευές στην περιοχή είναι πολύ ανθεκτικές συνεπώς έχουμε πολλά περιθώρια ασφάλειας και περιθώρια για να αρχίσουμε να ανησυχούμε. Θα έλεγα ότι ουσιαστικά θα ανησυχούσαμε αν ήταν ένας σεισμός της τάξεως των έξι βαθμών. Τέτοιος σεισμός είναι πολύ δύσκολο να εκδηλωθεί στην περιοχή αν και είναι πολύ ευαίσθητη περιοχή και μία περιοχή που συσσωρεύτει μεγάλα ποσά ενέργειας, έχει φιλοξενήσει μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν αλλά θεωρώ ότι δεν θα πάμε σε τέτοιες καταστάσεις. Μπορεί στην περιοχή να εκδηλωθεί ένας σεισμός 5, 5,5 ο οποίος δεν θα μας προβληματίσει».
«Δε νομίζω ότι διαφαίνεται ότι είναι κάτι παραπάνω. Μέσα σε επίπεδα ασφάλειας θα είναι ένας σεισμός ο οποίος ενδεχομένως να εκδηλωθεί. Δεν έχουμε κάποια τεκμήρια επιστημονικά», συμπλήρωσε. «Το ένα και του δύο (Ρίχτερ) δεν μας κάνει. Είναι πολύ μικροί οι σεισμοί. Θα θέλαμε μία ακολουθία με 3 και με 4», είπε στη συνέχεια.
Σε σχέση με το τράβηγμα των νερών προς τα πίσω ο κ. Λέκκας σημείωσε:
«Είναι ένα θέμα το οποίο το κοιτάμε. Το συναξιολογούμε», κατέληξε.
Η απουσία μετασεισμών ανησυχεί και τον διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Άκη Τσελέντη, ο οποίος μίλησε στο Mega.
Ο σεισμολόγος εκτίμησε ότι αυτός ο σεισμός, με εστιακό βάθος 12,7 χιλιόμετρα, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα αισθητός και στην Αθήνα, μπορεί να μην είναι ο κύριος.
«Η φύση δεν λειτουργεί σαν ρολόι. Θέλαμε δύο 24ωρα για να δούμε πως λειτουργεί το φαινόμενο. Εμένα με προβληματίζει γιατί από προχθές που έγινε ο σεισμός δεν έχουμε καταγράψει κανένα μετασεισμό, ο μοναδικός που έγινε ήταν πριν από λίγο και μεγέθους 2 ρίχτερ, και η ακολουθία είχε πολύ λίγους μετασεισμούς. Θα έπρεπε να έχουμε και 2,5 ρίχτερ και 3 και 4», ανέφερε.
«Το 2019 είχαμε στην περιοχή ένα 5,3 και μετά δεν είχαμε έντονη μετασεισμική ακολουθία, αλλά όχι να έχουν “παγώσει” οι μετασεισμοί. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι υπάρχουν μέτρα σεισμικής προφύλαξης τα οποία πρέπει να τα λαμβάνει. Μπορεί να τα βρει σε όλες τις ιστοσελίδες πλέον. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι ο Κορινθιακός είναι μία περιοχή που έχει πολλά ρήγματα. Στο ανατολικό κομμάτι είναι οι Αλκυονίδες. Δεν είδαμε όμως μετατόπιση σε αυτό το ρήγμα. Οι Αλκυονίδες ωστόσο έχουν μαζέψει πολλή ενέργεια», συμπλήρωσε ο κ. Τσελέντης.
Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη σεισμικότητα σε όλη τη Μεσόγειο, κατά μήκος του περίφημου Ελληνικού Τόξου -ξεκινάει από τα νησιά του Ιονίου διασχίζει τον βυθό του Νοτίου Ιονίου έξω από την Πελοπόννησο και περνώντας νοτίως της Κρήτης καταλήγει στη Ρόδο- και για αυτό είναι απολύτως υπαρκτό το ενδεχόμενο γένεσης τσουνάμι μετά από ισχυρό υποθαλάσσιο ή παράκτιο σεισμό.
Λόγω της σπανιότητας του φαινομένου για πολλά χρόνια υπήρχε αμηχανία σε ό,τι αφορά την προετοιμασία αντιμετώπισης του, ωστόσο, πλέον τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο, μέσα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Διακυβερνητική Ομάδα Συντονισμού της UNESCO, έχουν καταρτιστεί τυποποιημένα πρωτόκολλα άμεσων ενεργειών, ενώ γίνονται ασκήσεις ετοιμότητας και δράσεις επιμόρφωσης των πολιτών.
Μάλιστα, όπως εξήγησε ο ερευνητής σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO Δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο περιθώριο των εργασιών του συνεδρίου για τις Νέες Τεχνολογίες στην Πολιτική Προστασία «SafeThessaloniki 2022», στον σεισμό των 7 Ρίχτερ την 30η Οκτωβρίου 2020, στη Σάμο, για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενεργοποιήθηκε η Υπηρεσία Επικοινωνιών Εκτάκτου Ανάγκης (Ειδοποιήσεις Συστήματος Συναγερμού Πολιτών μέσω του 112) και σήμερα το εθνικό κέντρο που παρακολουθεί και προειδοποιεί την Πολιτεία για τον κίνδυνο τσουνάμι κινητοποιείται βάσει αυστηρού πρωτοκόλλου, το οποίο προβλέπει συγκεκριμένες ενέργειες εντός χρονικού διαστήματος έως 10 λεπτών από την καταγραφή της σεισμικής δόνησης.
Σε ό,τι αφορά τις σεισμογενείς περιοχές στην Ελλάδα και τις ακτές όπου είναι υψηλότερος ο κίνδυνος παραγωγής τσουνάμι ο σεισμολόγος διευκρίνισε:
«Σε όλη τη Μεσόγειο έχουμε, κατά μήκος του Ελληνικού Τόξου, την υψηλότερη σεισμικότητα, η οποία είναι και υποθαλάσσια, άρα είναι αυτονόητο και το γνωρίζουμε και από τα επιστημονικά δεδομένα, ότι εκεί ακριβώς έχουμε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την παραγωγή τσουνάμι. Το τσουνάμι διαδίδεται πολύ γρήγορα, δε “σβήνει” εύκολα και απειλεί παράκτιες περιοχές σε μεγάλες αποστάσεις, αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του φαινομένου. Μετά έχουμε μια άλλη περιοχή με πολύ υψηλό κίνδυνο, τον Κορινθιακό Κόλπο. Επίσης έχει πολύ υψηλή σεισμικότητα, όμως με τη διαφορά ότι πρόκειται για κλειστό κόλπο και δεν μπορεί, ακόμη και μεγάλο τσουνάμι, να βγει προς τα έξω και να απειλήσει άλλες περιοχές. Έπειτα, έχουμε μικρότερο κίνδυνο σε περιοχές όπως τα Δωδεκάνησα και γενικότερα το Ανατολικό Αιγαίο, η Λέσβος, η Χίος».
Λιγότερο πιθανό, βάσει των δεδομένων σεισμικότητας, είναι το ενδεχόμενο να φτάσει στην Ελλάδα τσουνάμι που θα ξεκινήσει από άλλες χώρες της Μεσογείου. Αντιθέτως, άλλες χώρες όπως το Ισραήλ και η Ιταλία προετοιμάζονται συστηματικά για ένα τσουνάμι που θα μπορούσε να ξεκινήσει από το Ελληνικό Τόξο.
«Από γειτονικές χώρες απειλούμαστε ελάχιστα από την Ιταλία. Δεν υπάρχει καταγεγραμμένος μεγάλος σεισμός που να προκάλεσε τσουνάμι και να ήλθε στη δική μας πλευρά. Δεν έχουν τόσο υψηλή σεισμικότητα όσο εμείς, παρόλα αυτά στα σενάριά μας λαμβάνουμε υπόψη κι αυτό το ενδεχόμενο. Αντιθέτως στην Ιταλία φοβούνται πάρα πολύ τα τσουνάμι που μπορεί να ξεκινήσουν από την Ελλάδα κι έχουν κάνει πολλές έρευνες για αυτό το θέμα. Το ίδιο οι Ισραηλινοί. Έχουμε κάνει κοινές ασκήσεις με τους Ισραηλινούς, φοβούνται πάρα πολύ τα τσουνάμι που μπορεί να δημιουργηθούν για παράδειγμα κατά μήκος της Κρήτης, ή της Ρόδου και σε 45 λεπτά, το πολύ σε μία ώρα, θα έχουν φτάσει στο Ισραήλ», επισήμανε ο κ. Παπαδόπουλος.
Μπορούμε να είμαστε προετοιμασμένοι για την πιθανή γένεση τσουνάμι μετά από ισχυρό υποθαλάσσιο ή παράκτιο σεισμό;
«Βεβαίως μπορούμε», απάντησε ο κ. Παπαδόπουλος, σημειώνοντας ότι στην προετοιμασία της ελληνικής Πολιτείας αλλά και συνολικά των χωρών της Μεσογείου, μέσα από τη Διακυβερνητική Ομάδα Συντονισμού για το Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Μετριασμού του Τσουνάμι στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, τη Μεσόγειο και τις συνδεδεμένες θάλασσες (ICG/NEAMTWS) της Διακυβερνητικής Ωκεανογραφικής Επιτροπής της UNESCO (IOC-UNESCO), καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο σεισμός και το τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού του 2004 και οι τεράστιες ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις 14 χώρες που επηρέασε.
«Για το τσουνάμι κάναμε πολύ σημαντικά βήματα, ακριβώς επειδή υπήρξε η επιταγή της συνεργασίας των κρατών. Υστερούμε, παρά το ότι έχουν γίνει πρόοδοι στα τεχνολογικά συστήματα, στη διαλειτουργικότητα, δηλαδή στο πώς συνεργάζονται μεταξύ τους οι υπηρεσίες. Το τσουνάμι δεν έχει σύνορα. Στη Μεσόγειο ένα μεγάλο τσουνάμι μπορεί να χτυπήσει 10-15 χώρες. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους. Πολλές φορές βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, ή δεν έχουν καλές σχέσεις, άλλοτε δεν έχουν το ίδιο τεχνολογικό επίπεδο, δεν έχουν το ίδιο πολιτιστικό επίπεδο, άρα χρειαζόμασταν έναν καταλύτη να φέρνει κοντά τις χώρες κι αυτός είναι η UNESCO», επισήμανε ο κ. Παπαδόπουλος.
Σήμερα ο πάροχος υπηρεσιών τσουνάμι (TSPs) της Ομάδας ICG/NEAMTWS υποστηρίζεται τεχνικά από πέντε εθνικά κέντρα, αυτά της Πορτογαλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Σημαντικότατη πρόκληση είναι η εξασφάλιση γρήγορων και αξιόπιστων μεταδόσεων προειδοποιήσεων για τσουνάμι, τις οποίες σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που έχουν συμφωνηθεί στην UNESCO, τα πέντε κέντρα στέλνουν με τρεις τρόπους ταυτόχρονα (email, fax και GTS) και μετά οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας πρέπει να χρησιμοποιούν εξίσου αξιόπιστα συστήματα, για να πάει προς τα κάτω το μήνυμα.
Τα πέντε κέντρα της Ομάδας ICG/NEAMTWS συνεργάζονται μεταξύ τους και έχουν καταρτιστεί συγκεκριμένα πρωτόκολλα ενεργειών, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να αποκλίνει.
«Μόλις γίνει ένας σεισμός ύποπτος για τη γένεση τσουνάμι, δηλαδή μεγέθους άνω των 6, υποθαλάσσιος και επιφανειακός, αμέσως οργανώνεται ένα μήνυμα προειδοποίησης για τσουνάμι. Τα Αστεροσκοπεία της Αθήνας , της Ρώμης κ.ο.κ. στέλνουν στην Πολιτική Προστασία της χώρας τους εντός 8 έως 10 λεπτών αυτό το μήνυμα και η Πολιτική Προστασία κοιτάει πώς αυτό πάει προς τα κάτω, προς τις απειλούμενες περιοχές. Για πολλά χρόνια υπήρχε μία αμηχανία στο θέμα αυτό, δηλαδή τι μπορούμε να κάνουμε πρακτικά, δεδομένου ότι ειδικά εδώ στη Μεσόγειο το περιθώριο αντίδρασης για να προστατευθεί ο γενικός πληθυσμός είναι πολύ περιορισμένος, συχνά μόνο λίγα λεπτά», σημείωσε ο κ. Παπαδόπουλος.
Σημείωσε δε, ότι τον Φεβρουάριο του 2020, όταν ο ίδιος είχε κληθεί στη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής για τον νέο νόμο πολιτικής προστασίας, που ψηφίστηκε και ισχύει τώρα, είχε θέσει το θέμα της προετοιμασίας της ελληνικής πολιτείας για το ενδεχόμενο τσουνάμι:
«Προσέξετε το αυτό, μία φορά θα χρειαστεί η χώρα. Τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι», είχε πει στην παρέμβασή του και λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2020 στον μεγάλο σεισμό της Σάμου «για πρώτη φορά όχι μόνο στην Ελλάδα , αλλά συνολικά στον ευρωπαϊκό χώρο και στη Μεσόγειο χρησιμοποιήθηκε το 112».
«Το θεωρώ πολύ σημαντικό βήμα παρά τα μειονεκτήματα που παρατηρήθηκαν. Πρωτοπορήσαμε οι Έλληνες σε αυτό, υπάρχει τρόπος να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο το σύστημα -είμαι βέβαιος – έτσι ώστε η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος που μας δίνει τη δυνατότητα μέσα σε 10 λεπτά να στείλουμε την προειδοποίηση, να γίνει ακόμη καλύτερη από επιχειρησιακή άποψη πλέον», πρόσθεσε.
Σε πιο άμεσο κίνδυνο στην περίπτωση γένεσης τσουνάμι βρίσκονται οι παράκτιες περιοχές που βρίσκονται κοντά στο επίκεντρο της σεισμικής δόνησης.
Εκεί, όσοι βρίσκονται κοντά σε ακτές και αισθανθούν το σεισμό θα πρέπει να απομακρυνθούν άμεσα, χωρίς να περιμένουν οποιουδήποτε είδους ενημέρωση και άρα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να το κάνουν, μέσα από επιμορφωτικές δράσεις, σε περιοχές υψηλού κινδύνου.
«Η πιο δύσκολη περίπτωση γενικώς αφορά τις παράκτιες περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά στην εστία του σεισμού που παράγει το τσουνάμι. Αυτό το είδαμε στη Σάμο το 2020. Στη Βόρεια Σάμο το πρώτο κύμα έφτασε μόνο σε 4 λεπτά. Πώς το ξέρουμε; Δεν είχαμε όργανα αλλά βίντεο και τα αξιοποιήσαμε για πρώτη φορά σε σχετική μελέτη μας. Καταγράφηκαν από αξιόπιστες κάμερες. Σε τέσσερα λεπτά έφτασαν τα κύματα. Εκεί το σύστημα δυστυχώς δε νομίζω ότι προλαβαίνει να δώσει προειδοποίηση. Εκεί επεμβαίνει αυτό που λέγεται ενημέρωση, πληροφόρηση και εκπαίδευση του πληθυσμού. Η βασική οδηγία λέει: “Μόλις αισθανθείτε σεισμό σε παράκτια περιοχή, απομακρύνεστε αμέσως στα ενδότερα. Δεν προλαβαίνετε να ακούσετε προειδοποίηση, δεν περιμένετε να πάρετε μήνυμα από το 112, ή να πληροφορηθείτε από τα ΜΜΕ τι ακριβώς συμβαίνει. Αμέσως, ακαριαία, διότι το κύμα φτάνει αστραπιαία”. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια και σε έναν άλλον τομέα, την επιμόρφωση, εκπαίδευση, ενημέρωση. Θέλει εκπαίδευση και των ίδιων των στελεχών , των σωμάτων και των υπηρεσιών», εξήγησε ο κ. Παπαδόπουλος.
Όπως διευκρίνισε, στη Σάμο μετά και την εμπειρία του 2020 οι δύο δήμοι προχώρησαν σε σειρά ενεργειών: «Ανέθεσαν μία μελέτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών -συμμετείχαμε και συμβάλλαμε κι εμείς- για τον κίνδυνο του σεισμού και του τσουνάμι, όπου χαρτογραφήθηκε για πρώτη φορά ο βαθμός κινδύνου στις ακτογραμμές του νησιού. Δεν είναι ο ίδιος παντού, εξαρτάται και από τη μορφολογία των ακτών. Για παράδειγμα, είναι δομημένη μια παράκτια ζώνη, είναι επίπεδη η μορφολογία και ένα ενδεχόμενο τσουνάμι μπορεί με πολύ μεγάλη ευκολία να προχωρήσει μέσα στην ξηρά; Υπάρχουν απότομες πλαγιές άρα δεν ευνοείται η αναρρίχηση του τσουνάμι; Όλα αυτά ελήφθησαν υπόψη και δόθηκε μια χαρτογράφηση στις ακτές του νησιού για πρώτη φορά. Επίσης ήδη έχει κάνει ο Δήμος Σάμου κάποιες προσπάθειες να υπάρξει περισσότερη ενημέρωση του πληθυσμού στο θέμα αυτό, όπως έχουν γίνει και σε άλλα νησιά, στη Ρόδο, την Κω, την Κρήτη, όπου έχουμε κάνει και ασκήσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ΟΗΕ έχει από το 2016 θεσπίσει την 5η Νοεμβρίου εκάστου έτους ως ημέρα ενημέρωσης για το τσουνάμι. Οι προσπάθειες συνεχίζονται και εντείνονται».
Η μελέτη του καθηγητή Σεισμολογίας του ΑΠΘ Θεόδωρου Τσάπανου ξεκίνησε μετά τον σεισμό των 5,3 Ρίχτερ τον Ιανουάριο στη Φλώρινα.
Η πιθανότητα να δώσει η περιοχή της Φλώρινας σεισμό μεγέθους 6, 6,5 ή 6,6 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ τα επόμενα 100 χρόνια είναι 69%, 30% και 25%, αντίστοιχα» δήλωσε ο καθηγητής Σεισμολογίας του ΑΠΘ Θεόδωρος Τσάπανος κατά την διάρκεια της παρουσίασης στο δημοτικό συμβούλιο Φλώρινας, των αποτελεσμάτων ερευνητικού προγράμματος «ανάλυσης και καταγραφής της τοπικής σεισμικής επικινδυνότητας στην περιοχή του Δήμου Φλώρινας».
Αμέσως μετά τον σεισμό της 9ης Ιανουαρίου 2022 μεγέθους Μ=5.4, η περιοχή της Φλώρινας μπήκε στο …μικροσκόπιο των επιστημόνων με τον τομέα Γεωφυσικής και Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό τον Θόδωρο Τσάπανο, να αναλαμβάνει την παρακολούθηση του φαινομένου για λογαριασμό του Δήμου Φλώρινας.
Ο σεισμός και οι εκατοντάδες μικροσεισμοί που καταγράφηκαν είχαν μικρό εστιακό βάθος, από 6 km με μέγιστο τα 20 km ενώ το βάθος από το οποίο προήλθε ο κύριος σεισμός ήταν στα 8 km.
Ένα μικροδίκτυο ψηφιακών σεισμογράφων του εργαστηρίου αναπτύχθηκε σε όλο το γεωγραφικό φάσμα της πόλης, σε δημόσια κτίρια, σχολεία, πανεπιστημιακές αίθουσες, προκειμένου όπως αναφέρει ο κ. Τσάπανος «να υπάρξει λεπτομερής καταγραφή της μικροσεισμικής δραστηριότητας, να γίνουν μετρήσεις γεωηλεκτρικής διασκόπησης σε μεγάλη έκταση για την αποτύπωση των γεωλογικών σχηματισμών και πιθανών ενεργών ρηγμάτων».
Σύμφωνα με την μελέτη «ο σεισμός της 9ης Ιανουαρίου 2022 έγινε σε ένα ρήγμα 8.5 χιλιομέτρων. Ήταν επιφανειακός όπως και οι μετασεισμοί του. Ο σεισμός έγινε σε ένα μέρος κομματιού τεκτονικής δομής που «έσπασε» και που η συνέχεια της φθάνει μέχρι τα Μπίτολα», η οποία ωστόσο όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες «παρέμεινε ανενεργή σε όλη την διάρκεια της μελέτης».
Στο ερώτημα γιατί οι σεισμοί και οι εκατοντάδες μετασεισμοί που ακολούθησαν γίνονται έντονα αισθητοί στους πολίτες ο κ. Τσάπανος εξήγησε ότι οφείλεται στο γεγονός ότι «το επίκεντρο όλων αυτών ήταν πολύ κοντά στην πόλη, ήταν σε μικρό εστιακό βάθος και η κατευθυντικότητά τους ήταν προς την πόλη».
Ανέφερε ότι υπάρχει πιθανότητα 59.58% για σεισμό με μέγεθος 6 μέχρι το 2030 και ότι η πιθανότητα να δώσει η περιοχή σεισμό με μέγεθος 6, 6,5 ή 6,6 Ρίχτερ τα επόμενα 100 χρόνια είναι 69%, 30% και 25%, αντίστοιχα.
Ο δήμαρχος Φλώρινας Βασίλης Γιαννάκης, σημείωσε ότι τα στοιχεία που συλλέχτηκαν από το δίκτυο ψηφιακών σεισμογράφων που αναπτύχθηκαν σε όλο τον δήμο, συνέβαλαν καθοριστικά στην απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας στην καθ’ υπέρβαση εισαγωγή των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Δύο ενεργά σεισμικά ρήγματα πολύ κοντά στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκαν έπειτα από μελέτη που διενεργήθηκε από την ομάδα του αναπληρωτή καθηγητή Τεκτονικής Γεωλογίας, Γεωπεριβάλλοντος και Φυσικών Καταστροφών και διευθυντή του Εργαστηρίου Ορυκτολογίας – Γεωλογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννη Παπανικολάου. Πρόκειται για το ρήγμα Ασσήρου – Κριθιάς και τη ζώνη ρήγματος Δρυμού.
Ο κ. Παπανικολάου έδωσε διευκρινήσεις στο grtimes.gr για τη ζώνη ρήγματος του Δρυμού: «υπήρχε σε ένα χάρτη της δεκαετίας του ’90 ως ζώνη με πιθανή ενεργή δομή, με τους συναδέλφους να έχουν ενδείξεις για την ύπαρξη του, ωστόσο τα μέχρι τότε δεδομένα που είχαν στη διάθεσή τους. δεν τους επέτρεπαν να καταλήξουν στο εάν είναι ενεργό ή όχι.
Αυτή η μελέτη αποδεικνύει ότι όντως αυτό το ρήγμα είναι ενεργό». «Τα μεγάλα ρήγματα δημιουργούν πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις και τα εντοπίζεις σαφώς πιο εύκολα. Τα συγκεκριμένα, δίνουν σεισμούς πιο αραιά στο χρόνο.
Μάλιστα, στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν αρκετά ρήγματα με χαμηλούς ρυθμούς ολίσθησης, γεγονός που δυσκολεύει τον εντοπισμό τους. Πρέπει να κινηθείς πολύ συγκεκριμένα για να μπορέσεις να τα ανακαλύψεις», τόνισε ο κ. Παπανικολάου.
Σύμφωνα με τον κ. Παπανικολάου «τα μέγιστα σεισμικά μεγέθη εκτιμώνται έως 6,2 με 6,4 βαθμούς με εξαίρεση την πιο ακραία πιθανότητα εμπλοκής και της ζώνης Γερακαρού – Λητής για τον Δρυμό.
Τα τελευταία γεγονότα, έχουν χρονολογηθεί πριν από περίπου 4.000 χρόνια γι’ αυτό και δεν έχουν αποτυπωθεί στην ιστορική σεισμικότητα».
Επιπλέον ξεκαθαρίζει ότι «αν και τα δύο ρήγματα βρίσκονται πολύ κοντά στον πολεοδομικό ιστό της Θεσσαλονίκης (περίπου 20 με 25χλμ), λόγω της αντίρροπης κλίσης τους προς την πόλη (το ένα κινείται προς τον Βορρά και το δεύτερο Βορειοανατολικά) δεν αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές σε πιθανή επαναδραστηριοποίησή τους».
Τέλος αναφερόμενος στα οφέλη της έρευνας, ο κ. Παπανικολάου σημείωσε ότι «είναι καλό να γνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο σεισμικές πηγές που πλέον ξέρουμε ακριβώς και το που βρίσκονται και πότε έδρασαν.
Είναι καλό που γνωρίζουμε ότι δίνουν αραιά στο χρόνο σεισμό. Χρειάζεται βέβαια μια εγρήγορση, καθώς αυξάνεται η ποσοτικοποίηση των σεισμών που μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον, όμως ταυτόχρονα αποτελεί και χρήσιμο εργαλείο για τυχόν επέκταση των πολεοδομικών στοιχείων.
Σ’ αυτά τα σημεία δεν πρέπει να υπάρχει οικιστική και βιομηχανική ζώνη. Στο πλαίσιο αυτό, τέτοιου είδους μελέτες μας βοηθούν αφάνταστα».
Η χώρα μας έζησε ακόμη έναν μεγάλο σεισμό, εκείνον στην Ελασσόνα, ωστόσο η πλέον πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ελλάδας, η Αττική, είναι περιτριγυρισμένη από ενεργά ρήγματα που ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούν να δώσουν πολλά Ρίχτερ!
Οι επιστήμονες έχουν καταγράψει έναν μεγάλο αριθμό ενεργών ρηγμάτων, μικρού ή μέσου μεγέθους, τόσο στον αστικό ιστό της Αθήνας όσο και της Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, παρά το σχετικά μικρό μέγεθός τους και το μικρό σεισμικό δυναμικό τους- στην Αθήνα υπολογίζεται πιθανό μέγεθος σεισμού ως 6,2 ρίχτερ και στη Θεσσαλονίκη ως 6,5 ρίχτερ-, η εγγύτητά τους με τμήματα των πολεοδομικών συγκροτημάτων οδηγεί στην κατακόρυφη αύξηση της σεισμικής επικινδυνότητας.
Τα μικρά ρήγματα πλησίον των αστικών περιοχών έχουν αποκτήσει ξεχωριστή σημασία, ιδιαίτερα μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της Αθήνας το 1999, ο οποίος προήλθε από την ενεργοποίηση του άγνωστου ως τότε νεοτεκτονικού ρήγματος της Νότιας Πάρνηθας- Φυλής.
Ο Παναθηναϊκός νίκησε 68-61 τον Ολυμπιακό και έκανε το 14/14 στη Stoiximan.gr Basket League. Τρία…
aade.gr - λοταρία αποδείξεων - TAXISnet: Πραγματοποιήθηκε η νέα λοταρία αποδείξεων από την ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητη Αρχή…
"Πρέπει να το δούμε ως την κατάλληλη στιγμή, το συζητάμε 25 χρόνια, όλοι ξέρουν ποια…
Θέση κατά της συμμετοχής της εκκλησίας στα συλλαλητήρια για το Σκοπιανό παίρνει ο μητροπολίτης Μεσσηνίας,…
Νεκρός βρέθηκε ο επιβάτης (περίπου 60 ετών) του Blue Star Naxos που πήδηξε στη θάλασσα…
Τις 600.000 πλησιάζουν τα ανασφάλιστα οχήματα που κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους, με ό,τι μπορεί να…