Τράπεζες: Μπορεί η χώρα μας να πασχίζει να βγει από τη δημοσιονομική χρήση της 15ετίας ωστόσο με τα χρέη που συσσωρεύουν οι τράπεζες αυτό μοιάζει ολοένα και πιο απίθανο!
Τορπίλη στη δημοσιονομική πολιτική της χώρας αποτελεί η εγγραφή στο δημόσιο χρέος των εγγυήσεων που έχει χορηγήσει και θα χορηγήσει στη συνέχεια η κυβέρνηση στις τράπεζες, στο πλαίσιο του Ηρακλή Ι και ΙΙ.
Η Eurostat και οι θεσμοί ενημέρωσαν το οικονομικό επιτελείο για το αυτονόητο. Ότι δηλαδή, από τη στιγμή που δόθηκαν οι εγγυήσεις του Δημοσίου στις τράπεζες, για να προχωρήσουν στις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων, στο πλαίσιο των προγραμμάτων «Ηρακλής», τα ποσά θα πρέπει να εγγραφούν κάπου στα «λογιστικά βιβλία» του δημοσίου και ο χώρος εγγραφής τους είναι το δημόσιο χρέος.
Αυτό σημαίνει μια πρόσθετη επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος κατά τουλάχιστον 23 δισ. ευρώ ή 13 εκατοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Αν μάλιστα συνυπολογιστεί και η ικανοποίηση του νέου αιτήματος της Alpha Bank για την ένταξη στον Ηρακλή ΙΙ για ποσό εγγυήσεων ύψους 3,4 δις. ευρώ, το ποσό εκτινάσσεται στα 26,4 δισ. ευρώ ή κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Πρακτικά, αυτό θα σημάνει, εκτός των άλλων και την εφαρμογή «μνημονιακής πολιτικής» προκειμένου να μειωθεί, μεσοπρόθεσμα, το ύψος του χρέους, δηλαδή αναβολές στις μειώσεις φόρων.
Στην πράξη, η ένταξη των εγγυήσεων του Ηρακλή στο δημόσιο χρέος σημαίνει ότι:
- Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει τα 400 δισ. ευρώ. Για το τέλος του 2021 εκτιμάται από το υπουργείο Οικονομικών ότι θα αυξηθεί στα 386,32 δισ. ευρώ ή στο 218,4% του ΑΕΠ, αλλά με την προσθήκη των τραπεζικών εγγυήσεων εκτινάσσεται στα 412.720 εκατ. ευρώ ή στο 233,4% του ΑΕΠ.
- Το χρέος Γενικής Κυβέρνησης θα υπερβεί τα 370 δισ. ευρώ. Για το τέλος του 2021 υπολογίζεται από το ΥΠΟΙΚ ότι θα διαμορφωθεί σε 350 δισ. ευρώ ή στο 197,9% του ΑΕΠ. Με την προσθήκη των τραπεζικών εγγυήσεων το ύψος του χρέους Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται στα 376,4 δισ. ευρώ, ή στο 212,8% του ΑΕΠ.
Μετά την έκρηξη του χρέους λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δημιούργησε η πανδημία, και το αύξησε πάνω από το 200% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να έχει το δεύτερο υψηλότερο χρέος παγκοσμίως μετά την Ιαπωνία, τα χειρότερα έρχονται, λόγω τραπεζών.
Η αύξηση του χρέους τόσο ποσοτικά, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μεταβάλλει άρδην τη στάση των οίκων αξιολόγησης και θα φρενάρουν τις όποιες αναβαθμίσεις είχαν διάθεση να κάνουν στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Το γεγονός αυτό, θα διατηρήσει επί μακρόν την Ελλάδα, εκτός της επενδυτικής βαθμίδας, που σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν θα είναι επιλέξιμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τώρα είναι επιλέξιμα λόγω του PEPP, ένα μέτρο που λήφθηκε στο πλαίσιο των μέτρων ανάσχεσης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού.
Εφόσον λήξει το PEPP την άνοιξη, τα ελληνικά ομόλογα θα βρεθούν στα… αζήτητα των αγορών, θα μειωθούν οι τιμές τους στη δευτερογενή αγορά και θα αυξηθούν τα επιτόκιά τους.
Για να ξεπεράσει το σκόπελο η ελληνική οικονομία απαιτούνται εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, ώστε να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τράπεζες: Γιατί δεν χορηγούν δάνεια
Την ίδια ώρα, οι τράπεζες να διαλαλούν πως οι στρόφιγγες άνοιξαν και μοιράζουν δάνεια αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Δείτε στο xristika.gr τι ισχύει…
έντε, τουλάχιστον, λόγους επικαλούνται οι τράπεζες για το γεγονός ότι κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, με την κυβέρνηση να παρακολουθεί απαθής και να προβαίνει απλά σε χλιαρές συστάσεις.
Παρά το γεγονός ότι έχει αυξηθεί εντυπωσιακά η ρευστότητά τους την περίοδο της πανδημίας, με τις καταθέσεις να έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 30 δισ. ευρώ, εντούτοις εξακολουθούν και δεν χορηγούν δάνεια στις επιχειρήσεις.
Τους λόγους για τους οποίους που εμποδίζουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, παρουσίασε στη Βουλή ο πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Βασίλης Ράπανος και όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση της χρηματοδότησης.
Ειδικότερα ο βασικότερος λόγος είναι η χαμηλή ή ανύπαρκτη πιστοληπτική ικανότητα και η εγγραφή στις λίστες του ΤΕΙΡΕΣΙΑ, χιλιάδων επιχειρήσεων.
Αιτία είναι η δεκαετής περιπέτεια των μνημονίων, που εκτόξευσε στα ύψη τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια και φράκαρε η λίστα του ΤΕΙΡΕΣΙΑ.
Όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες είναι αποκλεισμένοι από την τραπεζική χρηματοδότηση, όχι μόνο στο άμεσο μέλλον αλλά και μεσοπρόθεσμα.
Ταυτόχρονα, μια άλλη κατηγορία επιχειρηματιών, δεν μπορούν να λάβουν τραπεζικό δάνειο, επειδή έχουν ήδη παλαιά δάνεια τα οποία είναι μεν «πράσινα», αλλά συγχρόνως έχουν και οφειλές προς την Εφορία και προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία, με αποτέλεσμα να θεωρούνται υπερδανεισμένοι και επισφαλής η νέα χρηματοδότηση.
Τους λόγους για τους οποίους οι τράπεζες κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες, ανέλυσε ο πρόεδρος της ΕΕΤ, Βασ. Ράπανος, ο οποίος κωδικοποίησε τις αιτίες απόρριψης των αιτημάτων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Το μήνυμα που έστειλε είναι ότι, «δεν μπορούμε όμως να παραβιάσουμε βασικές αρχές υγιούς χρηματοδότησης και τα κριτήρια που επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα». Όσο για τους λόγους που δεν επιτρέπουν τις εκταμιεύσεις νέων δανείων αυτοί είναι οι ακόλουθοι:
- Χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα: Από την αξιολόγηση του πελάτη, προκύπτει δυσμενής διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας (SMEs Rating) ή / και σε συνδυασμό με ληξιπροθεσμίες στην αποπληρωμή των εν γένει υποχρεώσεων, ή εντοπίστηκαν σημαντικά δυσμενή στοιχεία ή διαπιστώθηκε η ύπαρξη οφειλών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κόβεται το 60,5% των αιτημάτων.
- Μη σκόπιμη επένδυση: Η προτεινόμενη επένδυση δεν κρίνεται σκόπιμη, βάσει της επιχειρηματικής δραστηριότητας του υποψήφιου δανειολήπτη. Για τον συγκεκριμένο λόγο, κόβεται το 16,1% των αιτήσεων.
- Μη διαφαινόμενη δυνατότητα αποπληρωμής των αιτουμένων: Ο πελάτης παρουσιάζει συνεχόμενες ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις σε συνδυασμό με απουσία άλλων πηγών εισοδήματος (πέραν της επιχειρηματικής δραστηριότητας) ή είναι υπερδανεισμένος, ή ο κύκλος εργασιών του είναι περιορισμένος και απαγορευτικός για χρηματοδότηση ή υπάρχει πληροφόρηση από το Κατάστημα ως προς αντενδείξεις για την επιχείρηση που δεν προκύπτουν με άλλο τρόπο. Για τους λόγους αυτούς κόβεται το 14,1% των αιτήσεων.
- Μη προσφορά των απαιτούμενων εξασφαλίσεων: Ο πελάτης δεν προσφέρει τις απαιτούμενες ενοχικές ή εμπράγματες εξασφαλίσεις και απορρίπτεται το 2,0% των αιτημάτων.
- Ανεπαρκής Ίδια Συμμετοχή: Ο επιχειρηματίας δεν προσφέρει το απαιτούμενο ύψος της ίδιας συμμετοχής στο επενδυτικό σχήμα, που οδηγεί στην απόρριψη του 0,4% των αιτημάτων.
Παράλληλα υπάρχουν και άλλοι λόγοι που οδηγούν στην απόρριψη του 7% των αιτημάτων και αυτοί είναι μεταξύ άλλων η μη επιλεξιμότητα σε εγγυοδοτικά προγράμματα, η μη ανταπόκριση σε απαίτηση για διευκρινίσεις, μη προσκόμιση δικαιολογητικών, η ύπαρξη αφανών φορέων με αντενδείξεις κ.α.