Τράπεζες: Μπροστά σε ένα πρόβλημα που δεν φαντάζονταν ποτέ πως θα βρίσκονταν είναι οι ελληνικές τράπεζες, με τον… πονοκέφαλο να αποτελεί η λύση που δεν βρίσκεται!
Με όχι και τόσο καλό… μάτι βλέπουν οι τράπεζες τη συνεχιζόμενη συσσώρευση καταθέσεων και το 2021, μετά από μια χρονιά-ρεκόρ που εκτόξευσε την ιδιωτική αποταμίευση κατά 20,6 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ημερησίας», το πρώτο τρίμηνο του 2021 οι καταθέσεις σε μία εκ των συστημικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει διατήρηση των ισχυρών ρυθμών αποταμίευσης εν μέσω πανδημίας.
Πηγή του Ευρωσυστήματος αναφέρει στην «Η» ότι ο κύριος λόγος ανησυχίας για το φαινόμενο αυτό είναι κατά πόσο οι Έλληνες θα δαπανήσουν τη ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει προκειμένου να επανεκκινήσει η οικονομία ή εάν θα πρυτανεύσει η ανασφάλεια οδηγώντας τα νοικοκυριά σε παρατεταμένη αποθησαύριση.
«Αν χρονίσει η περαιτέρω συσσώρευση αποταμιεύσεων, θα είναι πρόβλημα καθώς δεν θα συμβάλλει στη δαπάνη που απαιτείται για την ανάκαμψη της οικονομίας», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η συσσώρευση της ρευστότητας είναι αποτέλεσμα δύο βασικών παραγόντων: την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας λόγω των παρατεταμένων lockdown και των μέτρων ενίσχυσης που έλαβε η Πολιτεία μέσω επιδομάτων στήριξης και αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμών προς τις τράπεζες και το Δημόσιο.
Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2020, οι καταθέσεις των νοικοκυριών, που αποτελούν το κύριο μέρος (80% περίπου) των καταθέσεων του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, σημείωσαν άνοδο κατά 10,0 δισ. το 2020, έναντι 6,6 δισ. ευρώ το 2019, και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής τους επιταχύνθηκε ελαφρά κυρίως κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους που η χώρα εισήλθε εκ νέου σε lockdown.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η επανεκκίνηση της οικονομίας μέσα στους επόμενους -καλοκαιρινούς- μήνες αναμένεται να συνοδευτεί από σταδιακή απόσυρση των «μαξιλαριών» ρευστότητας που διατηρούν στις τράπεζες νοικοκυριά και καταθέσεις.
Επιπλέον, σταδιακά θα αποσύρονται και τα ευνοϊκά μέτρα που λήφθησαν εν μέσω πανδημίας όπως τα μορατόρια των τραπεζών και η αναστολή των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης της επιστρεπτέας προκαταβολής, οδηγώντας σε μείωση τη στάθμη των καταθέσεων.
Μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης που στέρεψε τη ρευστότητα από τις τράπεζες, θα μπορούσε κανείς να αναμένει ανακούφιση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων που βλέπουν το ύψος των καταθέσεων να αυξάνεται ραγδαία τον τελευταίο χρόνο.
Η μεγάλη διαφορά, όμως, σε σύγκριση με 10 ή 15 χρόνια νωρίτερα είναι το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων, το οποίο καθιστά τη διακράτηση της ρευστότητας δαπανηρή για τις τράπεζες της Ευρωζώνης.
Σήμερα, τα επιτόκια των καταθέσεων στη χώρα διατηρούνται σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρονται στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά υποχώρησαν περαιτέρω το 2020 έναντι του προηγούμενου έτους και διαμορφωθήκαν κατά μέσο όρο σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 0,20%. Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, Γιάννη Στουρνάρα και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ, η επεκτατική νομισματική πολιτική θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το 2023.
Οπως αναφέρει ο ίδιος, τα χαμηλά επιτόκια αποτελούν ευκαιρία για ανάπτυξη αλλά και κίνδυνο εάν οι τράπεζες δεν εκμεταλλευθούν το ρεκόρ ρευστότητας για τα ελληνικά δεδομένα και εάν δεν προχωρήσουν όλες οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν περιθώρια στην άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Τράπεζες: Η θέση της Alpha Bank
Tον Φεβρουάριο, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσίασαν ετήσια αύξηση κατά 14,9%, έναντι 15,3%, τον προηγούμενο μήνα και διαμορφώθηκαν σε 162,6 δισ.ευρώ, έναντι 161,9 δισ.ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 9,9%, σε ετήσια βάση, σε 127,3 δισ.ευρώ, οι οποίες αποτελούν το 78% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, ενώ ανοδικά κινήθηκαν και οι καταθέσεις των επιχειρήσεων (+37,4%), σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο 2020.
Η μηνιαία καθαρή ροή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, τον Φεβρουάριο, διαμορφώθηκε σε 741 εκατ. ευρώ και προήλθε από την αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 304 εκατ. ευρώ και των επιχειρήσεων κατά 437 εκατ.ευρώ.
Όπως αναφέρουν οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο Oικονομικό Δελτίο της τράπεζας, η άνοδος των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, την περίοδο Μαρτίου 2020-Φεβρουαρίου 2021, ανήλθε συνολικά σε 21,2 δισ. ευρώ (σύνολο μηνιαίων καθαρών ροών), γεγονός που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας που υπάρχει, λόγω της πανδημίας, για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στο Οικονομικό Δελτίο που εκδίδει η τράπεζα, τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της οικονομίας, αλλά και η ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην σημαντική αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα που παρατηρήθηκε από την έναρξη της πανδημίας.
Το σύνολο των καταθέσεων της εγχώριας οικονομίας στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και τις καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης, διαμορφώθηκε, τον Φεβρουάριο, σε 171,6 δισ. ευρώ. Οι καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκαν σε 8,9 δισ.ευρώ, σημειώνοντας πτώση κατά 779 εκατ.ευρώ, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα και κατά 41,5%, σε ετήσια βάση.
Τράπεζες: Ποια είναι τα… δημοφιλέστερα δάνεια
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που προκύπτει από τη μελέτη της ΕΒΑ και ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τις ελληνικές τράπεζες σχετίζεται με τα δάνεια. Οι τράπεζες προτιμούν να χορηγούν δάνεια με εξασφαλίσεις, δηλαδή στεγαστικά και επιχειρηματικά.
Όμως, από στοιχεία που ανέλυσε η ΕΒΑ προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό υπερχρεωμένων νοικοκυριών προέρχεται από στεγαστικά δάνεια και όχι από καταναλωτικά χωρίς εξασφαλίσεις.
Μάλιστα, τα δάνεια με εξασφαλίσεις αποτελούν τον υψηλότερο όγκο δανείων σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο και, επομένως, ενέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο στους ισολογισμούς τους.
Σε ό,τι αφορά στα καταναλωτικά δάνεια και, κυρίως, εκείνα που αφορούν στην αγορά αυτοκινήτων, οι τράπεζες προσπαθούν να τα προσφέρουν μέσω εμπορικών συνεργατών και άλλων μη παραδοσιακών τραπεζικών ιδρυμάτων.
Έτσι, μετακυλίεται αφενός ο κίνδυνος από το τραπεζικό ίδρυμα στον καταναλωτή και σε χρηματοοικονομικές και εμπορικές μονάδες που δεν είναι άμεσα εποπτευόμενα ή δεν εμπίπτουν στους αυστηρούς εποπτικούς κανόνες των εθνικών αρχών και της ΕΚΤ.
Από την πλευρά τους, τράπεζες και εθνικές αρχές ανταγωνισμού απαντούν ότι η τάση πλέον των καταναλωτών είναι η ζήτηση για online και άμεσες χρηματοδοτήσεις για τρέχουσες ανάγκες είτε μέσω της τράπεζας είτε μέσω των εμπόρων.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο ψηφιακός μετασχηματισμός των τραπεζών, με τον οποίο θα ενισχυθούν οι ψηφιακές πωλήσεις όλων των προϊόντων (καταθέσεις, δάνεια, ασφάλεια) αλλά και η διασύνδεση των εμπόρων με το τραπεζικό σύστημα μέσω τεχνολογιών API.
Επιπλέον, στα δάνεια, η ΕΒΑ διαπίστωσε ότι υπάρχει ζήτηση για δάνεια σε ξένο νόμισμα, αλλά οι τράπεζες δεν εμφανίζονται τόσο πρόθυμες να ικανοποιήσουν τη ζήτηση αυτή προκειμένου να αποφύγουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο (για τις ίδιες και για τον πελάτη που τελικά ο κίνδυνος του πελάτη θα επιστρέψει στην τράπεζα).