Τρύφων Καρατζάς: Πέθανε ο δημοφιλής ηθοποιός

Τρύφων Καρατζάς: Θλίψη σκόρπισε στον καλλιτεχνικό κόσμο η είδηση ότι ο αγαπημένος ηθοποιός Τρύφων Καρατζάς πέθανε σε ηλικία 83 ετών.

Η ηθοποιός Δανάη Μπάρκα αποχαιρέτησε τον σπουδαίο ηθοποιό με μία φωτογραφία που πόσταρε στην προσωπική της σελίδα στο facebook κι έγραψε: «Αντίο Τρύφωνα Καρατζά. Πάντα θα θυμάμαι την ευγένεια και το χαμόγελό σου στην αυλή του σπιτιού μας».

Σημειώνεται, πως πριν ενάμιση χρόνο είχε ένα ατύχημα και χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση και να μείνει ένα διάστημα μακριά από το θέατρο. Τότε είχε επανέλθει και όπως είχε δηλώσει: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το θέατρο. Η υγεία μου έχει βελτιωθεί και περιμένω τη στιγμή που θα επιστρέψω στη σκηνή. Δεν είναι εύκολο να κάθεσαι στον καναπέ. Ο καναπές προμηνύει ότι περιμένεις τον θάνατο».

Υπενθυμίζεται, πως πριν από περίπου 25 χρόνια, ο Τρύφων Καρατζάς ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της σειράς Λαβ Σόρρυ που παρακολουθούσε ανελλιπώς το τηλεοπτικό κοινό, ενσαρκώνοντας τον πατέρα της Λίλης.

Τρύφων Καρατζάς: Φιλμογραφία

  • Ερωτικές ιστορίες (1959)
  • Ο εμποράκος (1967) [Γρηγόρης Κωνσταντινίδης]
  • Ο Λαμπίρης εναντίον των παρανόμων (1967) [Ρομπούλης]
  • Εκείνοι που ξέρουν ν’ αγαπούν (1968)
  • Πληγωμένα νιάτα (1969)
  • Σκιές στην άμμο (1970)
  • Βία & γοητεία (1989) [Αργύρης Κοσμίδης]
  • Ζιγκολό (1993)
  • Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο (2001) [Βύρων Δελαφράγκας (Γιάννης Νικολάου)

Τρύφων Καρατζάς: Μια εκ βαθέων εξομολόγηση

Διαβάστε τη συνέντευξη που είχε δώσει ο αγαπημένος ηθοποιός στην εφημερίδα «Espresso» το 2016:

Μια ζωή γεμάτη θέατρο. Μια «παράσταση» που διαρκεί πάνω από 60 χρόνια. Ο Τρύφων Καρατζάς μάς υποδέχτηκε με θέρμη και μας μίλησε για όλα όσα τον συγκινούν, τον εκνευρίζουν, τον εντυπωσιάζουν. Ανθρωπος χαμηλών τόνων, ποτέ δεν απασχόλησε με την προσωπική ζωή του. Το κύριο μέλημά του καθ’ όλη τη θητεία του στην τέχνη ήταν να την υπηρετήσει με όλο του το είναι.

Μιλά πάντα με έργα και όχι με λόγια. Το σανίδι για εκείνον είναι το φυσικό περιβάλλον του. Βλέποντάς τον να εκφράζεται με τόσο πάθος γι’ αυτό σκέφτομαι ότι είναι το οξυγόνο του. Για τον ίδιο δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός το να γίνει πλούσιος μέσα από την υποκριτική, η οποία, όπως λέει, απαιτεί κάματο, θυσίες και μόχθο. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή δεν παίζει ρόλο, «είναι» ο ρόλος του. Φέτος συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Οι 12 ένορκοι» στο θέατρο Αλκμήνη, η οποία πέρυσι ήταν sold out. Και όχι τυχαία. Τίποτα δεν ήταν εύκολο στη ζωή του.

Ολα τα κατέκτησε με κόπο. Παιδί της Κατοχής, πείνασε, υπέφερε, εργάστηκε για να πάει το μεροκάματο στον πατέρα του. Ομως το άστρο του φάνηκε ότι θα λάμψει από πολύ νωρίς», όταν έψελνε στην εκκλησία με την τόσο καθάρια φωνή του σε ηλικία 11 χρόνων. Αφού επιβίωσε από τις κακουχίες, μπήκε στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών με υποτροφία, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Πάντειο. Ευτυχώς που κέρδισε την υποτροφία, καθώς οι 25 δραχμές που ήταν τα δίδακτρα τον μήνα θα ήταν δύσκολο να πληρωθούν διαφορετικά. Την πρώτη φορά που οι εφημερίδες έγραψαν το όνομά του, ο πατέρας του επέστρεψε τρέχοντας από το καφενείο και του είπε: «Διάβασαν το όνομά σου στην εφημερίδα. Τι έκανες;» Τελικά αυτό που έκανε ήταν μεγάλη και αξιοπρεπή καριέρα.

Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια σας;

Είμαι παιδί της Κατοχής και αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ζωής μου, διότι, εκτός από τους κατακτητές, είχαμε πείνα, δυστυχία, σχολεία διαλυμένα.

Με χίλιες προσπάθειες οι καημένοι γονείς μου προσπαθούσαν να συντηρήσουν εμένα και τον αδελφό μου τον Δημήτρη, που είναι τέσσερα χρόνια μικρότερός μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο πατέρας μου πήγε με τα πόδια από την Αθήνα στα Καλύβια, γιατί έμαθε ότι πουλάνε πατάτες, αλλά τελικά γύρισε με δύο αγγούρια. Εγώ όμως ήμουν λιγάκι τυχερός, γιατί είχα μια πολύ ωραία παιδική φωνή, που τη λένε soprano, την οποία έχουν τα παιδιά που βρίσκονται στη χορωδία της Βιένης.

Ψέλνατε κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

Στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Ο αρχιψάλτης με άκουσε μια μέρα και με πήρε κοντά του. Κάθε Κυριακή κατά τη διάρκεια της τελετουργίας έψελνα έναν ύμνο. Αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Αθήνα, αφού η λειτουργία μεταδιδόταν από το ραδιόφωνο. Αυτά σε ηλικία 11 χρόνων. Είχαν ζητήσει από τους γονείς μου να με πάρουν στην παιδική χορωδία της Βιένης, όμως εκείνοι αρνήθηκαν να στερηθούν το παιδί τους. Τι εξέλιξη θα είχα δεν ξέρω.

Πιστεύετε στον Θεό;

Τώρα πια δεν πιστεύω σε τίποτα. Εχω περάσει όλα τα στάδια. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο οποίος το 1947 ήταν και αντιβασιλέας, με είχε χειροτονήσει αναγνώστη. Είναι ένας τίτλος που απονέμεται από την Εκκλησία σε απλό άνθρωπο και όχι σε ιερωμένο. Δεν μου είναι αναγκαία η θρησκεία πια. Εχω γίνει πιο ρεαλιστής; Δεν ξέρω.

Συγκρίνετε τα δύσκολα χρόνια που ζήσατε με το τώρα;

Τότε ήμασταν όλοι φτωχοί, αλλά υπήρχε η ανθρώπινη επαφή. Εύκολα σου χτυπούσε ο πλαϊνός την πόρτα για να σου ζητήσει κάτι. Στην πολυκατοικία που είμαστε δεν γνωριζόμαστε. Ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ και λέω σε κάποιον που συναντώ «καλημέρα». Ξαφνιάζεται και αναρωτιέται «γιατί με καλημερίζει;». Αυτό με τρομάζει.

Εχετε αγαπημένα στέκια στην περιοχή όπου μένετε;

Δεν έχω στέκια, γιατί δεν έχω μοναξιά. Δεν με νοιάζει να μείνω μόνος μου σπίτι. Εχω μουσική και βιβλία. Δεν μπορείς να έχεις πάντα την ευτυχία να παίζεις στο θέατρο. Δεν είναι μια μόνιμη δουλειά. Γι’ αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος που μου έχει δοθεί η ευκαιρία και παίζω στην παράσταση «Οι 12 ένορκοι», για την οποία πέρυσι υπήρχε λίστα αναμονής και ελπίζω το ίδιο να συμβεί και φέτος.

Μιλήστε μου για τους γονείς σας.

Ο πατέρας μου ο Γιώργος δούλευε για να συντηρήσει την οικογένεια. Η μητέρα μου η Στέλλα από τη Μικρά Ασία θυμήθηκε μια τέχνη που είχαν εκεί, τα σχοινένια παπούτσια, αυτό που λένε εσπαντρίγια, και άρχισε μόνη της να τα κατασκευάζει με σχοινί, χαρτόνι και πανί. Ολη η καλή Αθήνα ερχόταν στην Αλκαμένους για να τα αγοράσει.

Ετσι κατάφερα να μπω στο γυμνάσιο. Το μεράκι της υποκριτικής εμφανίστηκε στα 18 με 19 χρόνια μου, παρότι στο σχολείο ήμουν εκείνος που έλεγε το πρωί την προσευχή και τραγουδούσε τον Γεροδήμο σε κάθε εκδήλωση του γυμνασίου, με τον Αλέκο Φασιανό να παίζει βιολί.

Στο σχολείο είχατε συμμαθητές τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο…

Δεν κάναμε ιδιαίτερη παρέα, γιατί κάθε οικογένεια είχε τα δικά της προβλήματα, τα οποία τα παιδιά λούζονταν. Δεν μπορείς να είσαι αμέτοχος όταν βλέπεις πως υπάρχει μια φραντζόλα με δελτίο, την οποία η μάνα πρέπει να κλειδώσει στο ντουλάπι για να δώσει σε όλους από μία φέτα το μεσημέρι και μία το βράδυ. Δεν περίμενα ποτέ σε αυτήν την ηλικία να ζήσω κάποιες αναλογίες συνθηκών που θα μου στερήσουν την ποιότητα της ζωής μου. Τον Δεκέμβριο κλείνω 60 χρόνια δουλειάς. Μια ζωή στο σανίδι. Η τέχνη είναι άθλημα αλλά και δουλειά ψυχής. Θέλει πολύ κάματο, κούραση και δόσιμο. Δεν είναι εύκολο.

Πώς απoφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;

Δεν το έχω ξεδιαλύνει. Μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο δούλευα στο γραφείο του πολιτικού μηχανικού Πεχλιβανίδη και απαντούσα στα τηλέφωνα. Θυμάμαι ότι έπαιρνα 20 δραχμές, τις οποίες έπρεπε να πάω στην οικογένεια. Δεν μου ανήκαν, δεν ήταν το χαρτζιλίκι μου. Τότε οι οικογένειες κοίταζαν να τελειώσουν τα παιδιά έστω το γυμνάσιο και να μπουν σε καμιά δουλειά. Μιλάω τώρα για μετά την Κατοχή, γύρω στο ’50. Ο πατέρας μου με πήγαινε στο θέατρο, παρά τα στενά οικονομικά μας.

Μου άρεσε πολύ και ίσως αυτό μέσα μου κάτι μου ξύπνησε. Κάποια στιγμή, επειδή τραγουδούσα, ο περίφημος καθηγητής της φωνητικής Τρανταφύλλου μού είχε πει πως είχα κάτι χορδές που θα μπορούσαν να τραγουδήσουν όπερα, και τενόρου και βαρύτονου. Αυτό ήθελε πολλή σπουδή και χρήματα, οπότε το εγκατέλειψα. Εδωσα εξετάσεις στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών ενώπιον τριών πολύ σπουδαίων, του Δημήτρη Ροντήρη, που ήταν δάσκαλός μου και μου έκανε την τιμή να είμαι από τα ιδρυτικά μέλη του Πειραϊκού Θεάτρου, του Γιάννη Σιδέρη, που ήταν ιστορικός θεάτρου, και του διευθυντή του Ωδείου, του Σαραντάκου, που ήταν εξαίρετος πιανίστας.

Και όλως τυχαίως με δέχτηκαν με υποτροφία. Δηλαδή δεν ζητούσα από τον μπαμπά μου, που θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο, 25 δραχμές τον μήνα για τα δίδακτρα. Το θέατρο δεν το θεωρούσαν επάγγελμα εκείνα τα χρόνια. Μάλιστα, όταν για πρώτη φορά γράφτηκε το όνομά μου στην εφημερίδα, όπως συνήθιζαν τότε να γράφουν στην αρχή της σεζόν για τους θιάσους, ήρθε ο πατέρας μου από το καφενείο το μεσημέρι και με ρώτησε «Μου είπαν ότι διάβασαν το όνομά σου στην εφημερίδα. Τι έκανες;», σαν να είχα διαπράξει έγκλημα. Η μαμά ήταν το στήριγμα. Ηταν από τις παλιού τύπου γυναίκες, που είχαν υπακοή και αλλιώτικη συμπεριφορά απέναντι στον άντρα τους αλλά ήταν και κοκέτα. Λίγο πριν έρθει ο πατέρας μου από τη δουλειά το μεσημέρι, πέταγε την ποδιά, έβαζε λίγο κραγιονάκι, έβγαζε τις παντόφλες, φόραγε γόβες και χτενιζόταν. Αλλη νοοτροπία.

Τρύφων Καρατζάς: Τότε το θέατρο ήθελε παιδεία

Σήμερα όμως ασχολείται με αυτό οποιοσδήποτε.

Οποιοσδήποτε ο οποίος εξαφανίζεται. Επί 60 χρόνια εξακολουθώ να είμαι ενεργός ηθοποιός και κάποιος με χρειάζεται. Κάποιο έργο, κάποιος θίασος. Είναι σημαντικό να έχεις επιβιώσει μόνο από τη δουλειά σου. Δεν έκανα τον ντελιβερά ή τον βιβλιοπώλη, δεν μου χρειάστηκε.

Τι λέτε στα νέα παιδιά που θέλουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του ηθοποιού;

Οποιος μου λέει να γίνει ηθοποιός τού απαντώ «να γίνεις. Εχεις τις αντοχές νευρικού συστήματος και στομαχιού;». Ολοι έχουμε χαλασμένο στομάχι. Οταν τρως για βράδυ στη μία παρά δέκα και το πρωί στις 7 έχεις γύρισμα, είναι λίγο δύσκολα τα πράγματα. Το κακό είναι πως 3.000 άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να γίνουν ηθοποιοί. Βιολί δεν διανοούνται να πιάσουν, γιατί θέλει γνώση, ενώ, σου λένε, ο άλλος τι κάνει; Μιλάει.

Ποια ήταν η πρώτη κινηματογραφική δουλειά σας;

Την πήρα κατά τύχη. Μου είχε πει ο Ανδρέας Ζησιμάτος, όταν παίζαμε με τον Μάνο Κατράκη και τη Μαίρη Αρώνη τη «Βασίλισσα Αμαλία»: «Αύριο έχω γύρισμα στον Ασπρόπυργο για μια ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και θέλουν νέους και νέες για μια σκηνή που γίνεται ένα πάρτι να χορεύουν. Θα πάρεις και ένα 50άρι. Θες να έρθεις;» Πήγα. Κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης μού έδωσε και μια φράση να πω. Η ταινία λεγόταν «Ερωτικές ιστορίες». Ταινίες πολλές δεν έχω κάνει. Στον κινηματογράφο δεν ευδοκίμησα, αλλά το θέατρο το αγάπησα πολύ. Είναι άλλη η αίσθηση με τον κόσμο. Η ανάσα του, η παύση, η σιωπή του.

Ο ηθοποιός είναι ένα μοιραίο επάγγελμα. Μόλις φύγει από τη σκηνή ξεχνιέται. Εκτός αν μείνει στις αναμνήσεις. Στο θέατρο η πρώτη μου παράσταση ήταν «Η δωδέκατη νύχτα».

Ποια συνεργασία σάς έχει μείνει αξέχαστη;

Αυτή με τον Κώστα Μουσούρη. Επί 10 χρόνια ήμουν στον θίασό του με μικρούς και μεγάλους ρόλους. Η ατμόσφαιρα, ο τρόπος συμπεριφοράς, αντιμετώπισης των ανθρώπων, η συνέπεια στην πληρωμή, όλα αυτά με έκαναν να περνάω υπέροχα. Ηταν ένας άνθρωπος με πολύ μεράκι για το θέατρο. Να σκεφτείς ότι πήγαινε το καλοκαίρι στο Λονδίνο για να αγοράσει τις ταπετσαρίες και τα έπιπλα για τον χειμώνα, γιατί το έργο ήταν εγγλέζικο.

Κάνετε επιλεκτικές δουλειές ή για λόγους οικονομικούς;

Επιλεκτικές δουλειές δεν έχω κάνει ποτέ. Ακούω τους συναδέλφους μου να λένε «θα διαλέξω». Τι να διαλέξεις, βρε κακόμοιρε; Είχα από την πρώτη στιγμή που βγήκα στο θέατρο μια αρχή: δεν θα υπηρετήσω τον εαυτό μου, θα υπηρετήσω αυτό που θαυμάζω σαν θεό, τη θεατρική τέχνη, με αποτέλεσμα αυτό να με σώσει. Δεν είχα πρόβλημα αν θα ήταν μικρός ή μεγάλος ο ρόλος.

Η στιγμή του μικρού ρόλου είναι θεϊκή. Εχεις όλα τα βλέμματα επάνω σου. Δυστυχώς σήμερα, πέρα από το μεράκι μου, με ενδιαφέρει πολύ και η κάποια αμοιβή μου από το θέατρο. Μου είναι απαραίτητη. Δυστυχώς. Καταστράφηκε και η τηλεόραση και όσοι παίζουν δεν πληρώνονται. Περάσαμε πολύ καλές στιγμές, μια δεκαετία πλουσιοπάροχα.

Εχετε ζηλέψει κάποιον ρόλο ή ηθοποιό;

Δεν έχω ζηλέψει συνάδελφο αλλά ρόλο, αυτόν του γιατρού στον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Ούτε τον βασιλιά Ληρ θέλω ούτε τον Αμλετ. Αυτά είναι πέραν των δυνατοτήτων μου. Γιατί όλοι πιστεύουν ότι μπορούν να τα κάνουν όλα. Ε, όχι, δεν μπορούν.

Αν γυρίζατε τον χρόνο πίσω θα αλλάζατε επάγγελμα;

Με τίποτα. Εχει τόσο έντονες συγκινήσεις αυτή η τέχνη.

Ησασταν από τους πρώτους ηθοποιούς που έκαναν (ασπρόμαυρη τότε) διαφήμιση. Θα το επαναλαμβάνατε;

Εχω κάνει μία με τον Νίκο Μαστοράκη. Ολοι έχουν κάνει, ακόμη και ο Λόρενς Ολίβιε. Δεν είναι ντροπή. Στο θέατρο δεν βγάζεις λεφτά. Παίρνεις έναν μισθό και με αυτόν δεν έγινε ποτέ κανείς πλούσιος.

Στον Στρατό κάνατε εκφωνήσεις στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων. Τι θυμάστε από εκείνη την περίοδο;

Θα σου πω κάτι που έχει σχέση με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Θα παίζαμε τη «Μαντώ Μαυρογένους» με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Αρώνη στο Ακροπόλ. Ο Μπάρκουλης έκανε τον Υψηλάντη κι εγώ τον γραμματέα του, τον Αναγνωστόπουλο. Η ώρα είχε πάει 6 το πρωί και η γενική δοκιμή δεν είχε τελειώσει. Στις 6.30 έπρεπε να ανοίξω τον σταθμό και να πω το πρώτο δελτίο ειδήσεων, γιατί υπηρετούσα τη θητεία μου. Ο μόνος που είχε αυτοκίνητο εκείνη την εποχή ήταν ο Ανδρέας. Σταματήσαμε την πρόβα, με πήρε όπως ήμασταν ντυμένοι με τα μούσια και τις ρεντιγκότες και φτάνουμε στον σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων στην Κατεχάκη, όπου ο φρουρός τρελαίνεται όταν βλέπει δύο ανθρώπους ντυμένους από άλλη εποχή να του λένε να ανοίξει την πύλη. Και ο καημένος ο Ανδρέας περίμενε να τελειώσω ως τις 7 παρά 10 για να γυρίσουμε στο θέατρο και να συνεχίσουμε.

Ποιο είναι το πιο κολακευτικό σχόλιο για τη φωνή σας;

Μια μέρα που έδινα συνέντευξη σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό μίλησα για το πόσες σελίδες έχω πει και τις υπολόγισα στο ύψος μια πενταώροφης πολυκατοικίας. Δελτία ειδήσεων, ιστορίες, θεατρικά έργα, ελληνική μυθολογία. Και λέω «δεν ξέρω πόσες ώρες πτήσεων έχω στο ραδιόφωνο». Επειτα από λίγο τηλεφώνησε ένας ακροατής και είπε «έχει 127.348 ώρες». Αυτό δεν είναι εντυπωσιακό; Είναι κολακευτικό.

Το θέατρο και η τηλεόραση σήμερα;

Μην τα μπερδεύουμε. Τα τουρκικά ευτυχώς έχουν μειωθεί, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε καλούς παραγωγούς. Κάνουν πρόχειρα πράγματα, όπως να σου φέρνουν το κείμενο την ώρα του γυρίσματος ή να σε παίρνουν τηλέφωνο και να μιλούν για το γύρισμα το οποίο είναι την επόμενη μέρα. Το θέατρο έχει την εύνοια ότι κάνεις 1,5 μήνα πρόβες, μπαίνεις στον χαρακτήρα κάθε ρόλου με το δικό σου αίμα και σάρκα, τα μάτια και την ψυχή. Καλείσαι να ζήσεις ως ένας άλλος άνθρωπος. Να βρεις το κλειδί. Να τον φορέσεις.

Πώς νιώθετε που μερικά από τα σίριαλ στα οποία παίξατε έχουν τηλεθέαση και στις επαναλήψεις;

Είναι οι καλές παραγωγές. Αυτήν την εποχή παίζει σε επανάληψη το «Love Sorry». Eχω μείνει έκπληκτος με το πόσος κόσμος το βλέπει, αλλά και με την «Ονειροπαγίδα» της Τίνας Καμπίτση. Με την Τίνα έχω δουλέψει σε τρία σίριάλ της και έχει μια σπουδαία γραφή που, όπως λέμε εμείς οι ηθοποιοί, έχει δεύτερο επίπεδο. Μπορεί να μη φαίνεται στον θεατή αλλά κάτι του αρέσει και δεν μπορεί να το εξηγήσει.

Πώς δεν μπλέξατε με ίντριγκες;

Γιατί δεν ήθελα. Ολοι αυτοί που μπλέκονται θέλουν.

Υπάρχουν φιλίες στον χώρο σας;

Βεβαίως. Κυρίως έχω φίλο τον Δημήτρη Τσούτση. Μιλάμε κάθε μέρα και βλεπόμαστε, αλλά από τους νέους δεν έχω ιδιαίτερες επαφές, μόνο στη δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι πολλά νέα παιδιά έχουν μια έφεση να μάθουν, ρωτούν ή θέλουν να ακούσουν κάποια ιστορία που έγινε στο θέατρο. Αυτό με συγκινεί.

Πώς κρίνετε τους νέους ηθοποιούς και ποιον θεωρείτε «διάδοχό» σας;

Για διάδοχό μου δεν μπορώ να πω, διότι δεν είμαι αυτού του επιπέδου ηθοποιός, να έχω συνεχιστές. Δίδαξα δυο τρία χρόνια στη Σχολή Θεοδοσιάδη, απογοητεύτηκα και έφυγα. Γιατί το όνειρο όλων είναι να γίνουν πλούσιοι και διάσημοι σε μια μέρα. Βεβαίως υπάρχει μια νεολαία που θέλει να κάνει καλό θέατρο, αλλά δεν έχει τα μέσα, και ομάδες που κάνουν θέατρο με τα λεφτά του μπαμπά τους μόνο και μόνο για να παίξουν.

Κρατούσατε την προσωπική ζωή σας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Δεν το έκανα συνειδητά. Δεν με έψαξε κανείς για να μάθει την προσωπική μου ζωή, ίσως γιατί δεν έδωσα αφορμές.

Εχετε αδυναμία στα παιδιά σας.

Ο Δημητράκης πάει στο γυμνάσιο και η Τζωρτζίνα μου είναι 11 ετών. Είναι τα παιδιά του ανιψιού μου του Γιώργου και πηγαίνω και τα βλέπω δύο φορές την εβδομάδα, γιατί μένουν στην Ανω Γλυφάδα. Είμαστε δεμένη οικογένεια και ο ανιψιός μου στέκεται κερί αναμμένο. Οταν του τηλεφωνήσω, θα έρθει αμέσως.

Θα θέλατε ένα δικό σας παιδί;

Δεν έχω μετανιώσει, αλλά μου λείπει. Ηταν άλλες οι εποχές τότε. Δεν δεχόταν καμιά να μου κάνει ένα παιδί εκτός γάμου.

Τόσο μεγάλη η αφοσίωσή σας στο θέατρο;

Καταλήγω πως ναι. Δεν είχα ποτέ την επιθυμία να είμαι οικογενειάρχης. Μου άρεσε να γυρίζω στο σπίτι το βράδυ, να κλείνω την πόρτα και να μη μου λέει κανείς «πού ήσουν; Τι έκανες; Είσαι κουρασμένος;». Ηθελα να έχω ένα δικό μου πρόγραμμα.

Ποια είναι η μεγαλύτερη θυσία που έχετε κάνει για τον έρωτα;

Δεν είχα πολλούς έρωτες στη ζωή μου. Ισως τρεις, αλλά με την ψυχή να τρέμει και την καρδιά να χτυπάει. Η πρώτη σκέψη το πρωί και η τελευταία το βράδυ. Και οι τρεις ήταν εκτός καλλιτεχνικού χώρου.